Τι σημαίνει το equal στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης equal στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του equal στο Αγγλικά.

Η λέξη equal στο Αγγλικά σημαίνει ίσος, ίσον, φθάνω, φτάνω, ισάξιος, ίσον, ίσος, ίδιος, ίσες ευκαιρίες, ίσα μέρη, και...και, ίσα δικαιώματα, ίσον, ίσος, ίδιος, ικανός, ισοδυναμώ, ισομερώς, επί ίσοις όροις, επί ίσοις όροις, με τα ίδια δικαιώματα, ανώτερα, απαράμιλλα, ανώτερος, απαράμιλλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης equal

ίσος

adjective (same, equivalent) (ίδιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There is an equal number of marbles in each jar.
Σε κάθε βάζο υπάρχει ίσος αριθμός βώλων.

ίσον

transitive verb (add up to) (μαθηματικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Two and two equals four.
Δύο και δύο κάνουν τέσσερα.

φθάνω, φτάνω

transitive verb (to match)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sprinter equalled his best time this year.
Ο σπρίντερ έφθασε (or: έφτασε) τον καλύτερό του χρόνο για φέτος.

ισάξιος

noun (equally skilled person)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He finally met his equal in the tough tennis match.
Επιτέλους αντιμετώπισε έναν ισάξιό του στο δύσκολο ματς τένις.

ίσον

noun (mathematics: symbol of equivalence)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Use the equals sign (=) when writing your equation.
Χρησιμοποιήστε το σύμβολο ίσον (=) όταν γράφετε την εξίσωσή σας.

ίσος

adjective (having same rights)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
All individuals are equal in the eyes of the law.
Όλοι είναι ίσοι απέναντι στον νόμο.

ίδιος

adjective (balanced)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Real justice is both fair and equal for all citizens.
Η αληθινή δικαιοσύνη είναι δίκαια αλλά και ίδια για όλους τους πολίτες.

ίσες ευκαιρίες

noun (usually plural (policies that bar discrimination)

ίσα μέρη

adjective (same quantities) (συχνά πληθυντικός)

The cocktail is equal parts rum, vodka and orange juice.

και...και

adjective (figurative (both)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The show is equal parts tragedy and comedy.

ίσα δικαιώματα

plural noun (fair treatment, same opportunities)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Equal rights for homosexuals are now guaranteed by law.

ίσον

noun (mathematics symbol: =)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The math teacher told her students to write the answers after the equals signs.

ίσος, ίδιος

preposition (having the same value as)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In terms of price there is no difference, they are both equal to each other.
Όσον αφορά την τιμή δεν υπάρχει διαφορά, είναι ίδια μεταξύ τους.

ικανός

preposition (good enough for)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He is strong, and is equal to the task.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ελπίζω να αποδειχθεί αντάξιος της εμπιστοσύνης μου.

ισοδυναμώ

preposition (the same as) (είμαι ίδιος με)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Talking like that could be equal to slander.
Το να μιλάς έτσι σχεδόν ισοδυναμεί με συκοφαντία.

ισομερώς

adverb (fairly, equally)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I divided the chocolate in equal shares between the children.

επί ίσοις όροις

adverb (fairly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Their wedding vows stated that they would split their labor evenly so that their partnership would always remain on equal terms.

επί ίσοις όροις, με τα ίδια δικαιώματα

adverb (with the same rights)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Women should compete on equal terms with men in the jobs market.

ανώτερα, απαράμιλλα

adverb (unmatched, superior)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She is a singer without equal.

ανώτερος, απαράμιλλος

adjective (unmatched, superior)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του equal στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του equal

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.