Τι σημαίνει το entier στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης entier στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του entier στο Γαλλικά.
Η λέξη entier στο Γαλλικά σημαίνει όλος, ολόκληρος, ακέραιος, άθικτος, σώος, που δεν είναι ευνουχισμένος, άσπιλος, ολόκληρος, όλος, συμπαγής, ακέραιος, ακέραιος αριθμός, ακέραιος αριθμός, ολόκληρος, ολοκληρωτικός, παντελής, ολοσχερής, πλήρης, ακέραιος, άθικτος, ανέπαφος, ολόκληρος, όλος, παγκόσμια, παγκοσμίως, διεθνώς, παγκοσμίως, παγκοσμίως γνωστός, διεθνώς αναγνωρισμένος, πλήρως, ολοκληρωτικά, γραμμένος χωρίς συντομεύσεις, σε όλο τον κόσμο, παγκοσμίως, σε όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, σε όλη την γη, συνολικά, σ' όλο τον κόσμο, λεωφορείο, πλήρες γάλα, σιτάρι ολικής άλεσης, σιτάρι ολικής αλέσεως, συγκατάθεση, συναίνεση, ολοκληρωτική υποστήριξη, ολική αποπληρωμή, πλήρης εξόφληση, πλήρες γάλα, θυσιάζομαι, διαβάζω προσεκτικά, παγκοσμίως, παγκόσμια, παντού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης entier
όλος, ολόκληροςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'ai mangé le hamburger entier. Έφαγα όλο (or: ολόκληρο) το χάμπουργκερ. |
ακέραιος, άθικτος, σώοςadjectif (intact) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La boîte pourrait tomber sur du béton que les œufs seraient toujours entiers, sans la moindre fêlure. Αυτή η συσκευασία μπορεί να πέσει σε τσιμέντο και τα αυγα να παραμείνουν ολόκληρα, χωρίς το παραμικρό ράγισμα. |
που δεν είναι ευνουχισμένοςadjectif (qui n'est pas castré) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cet étalon était entier et allait se reproduire avec plusieurs championnes. Ο επιβήτορας δεν ήταν ευνουχισμένος και έφερε στον κόσμο αρκετούς νικητές. |
άσπιλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ολόκληρος, όλος(toutes les parties) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous avons le squelette entier (or: complet) du dinosaure. Έχουμε ολόκληρο (or: όλο) τον σκελετό αυτού του δεινοσαύρου. |
συμπαγής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) M. Jones donnait des coups sur le mur à la recherche de passages secrets, mais le mur était plein. |
ακέραιος(Maths : fonction, équation,...) (αριθμός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακέραιος αριθμόςnom masculin (Mathématiques) (μαθηματικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les nombres entiers n'incluent pas les nombres décimaux ou les fractions. |
ακέραιος αριθμός(Maths) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ολόκληρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle attendit une semaine complète avant de dire non. Περίμενε μία ολάκερη εβδομάδα πριν να πει όχι. |
ολοκληρωτικός, παντελής, ολοσχερής, πλήρης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La guerre causa la destruction complète (or: totale) de la ville. Ο πόλεμος προκάλεσε την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης. |
ακέραιος, άθικτος, ανέπαφος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ολόκληρος, όλος(entier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il a mangé toute la pomme. Έφαγε ολόκληρο (or: όλο) το μήλο. |
παγκόσμια, παγκοσμίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
διεθνώς, παγκοσμίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
παγκοσμίως γνωστός
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Amsterdam est mondialement connue (or: connue dans le monde entier) pour ses canaux et ses coffee shops. |
διεθνώς αναγνωρισμένοςadjectif |
πλήρως, ολοκληρωτικάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) J'ai lu le mode d'emploi en entier mais je ne comprends toujours pas comment éteindre le flash. |
γραμμένος χωρίς συντομεύσεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'auteur n'a jamais appris à taper à la machine, il a donc écrit toutes ses histoires à la main. |
σε όλο τον κόσμοlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παγκοσμίως, σε όλο τον κόσμο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le prix des denrées alimentaires de base a augmenté à travers le monde. |
σε όλο τον κόσμο, σε όλη την γη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ce serait certainement magnifique si la paix prévalait sur Terre pour changer. |
συνολικάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σ' όλο τον κόσμοadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Le Père Noël est connu dans le monde entier. Ο Αη Βασίλης είναι γνωστός σ' όλο τον κόσμο. |
λεωφορείο(ως ποσότητα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο οδηγός μετέφερε ένα λεωφορείο τουρίστες στα αρχαία χαλάσματα. |
πλήρες γάλαnom masculin Le lait entier fait grossir davantage que le lait écrémé. Le lait entier est trop riche à mon goût, je préfère le lait plus pauvre en matières grasses. |
σιτάρι ολικής άλεσης, σιτάρι ολικής αλέσεως
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Tous nos pains sont faits avec du blé complet. |
συγκατάθεση, συναίνεσηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ολοκληρωτική υποστήριξηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nos bailleurs nous ont apporté leur soutien plein et entier pour notre projet. |
ολική αποπληρωμή, πλήρης εξόφλησηnom masculin (ποσό, δόση, χρέος) |
πλήρες γάλαnom masculin |
θυσιάζομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διαβάζω προσεκτικάverbe transitif Il est sage de lire tous les documents en entier avant de les signer. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι φρόνιμο να διαβάζει κάποιος προσεκτικά κάθε έγγραφο πριν βάλει την υπογραφή του. Οι ηθοποιοί διάβασαν προσεκτικά ολόκληρο το σενάριο, από την αρχή ως το τέλος. |
παγκοσμίως, παγκόσμιαlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Gus a voyagé à travers le monde entier et il a des amis partout. Έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο και έχει φίλους παντού. |
παντού
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Luke a cherché absolument partout mais n'a vu aucun signe de Naomi. Ο Λουκ είχε ψάξει παντού, αλλά δεν υπήρχε πουθενά ίχνος της Ναόμι. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του entier στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του entier
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.