Τι σημαίνει το examen στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης examen στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του examen στο Γαλλικά.
Η λέξη examen στο Γαλλικά σημαίνει εξετάσεις, εξέταση, εξέταση, εξέταση, έλεγχος, εξέταση, εξετάσεις, σκέψη, επιθεώρηση, ανάλυση, εξέταση, εξέταση, κατηγορητήριο, νεκροψία, αυτοσκόπηση, αυτοεξέταση, εξετάσεις εισαγωγής σε ιατρικές σχολές, υποβάλλω κπ σε διαγνωστικό έλεγχο, εξονυχιστικός έλεγχος, επανεξέταση, εισαγωγικές εξετάσεις, διεξοδική εξέταση, γενικές ιατρικές εξετάσεις, ιατρική εξέταση, προφορική εξέταση, προφορική εξέταση, ιατρική εξέταση, εξέταση αξιολόγησης, προκαταρκτική εξέταση, αντίγραφο διαγωνίσματος, γενική εξέταση αίματος, επιτροπή αξιολόγησης, πιο προσεκτική ματιά, διαγνωστική εξέταση, οφθαλμολογική εξέταση, πόρισμα μακροσκοπικής εξέτασης, ακουστική εξέταση, ιατροδικαστική εξέταση, ιατροδικαστική έρευνα, ιατρική εξέταση, πυελική εξέταση, προκαταρκτική αξιολόγηση, εξέταση δυσκαμψίας αρθρώσεων, πρόβα εξετάσεων, απολυτήριες εξετάσεις, αυτοεξέταση, εξετάσεις για δίπλωμα, ιατρική εξέταση, τυποποιημένη εξέταση, ενδοσκόπηση, έχω διαγώνισμα, περνάω την εξέταση, επανεξέταση, εξέταση όρασης, ιατρική εξέταση, στοματική εξέταση, τελική εξέταση, προφορικά, αποτυγχάνω, πρακτική, κολπική εξέταση, εξετάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης examen
εξετάσεις(scolaire) (τελικές) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) L'examen d'algèbre était difficile. Μας έκανε απροειδοποίητο διαγώνισμα Ιστορίας. |
εξέτασηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'examen des preuves par la police avait été insuffisant. Η εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων από τις αστυνομικές δυνάμεις ήταν ανεπαρκής. |
εξέταση(médecine) (συχνά πληθυντικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je retourne chaque année à l'hôpital faire un examen pour voir si mon état s'améliore. |
εξέτασηnom masculin (Scolaire,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tous les élèves seront soumis à un examen à la fin de ce cours. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το διαγώνισμα που μας έβαλε η δασκάλα στα μαθηματικά ήταν πολύ δύσκολο. |
έλεγχος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il a entrepris un examen rigoureux de la protection informatique de la société. Ανέλαβε να κάνει διεξοδικό έλεγχο της ασφάλειας των υπολογιστών της εταιρείας. |
εξέτασηnom masculin (Éducation) (συχνά πληθυντικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εξετάσειςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Les étudiants en médecine doivent réussir leur examen avant de pouvoir pratiquer. |
σκέψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Μετά από λίγη σκέψη για την πρόταση του Άλιστερ, η Γκρέτα τον απέρριψε. |
επιθεώρηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le restaurant a été l'objet d'une inspection de l'hygiène la semaine dernière. |
ανάλυση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son analyse de l'étude scientifique n'a identifié aucun problème quant à la logique ou aux méthodes utilisées. Από την ανάλυση της επιστημονικής μελέτης που έκανε δεν προέκυψαν προβλήματα ούτε στην επιχειρηματολογία ούτε στις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν. |
εξέταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εξέτασηnom masculin (Médecine) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le docteur a envoyé le patient voir un spécialiste pour bénéficier d'un examen médical plus approfondi. Ο γιατρός παρέπεμψε τον ασθενή σε έναν εξειδικευμένο γιατρό για μια πιο λεπτομερή εξέταση. |
κατηγορητήριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'entreprise faisait face à une inculpation soutenue par plusieurs travailleurs contre ses pratiques non éthiques. Η εταιρεία αντιμετώπισε ένα κατηγορητήριο από αρκετούς πρώην υπαλλήλους αναφορικά με τις ανήθικες πρακτικές της. |
νεκροψία(οπτική επιθεώρηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αυτοσκόπηση, αυτοεξέτασηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le médecin explique à la patiente le principe de l'auto-examen des seins. |
εξετάσεις εισαγωγής σε ιατρικές σχολές(examen américain) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υποβάλλω κπ σε διαγνωστικό έλεγχο(Médecine) (ιατρική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le médecin a examiné le patient minutieusement afin de trouver la source du problème. Η γιατρός υπέβαλε την ασθενή σε πλήρη διαγνωστικό έλεγχο, προκειμένου να βρει την αιτία του προβλήματος. |
εξονυχιστικός έλεγχος
La proposition a subi un examen approfondi avant d'être acceptée. Η πρόταση πέρασε από εξονυχιστικό έλεγχο προτού εγκριθεί. |
επανεξέτασηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εισαγωγικές εξετάσεις
Pour pouvoir être admis, il faut passer un examen (or: un concours) d'entrée. |
διεξοδική εξέτασηnom masculin Περάσαμε τον σκύλο από διεξοδική εξέταση, αλλά δε βρήκαμε ψύλλους. |
γενικές ιατρικές εξετάσεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mon père était pâle et semblait fatigué alors je lui ai pris rendez-vous chez un médecin pour un bilan de santé. |
ιατρική εξέταση
Les jeunes adultes passent un examen médical avant leur service militaire. |
προφορική εξέτασηnom masculin (Scolaire) Plusieurs professeurs de langues étrangères font passer des examens oraux à leurs étudiants pour évaluer leur maîtrise de la langue parlée. |
προφορική εξέτασηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Pour plusieurs matières, les examens oraux sont une alternative aux examens écrits. |
ιατρική εξέτασηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il n'a pas pu entrer dans l'armée parce qu'il n'a pas réussi l'examen médical. |
εξέταση αξιολόγησηςnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Plusieurs écoles font passer un examen de placement pour déterminer le programme qui convient le mieux à chaque étudiant. Πολλά σχολεία ζητούν μια εξέταση αξιολόγησης, για να αποφασίσουν ποιο πρόγραμμα είναι το καλύτερο για το μαθητή. |
προκαταρκτική εξέτασηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'examen préliminaire laisse à penser que le patient souffre simplement d'épuisement. Toutefois, d'autres examens devront être effectués pour écarter d'autres causes possibles de ses symptômes. Οι προκαταρτικές εξετάσεις έδειξαν ότι ο ασθενής υποφέρει απλά από εξάντληση. Ωστόσο, περαιτέρω εξετάσεις θα διενεργηθούν προκειμένου να αποκλειστούν άλλα αίτια. |
αντίγραφο διαγωνίσματοςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γενική εξέταση αίματος
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επιτροπή αξιολόγησηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πιο προσεκτική ματιά(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαγνωστική εξέτασηnom masculin (Médecine) |
οφθαλμολογική εξέταση
|
πόρισμα μακροσκοπικής εξέτασηςnom masculin (Méd) (εξέταση ιστού) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακουστική εξέτασηnom masculin (Scolaire) Demain, nous aurons un examen de compréhension orale en anglais. |
ιατροδικαστική εξέταση, ιατροδικαστική έρευναnom masculin |
ιατρική εξέτασηnom masculin |
πυελική εξέτασηnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προκαταρκτική αξιολόγηση
|
εξέταση δυσκαμψίας αρθρώσεωνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πρόβα εξετάσεωνnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απολυτήριες εξετάσεις
|
αυτοεξέταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εξετάσεις για δίπλωμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gina a échoué à l'examen du permis de conduire à plusieurs reprises avant de finalement l'obtenir. |
ιατρική εξέτασηnom masculin |
τυποποιημένη εξέταση(Scolaire) |
ενδοσκόπηση(esprit, cœur) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έχω διαγώνισμαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je dois passer un examen de biologie la semaine prochaine. |
περνάω την εξέταση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quand vous aurez réussi votre examen, on vous remettra un diplôme. |
επανεξέταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εξέταση όρασης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ιατρική εξέταση
Le patient devait voir le médecin pour une visite médicale. Ο ασθενής έπρεπε να υποβληθεί σε εξέταση από τον γιατρό. |
στοματική εξέτασηnom masculin En faisant un examen buccal, le dentiste a vu que j'avais besoin de deux plombages. |
τελική εξέτασηnom masculin (πριν την αποφοίτηση) J'ai passé mon examen de fin d'année de chimie la semaine dernière. Έγραψα το τελικό διαγώνισμα χημείας την περασμένη εβδομάδα. |
προφορικάnom masculin (καθομιλουμένη) Elizabeth a raté son oral (or: son examen oral) de français. |
αποτυγχάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le professeur a dit à Marge qu'elle n'aurait pas son examen si elle n'étudiait pas plus. |
πρακτικήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je me suis bien débrouillé à l'épreuve écrite, mais pas à l'examen pratique. |
κολπική εξέτασηnom masculin (examen médical) Sarah a rendu visite au médecin pour un examen interne parce qu'elle avait des règles extrêmement abondantes. |
εξετάζω(συχνά στην παθητική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En fin d'année, l'établissement fera passer un examen à ses étudiants dans toutes les matières. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του examen στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του examen
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.