Τι σημαίνει το match στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης match στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του match στο Αγγλικά.
Η λέξη match στο Αγγλικά σημαίνει σπίρτο, αγώνας, αντιστοιχίζω, ταιριάζω, ταιριάζω, ισοδύναμος, ταιριαστός, ζευγάρι, ζευγάρωμα, αντιστοιχώ, τα πάω το ίδιο καλά με κπ/κτ, ταιριάζω, βάζω να αγωνιστεί, είμαι ίσος, είμαι ίδιος, ταιριάζω, είμαι ισάξιος, είμαι ισάξιος, δεν είμαι ισάξιος με κπ, αγώνας μποξ, σχεδόν το ίδιο, πολύ όμοιο, νίκη με πολύ μικρή διαφορά, ποδοσφαιρικός αγώνας, αγώνας μεταξύ ορκισμένων αντιπάλων, ταιριάζω, αποδόσεις αγώνα, match point, αγώνας ταχύτητας με δύο μόνο αντιπάλους, εισιτήριο για τον αγώνα, εισιτήριο για το ματς, ταιριάζω, ταιριάζω κτ με κτ, τα φτιάχνω σε κπ με κπ, ταίριασμα, πουλάω στην ίδια τιμή με τον ανταγωνιστή μου, επαναληπτικός αγώνας, αγώνας σκοποβολής, αγώνας, μονός αγώνας, αγώνας τένις, αγώνας πάλης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης match
σπίρτοnoun (often plural (stick for lighting fire) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She struck the match to light the fire. Άναψε το σπίρτο για να ανάψει τη φωτιά. |
αγώναςnoun (sports game) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Are you going to the match this Saturday? Θα πας στο ματς αυτό το Σάββατο; |
αντιστοιχίζω(join, pair) (κάτι με κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In this game, you need to match each card with another card with the same design. Σε αυτό το παιχνίδι, πρέπει να αντιστοιχίσεις κάθε κάρτα με μια άλλη κάρτα που έχει το ίδιο σχέδιο. |
ταιριάζωtransitive verb (go with harmoniously) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You did a good job getting all the furnishings in this room to match the wallpaper so well. Κατάφερες πολύ καλά να κάνεις όλα τα έπιπλα σε αυτό το δωμάτιο να ταιριάζουν τόσο καλά με την ταπετσαρία. |
ταιριάζωintransitive verb (clothing, etc.: go together) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Do my clothes match? Ταιριάζουν τα ρούχα μου; |
ισοδύναμοςnoun (person, team: equal in skill, etc.) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The two teams are a good match, and it should be an exciting game. Οι δυο ομάδες είναι ισοδύναμες μεταξύ τους και ο αγώνας θα είναι συναρπαστικός. |
ταιριαστόςnoun (pairing) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It's good that they are going into business - those two are a good match. Είναι καλό που θα συνεργαστούν - οι δυο τους ταιριάζουν πολύ. |
ζευγάριnoun (suitable partners in love) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I'm pleased Alex and Sally got together at last; they are such a good match. Χαίρομαι που ο Άλεξ και η Σάλλυ τα έφτιαξαν τελικά. Είναι τόσο ταιριαστοί. |
ζευγάρωμαnoun (marriage) (παλαιό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In this fairy tale, the king is desperate to find a match for his daughter. |
αντιστοιχώtransitive verb (correspond to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This key matches this lock. Το κλειδί αντιστοιχεί (or: ταιριάζει) στην κλειδαριά. |
τα πάω το ίδιο καλά με κπ/κτtransitive verb (measure up to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) If the players can match their previous performance, they'll win this game easily. |
ταιριάζωtransitive verb (clothing, designs: go with) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Do my shoes match my shirt? Πάνε τα παπούτσια μου με το πουκάμισο; |
βάζω να αγωνιστείtransitive verb (place in competition with) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In the tournament, the team was matched with a very difficult opponent. Στο τουρνουά, η ομάδα κληρώθηκε με πολύ δύσκολη αντίπαλο. |
είμαι ίσος, είμαι ίδιοςtransitive verb (be equal to) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The man's anger matched his wife's. |
ταιριάζωphrasal verb, intransitive (be similar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) It can be hard for partners to get along when their political views don't match up. |
είμαι ισάξιοςphrasal verb, intransitive (UK, informal, figurative (be as good) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
είμαι ισάξιος(be as good as) (με κπ/κτ ή με γενική) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
δεν είμαι ισάξιος με κπverbal expression (not be as good as [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγώνας μποξnoun (sport: boxing contest) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Watching a boxing match on TV is a poor substitute for seeing it in person. |
σχεδόν το ίδιο, πολύ όμοιοnoun (pairing of two similar things) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mom's handbag and shoes are not exactly the same color, but they are a very close match. Η τσάντα χειρός και τα παπούτσια της μητέρας μου δεν έχουν ακριβώς το ίδιο χρώμα, αλλά είναι πολύ όμοια. |
νίκη με πολύ μικρή διαφοράnoun (sports: very close scores) (σπορ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It was a close match but the Seagulls won on penalties. |
ποδοσφαιρικός αγώναςnoun (soccer match) Chelsea won the football game 2-0. |
αγώνας μεταξύ ορκισμένων αντιπάλωνnoun (game: to settle a grievance) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Clearly, they set this game up as a grudge match following last year's disputed result. |
ταιριάζωverbal expression (pair [sth] with [sth] similar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'm trying to find two socks that make a match, but they all seem to be odd ones. |
αποδόσεις αγώναplural noun (sport: probability of a given side winning) (αθλήμτατα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
match pointnoun (tennis, etc.: point that wins a match) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Federer only needed one match point to win the game with Nadal. |
αγώνας ταχύτητας με δύο μόνο αντιπάλουςnoun (two competitors) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) The match race between the two great horses took place at Pimlico Race Course. |
εισιτήριο για τον αγώνα, εισιτήριο για το ματςnoun (slip allowing entry to sports game) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταιριάζωverbal expression (pair) (σε ζευγάρι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I don't mind washing and ironing, but I hate matching up all the socks. Δεν με πειράζει το πλύσιμο και το σιδέρωμα, αλλά μισώ να φτιάχνω σε ζευγάρια τις κάλτσες. |
ταιριάζω κτ με κτverbal expression (pair with: [sth]) |
τα φτιάχνω σε κπ με κπverbal expression (pair romantically: with [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My mother keeps trying to match me up with her friend's nephew. Η μητέρα μου συνεχίζει να προσπαθεί να μου τα φτιάξει με τον ανιψιό της φίλης της. |
ταίριασμαnoun (pairing) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πουλάω στην ίδια τιμή με τον ανταγωνιστή μουintransitive verb (sell [sth] as low as competitor) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
επαναληπτικός αγώναςnoun (sport: second game between same teams) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) We were beaten 5-0 in the first game, so let's hope we do better in the return match. |
αγώνας σκοποβολήςnoun (competition in using a gun) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αγώναςnoun (figurative (competition) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μονός αγώναςnoun (tennis: one-on-one game) Adriana won the singles match. |
αγώνας τένιςnoun (game of lawn tennis) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αγώνας πάληςnoun (sport: contention by grappling opponent) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) The spectators were enjoying the wrestling match. Οι θεατές απολάμβαναν τον αγώνα πάλης. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του match στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του match
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.