Τι σημαίνει το entrada στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης entrada στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του entrada στο ισπανικά.
Η λέξη entrada στο ισπανικά σημαίνει είσοδος, ορεκτικό, περίοδος, είσοδος, περίοδος, είσοδος, εισιτήριο, τάκλιν, εισιτήριο, εισαγωγή, καταχώρηση, είσοδος, είσοδος, πόρτα, είσοδος, είσοδος, είσοδος, εισιτήριο κινηματογράφου, είσοδος οδικής αρτηρίας, είσοδος οδικού δικτύου, στοά, είσοδος, στόμιο, είσοδος, καταχώρηση, εγγραφή, εισροή, εισροή, είσοδος, καταχώριση, εγγραφή, είσοδος, είσοδος, εισροή, όριο, λήμμα, εισαγωγή, είσοδος, καταχώρηση, εγγραφή, είσοδος, πύλη, ιδιωτικός δρόμος, πέρασμα, είσοδος, εισαγωγή, εισαγωγή, σήμα, σύνθημα, ορεκτικό, εισροή, αποδοχή, εισαγωγή, προθάλαμος, υπενθύμιση, υποβοήθηση, εισπνοή, αναπνοή, έλευση, έναρξη, αυλή, περνώ το κατώφλι, μπαίνω, εισέρχομαι, μπαίνω, πάω μέσα, μπαίνω μέσα, μπαίνω σε κτ, μπαίνω σε κτ, τρυπώνω, μπαίνω, εισχωρώ σε κτ, με παίρνουν, έρχομαι, μπαίνω, κόβω, μεταφέρω, μπαίνω, εισέρχομαι, έρχομαι, έρχομαι, μου κάνει, μου χωράει, χωράω, περνάω, περνώ, μπαίνω, ενιαίος σειριακός δίαυλος, δωρεάν, αφράτη, στρουμπουλή, αμέσως, τη νύχτα, είσοδος, καταχώρηση δεδομένων, βραβείο λοταρίας, δωρεάν εισιτήριο, ελεύθερη είσοδος, δωρεάν εισιτήριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης entrada
είσοδοςnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El edificio tiene una gran entrada que todos los apartamentos comparten. Το κτίριο είχε μια μεγάλη είσοδο την οποία μοιράζονταν όλα τα διαμερίσματα. |
ορεκτικό
El camarero les sirvió las entradas a los comensales. Ο σερβιτόρος σέρβιρε στους πελάτες τα ορεκτικά τους. |
περίοδος(béisbol) (μπέιζμπολ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un partido de béisbol consiste en nueve entradas. |
είσοδοςnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tina dio la vuelta andado a todo el edificio en busca de la entrada. Η Τίνα περπάτησε γύρω από όλο το κτίριο ψάχνοντας για την είσοδο. |
περίοδος(κρίκετ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
είσοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La entrada del actor en escena marcó una nueva etapa de la trama. Η είσοδος του ηθοποιού στη σκηνή σηματοδοτούσε με νέα φάση της πλοκής. |
εισιτήριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Compré dos boletos para la ópera. Πήρα δύο εισιτήρια για την όπερα. |
τάκλιν(fútbol americano) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) La tacleada evitó que el jugador de rugby anotara. Το τάκλιν σταμάτησε τον παίκτη του ράγκμπι από το να σκοράρει ένα try. |
εισιτήριο(για να μπεις κάπου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La entrada al zoológico cuesta poco. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η ετήσια συνδρομή στον σύλλογο ορειβασίας είναι πενήντα ευρώ. |
εισαγωγή, καταχώρησηnombre femenino (διαδικασία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tenemos problemas con las entradas en cirílico. Ο εξυπηρετητής έχει πρόβλημα με την εισαγωγή (or: καταχώρηση) δεδομένων με κυριλλικούς χαρακτήρες. |
είσοδοςnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los turistas entraron al castillo por la entrada principal. Οι τουρίστες μπήκαν στο κάστρο μέσω της κυρίας εισόδου. |
είσοδος, πόρτα(κυριολεκτικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un grupo de periodistas llenó la entrada. Μια ομάδα από ρεπόρτερ μπλόκαραν την είσοδο. |
είσοδοςnombre femenino (κόστος εισόδου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¡Qué cara es la entrada! |
είσοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿Dónde está la entrada al centro comercial? |
είσοδος(μεταφορικά: κόστος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La entrada para Disney aumenta todos los años. |
εισιτήριο κινηματογράφουnombre femenino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Compraste las entradas para la película? |
είσοδος οδικής αρτηρίας, είσοδος οδικού δικτύου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La entrada al aeropuerto está cerrada por una inundación. |
στοάnombre femenino (minería) (σε ορυχείο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
είσοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La entrada trasera del bar estaba cerrada con llave. Η είσοδος από το πίσω μέρος του μπαρ ήταν κλειδωμένη. |
στόμιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La entrada de la cueva era pequeña, pero su interior era enorme. Το στόμιο της σπηλιάς ήταν μικρό, αλλά το εσωτερικό της ήταν τεράστιο. |
είσοδοςnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tom siempre estaba contento y su entrada alegró el ambiente de la habitación. Ο Τομ ήταν πάντα ευδιάθετος και η είσοδός του ελάφρυνε την ατμόσφαιρα στο δωμάτιο. |
καταχώρηση, εγγραφήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La tercera entrada fue presentada por Frank. |
εισροή(χρήμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un aumento en la entrada de fondos nos ayudó a alcanzar nuestra meta. Μια αυξημένη εισροή κεφαλαίων μας βοήθησε να πετύχουμε τον στόχο μας. |
εισροή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Las dos entradas del lago estaban obstruidas por escombros. Οι δύο είσοδοι της λίμνης ήταν φραγμένες με μπάζα. |
είσοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El objetivo de Javier era la entrada en el círculo de élite de los críticos de arte. |
καταχώριση, εγγραφήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Veo que hay dos entradas en la base de datos para Sr. Smith; hay que borrar una de ellas. Βλέπω πως υπάρχουν δύο καταχωρίσεις στη βάση δεδομένων για τον Κύριο Σμιθ, πρέπει να σβήσουμε μία απ' αυτές. |
είσοδοςnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ¿Cuánto vale la entrada a la función de las 8:00? Πόσο κοστίζει τον εισιτήριο για την παράσταση των οκτώ; |
είσοδοςnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La entrada de la extravagantemente vestida estrella llamó la atención de todos. |
εισροή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Esta válvula controla la entrada de lubricante. Η παροχή λιπαντικού ελέγχεται από αυτή τη βαλβίδα. |
όριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Estambul está a la entrada de Europa. Η Κωνσταντινούπολη βρίσκεται στα όρια της Ευρώπης. |
λήμμα(σε λεξικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi diccionario de inglés tiene cientos de significados bajo la entrada "ir". |
εισαγωγή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La válvula de entrada del colchón de aire estaba rota. Η βαλβίδα εισόδου του φουσκωτού στρώματος είχε χαλάσει. |
είσοδος(μεταφορικά: κόστος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hay una entrada de diez dólares para acceder al club. |
καταχώρηση, εγγραφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La tabla contiene 130 entradas. |
είσοδοςnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Pippa esperó en la entrada a que Mark saliera. |
πύλη(geografía, figurado) (μεταφορικά: με γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) St. Louis es la entrada al oeste. |
ιδιωτικός δρόμος(κατά λέξη) Un coche deportivo de aspecto caro apareció en la entrada. // Sarah estacionó su auto en la entrada. Η Σάρα πάρκαρε το αυτοκίνητό της στην είσοδο του κήπου. |
πέρασμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El príncipe usó su espada para abrir una entrada a través del cerco de espinas. |
είσοδοςnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Pete se metió por la estrecha entrada para meterse en la tienda. |
εισαγωγήnombre femenino (ως ποσότητα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La entrada de hoy incluía un cargamento de grano y verduras frescas. |
εισαγωγήnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La entrada de bienes en el país estaba limitada por las nuevas leyes. |
σήμα, σύνθημα(teatro) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Joan estaba detrás del telón, dándole los pies a los actores. Η Τζοάν ήταν πίσω απ' την αυλαία και έδινε στους ηθοποιούς σύνθημα για τις ατάκες τους. |
ορεκτικό(plato) (πιάτο πριν από το κύριο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La entrada era un pequeño plato de corazones de alcaucil. |
εισροή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La afluencia de trabajo subió este mes. Η εισροή δουλειάς αυξήθηκε αυτό το μήνα. |
αποδοχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El acceso al curso está sujeto a las notas. |
εισαγωγή(συντόμευση, Μουσική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La pieza de piano incluía una intro corta. |
προθάλαμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) ¡Tu vestíbulo es más grande que mi departamento! |
υπενθύμιση(de un texto, teatro) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mary se olvidó las líneas y necesitaba un pie. Η Μαίρη ξέχασε την ατάκα της και χρειάστηκε μια υπόδειξη. |
υποβοήθηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La profesora de actuación daba indicaciones a los alumnos que se olvidaban sus textos. |
εισπνοή, αναπνοή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Laura trató de respirar, pero su inhalación fue detenida por la nuez en su garganta. Η Λώρα προσπάθησε να αναπνεύσει, αλλά η αναπνοή της εμποδιζόταν από το καρύδι στον λαιμό της. |
έλευση(λόγιος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La llegada del invierno trajo la nieve. |
έναρξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αυλή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sabrina conoció a David en el patio delantero después de la fiesta. |
περνώ το κατώφλι(κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Entré en nuestra nueva casa. |
μπαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cada vez que alguien entra en el negocio, suena un timbre. Κάθε φορά που μπαίνει κάποιος στο κατάστημα χτυπάει ένα κουδουνάκι. |
εισέρχομαι, μπαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuando la famosa actriz entró a la habitación, todos se dieron vuelta para mirarla. |
πάω μέσα, μπαίνω μέσαverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hace calor afuera. ¿Quieres entrar? Έχει ζέστη έξω. Θα ήθελες να μπούμε μέσα; |
μπαίνω σε κτverbo intransitivo (en coche) (με όχημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Usted recibirá una boleta cuando entre al estacionamiento. |
μπαίνω σε κτverbo intransitivo - Pasa a mi recibidor - le dijo la araña a la mosca. |
τρυπώνωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Al principio, nunca se imaginó que pudiera llegar a ser infiel, pero luego le empezaron a entrar dudas. |
μπαίνω(auto) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Abrí la puerta y entré. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα. |
εισχωρώ σε κτ
Los soldados entraron en el edificio del gobierno y tomaron el control. |
με παίρνουν(καθομιλουμένη: σε κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) De 20.000 solicitudes a la universidad el año pasado, solamente entraron 3.000. |
έρχομαι, μπαίνω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Necesitamos a un experto, y aquí es donde entras tú. Χρειαζόμαστε τη συμβουλή ενός ειδικού και αυτός είναι ο δικός σου ρόλος. |
κόβωverbo transitivo (figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μεταφέρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Entraban la droga por la ciudad fronteriza. Μετέφεραν ναρκωτικά μέσω της πόλης κοντά στα σύνορα. |
μπαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Para entrar a la sala de ordenadores, los estudiantes necesitan una tarjeta de banda magnética especial. Οι μαθητές πρέπει να χρησιμοποιούν μια ειδική κάρτα για να έχουν πρόσβαση στην αίθουσα των υπολογιστών. |
εισέρχομαι(επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pueden entrar, pero por favor toquen a la puerta para anunciar su presencia. Μπορείς να μπεις μέσα, αλλά σε παρακαλώ χτύπα την πόρτα πρώτα για να ανακοινώσεις την παρουσία σου. |
έρχομαιverbo intransitivo (marea) (παλίρροια) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hoy entró la marea alta hacia las tres de la tarde. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν είναι σωστό να βρίσκεσαι σε αυτή την παραλία όταν φουσκώνουν τα νερά. |
έρχομαι(moverse hacia uno) (προχωρώ προς) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ven aquí y lee esto. Έλα εδώ να διαβάσεις κάτι. |
μου κάνει, μου χωράει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mis zapatos ya no me quedan. Τα παπούτσια μου δεν μου κάνουν πια. |
χωράω(διαστάσεις) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La pieza no cabe porque es de otro tamaño. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτό το τραπέζι δεν χωράει στο μικρό δωμάτιο. |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El sofá sencillamente no pasa por la puerta. |
μπαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Por favor entre (o: pase), la puerta está abierta. Εισέλθετε παρακαλώ. Η πόρτα είναι ανοιχτή. |
ενιαίος σειριακός δίαυλος(informática) (επίσημο) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
δωρεάν
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tenemos dos pases de cortesía al recital de piano del próximo jueves. |
αφράτη, στρουμπουλή(για γυναίκες) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αμέσωςlocución adverbial (coloquial) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Supe de una que estaba mintiendo. Το κατάλαβα με τη μία ότι λέει ψέματα. |
τη νύχταlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La fiesta se prolongó hasta muy entrada la noche. Το πάρτυ συνεχίστηκε μέχρι αργά τη νύχτα. |
είσοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sarah estacionó el auto en la entrada para el auto. Η Σάρα πάρκαρε το αμάξι της στο δρομάκι. |
καταχώρηση δεδομένωνnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La entrada de datos es una función tediosa. |
βραβείο λοταρίας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) En el bingo no gané, pero me saqué el premio en el sorteo con el número de la entrada. |
δωρεάν εισιτήριο(AR) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ο Μίλτον μου έδωσε μερικά δωρεάν εισιτήρια για να δω την τελευταία του παράσταση. |
ελεύθερη είσοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La entrada sale $20, excepto los martes que el museo tiene entrada libre. |
δωρεάν εισιτήριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tengo entradas gratuitas para el teatro, ¿quieres venir? |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του entrada στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του entrada
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.