Τι σημαίνει το lit up στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lit up στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lit up στο Αγγλικά.
Η λέξη lit up στο Αγγλικά σημαίνει φωτισμένος, φωτίζομαι, λάμπω, αστράφτω, φωτίζομαι, φωτίζω, φωτίζω, ανάβω τσιγάρο, ανάβω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lit up
φωτισμένοςadjective (illuminated) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Erika enjoys walking along the lit up streets of the city at Christmas. Η Έρικα απολαμβάνει τον περίπατο κατά μήκος των φωτισμένων δρόμων της πόλης τα Χριστούγεννα. |
φωτίζομαι, λάμπω, αστράφτωphrasal verb, intransitive (figurative (brighten with joy) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Her face lit up when she heard that her father was returning. Το πρόσωπό της φωτίστηκε (or: έλαμψε) όταν άκουσε ότι ο πατέρας της θα επέστρεφε. |
φωτίζομαιphrasal verb, intransitive (become brighter) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Give it a moment and the room will light up. Περίμενε μια στιγμή και θα φωτιστεί το δωμάτιο. |
φωτίζω(illuminate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The dim lamp hardly lights up the room. Αυτή η λάμπα ίσα που φωτίζει το δωμάτιο. |
φωτίζωphrasal verb, transitive, separable (figurative (brighten) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I love you - you light up my life. Σ' αγαπώ γιατί δίνεις φως στη ζωή μου. |
ανάβω τσιγάροphrasal verb, intransitive (informal (light a cigarette) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When she pulled out a cigarette and lit up, several people left the room. ΝEW: Άναψε τσιγάρο και ξεκίνησε να μας λέει την ιστορία της. |
ανάβωphrasal verb, transitive, inseparable (informal (cigarette: apply flame) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rob lit up a cigarette. Ο Ρομπ άναψε ένα τσιγάρο. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lit up στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του lit up
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.