Τι σημαίνει το épreuve στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης épreuve στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του épreuve στο Γαλλικά.
Η λέξη épreuve στο Γαλλικά σημαίνει μαρτύριο, βασανιστήριο, βάσανο, προκριματικά, εξέταση, ελέγχω, πάλη, δυσκολίες, δοκίμιο για διόρθωση, δυσκολία, αντιξοότητα, λούκι, δυσκολία, δοκιμασία, αγώνισμα, μπελάς, εξετάσεις, πόνος, καθιστώ ασφαλές, κάνω ασφαλές, ασφαλής από κτ, τελική αναμέτρηση, τέλος, jump-off, ανθεκτικός στις βόμβες, διαχρονικός, ανθεκτικός σε καταιγίδες, ανθεκτικός σε θύελλες, δοκιμαστικό, time trial, αποφασιστική δοκιμασία, αγώνας αντοχής, προφορική εξέταση, διαγώνισμα ικανοτήτων, έντονη δοκιμασία/ταλαιπωρία, γραπτό διαγώνισμα, αγώνας σκοποβολής, δοκιμή αντοχής, τεστ αντοχής, απόλυτη εγγύηση, προκριματικός αγώνας, ιππικός αγώνας αλμάτων, τυποποιημένη εξέταση, αγώνας στίβου, τελώ υπό αξιολόγηση, τελώ υπό έλεγχο, περνάω κτ από κόσκινο, αντέχω στο χρόνο, παίζω με τα νεύρα κπ, δοκιμάζω την υπομονή κπ, μετριάζω τις συνέπειες, επιβάρυνω, σπασμένος, τεντωμένος, σκληραγώγηση, freestyle, τάι-μπρέικ, προκριματικός, προκριματικοί, λυδία λίθος, δοκιμάζω, φτάνω στα όρια, ζορίζω, κουράζω, βάζω σε δοκιμασία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης épreuve
μαρτύριο, βασανιστήριο, βάσανο(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Οι διαρρήκτες έδεσαν τον Σων όσο λεηλατούσαν το σπίτι του. Η ταλαιπωρία του κράτησε αρκετές ώρες. |
προκριματικάnom féminin (Sports) (για συμμετοχή σε αγώνες) L'épreuve du contre la montre détermine qui participe à la course finale. Οι προκριματικοί αγώνες καθορίζουν ποιος θα αγωνιστεί στον τελικό. |
εξέταση(éducation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai encore deux épreuves à passer, et enfin mes examens seront terminés. Έχω να γράψω άλλα δύο διαγωνίσματα και μετά τελειώνω με τις εξετάσεις μου! |
ελέγχωnom féminin (Imprimerie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les premières pages imprimées servent d'épreuves. |
πάληnom féminin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le marathon fut une vraie épreuve pour moi, mais je suis arrivé au bout. Ο μαραθώνιος ήταν αγώνας για μένα, αλλά τερμάτισα. |
δυσκολίες
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Le peuple a subi beaucoup d'épreuves pendant la sécheresse. Οι άνθρωποι υπέφεραν από πολλές δυσκολίες κατά τη διάρκεια της ξηρασίας. |
δοκίμιο για διόρθωσηnom féminin (d'imprimerie) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Vous recevrez les épreuves dans trois semaines environ. |
δυσκολία, αντιξοότηταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λούκιnom féminin (μεταφορικά, αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δυσκολίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le vieil homme a enduré bien des épreuves pendant sa vie. Ο ηλικιωμένος έχει περάσει πολλές κακουχίες κατά τη διάρκεια της ζωής του. |
δοκιμασίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les soldats feront bientôt face à leur première épreuve de combat. |
αγώνισμαnom féminin (Sports) (συνήθως ατομικό άθλημα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μπελάς
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quelle épreuve que de préparer les enfants pour la fête ! |
εξετάσεις(scolaire) (τελικές) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) L'examen d'algèbre était difficile. Μας έκανε απροειδοποίητο διαγώνισμα Ιστορίας. |
πόνος(mental) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Nous avons eu beaucoup de peine à parvenir où nous sommes aujourd'hui. Χρειάστηκε να χύσουμε πολλά δάκρυα για να φτάσουμε εδώ που είμαστε στη ζωή. |
καθιστώ ασφαλές, κάνω ασφαλέςlocution adjectivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Les véhicules de police sont généralement conçus pour être à l'épreuve des balles, non ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έκαναν το σπίτι τους ασφαλές για παιδιά πριν να τους επισκεφθεί ο εγγονός τους. |
ασφαλής από κτlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) On dirait que sur internet, rien n'est à l'épreuve des hackers. |
τελική αναμέτρηση
À une semaine de l'élection, les deux candidats se sont rencontrés pour une confrontation. |
τέλος(καθοριστικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La confrontation s'est finie par le licenciement d'Andrew par le chef. |
jump-off(Équitation) (σε αγώνα ιππασίας) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ανθεκτικός στις βόμβες
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
διαχρονικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανθεκτικός σε καταιγίδες, ανθεκτικός σε θύελλεςlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
δοκιμαστικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Charlie s'entraîne pour participer aux épreuves de sélection (or: aux sélections) de l'équipe de football qui auront lieu bientôt. |
time trialnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Certaines étapes du Tour de France sont des courses sur route; d'autres sont des courses contre la montre. |
αποφασιστική δοκιμασίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αγώνας αντοχήςnom féminin (μηχανοκίνητα σπορ) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
προφορική εξέτασηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Pour plusieurs matières, les épreuves orales sont une alternative aux examens écrits. |
διαγώνισμα ικανοτήτωνnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Elle a réussi l'examen théorique mais a raté l'épreuve pratique. |
έντονη δοκιμασία/ταλαιπωρίαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γραπτό διαγώνισμα(Scolaire) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το διαγώνισμα αποτελείται από τρία γραπτά διαγωνίσματα και ένα προφορικό. Πέρασε το γραπτό διαγώνισμα αλλά κόπηκε στο τεστ οδήγησης. |
αγώνας σκοποβολήςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δοκιμή αντοχής, τεστ αντοχήςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απόλυτη εγγύηση(familier) |
προκριματικός αγώνας(Sports) |
ιππικός αγώνας αλμάτωνnom féminin (sports équestres) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τυποποιημένη εξέταση(Scolaire) |
αγώνας στίβουnom féminin (hors courses) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
τελώ υπό αξιολόγηση, τελώ υπό έλεγχο
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
περνάω κτ από κόσκινοlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Avant le grand jour de la course, le jockey a mis son cheval à l'épreuve. |
αντέχω στο χρόνοlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίζω με τα νεύρα κπ, δοκιμάζω την υπομονή κπlocution verbale |
μετριάζω τις συνέπειες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιβάρυνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σπασμένος, τεντωμένος(nerfs) (νεύρα) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
σκληραγώγησηnom féminin (για εκπαίδευση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La femme a dit au cavalier de laisser son cheval se reposer parce qu'il l'a mis à rude épreuve. Η γυναίκα είπε στον καβαλάρη ότι έπρεπε να αφήσει το άλογό του να ξεκουραστεί γιατί δεν πίστευε ότι μπορούσε να αντέξει άλλη ταλαιπωρία. |
freestyle
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τάι-μπρέικ(Sports) (αθλητισμός: ισόπαλος αγώνας) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) L'équipe a perdu à l'épreuve des tirs au but, 3 à 2. Η ομάδα δεν τα κατάφερε στο τάι-μπρέικ και έχασε με 3-2. |
προκριματικός(Sports) Le vainqueur de la troisième épreuve éliminatoire a couru plus vite que les athlètes plus réputés. |
προκριματικοί
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Elle allait participer à l'épreuve éliminatoire du 100 mètres dans la matinée. |
λυδία λίθοςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δοκιμάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a vraiment été mise à l'épreuve durant son stage. |
φτάνω στα όριαverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ses enfantillages avaient mis ma patience à rude épreuve. |
ζορίζω, κουράζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ces puzzles mettent vraiment mon cerveau à l'épreuve. |
βάζω σε δοκιμασία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La longue attente a mis la patience de Jessica à rude épreuve (or: a mis la patience de Jessica à l'épreuve). Quand Tim s'est rendu compte que le projet était plus difficile qu'il ne l'avait pensé, cela a mis sa détermination à rude épreuve. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του épreuve στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του épreuve
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.