Τι σημαίνει το listing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης listing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του listing στο Αγγλικά.

Η λέξη listing στο Αγγλικά σημαίνει λίστα, καταχώρηση, εγγραφή, αγγελία, μπαταρισμένος, εισαγωγή, εγγραφή, μπατάρισμα, λίστα, λίστα, απαριθμώ, γράφω, εισάγω, πουλάω κάτι με τιμή..., λίστα εισηγμένων μετοχών, κατάλογος, τιμοκατάλογος, τιμή καταλόγου, κλίση, αρένα, διαχωριστικά, αρένα, καταλόγου, διατίθεμαι, γέρνω, κάνω λίστα με. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης listing

λίστα

noun (list)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Garrett tried to get removed from the company's listings so that they would stop calling him.

καταχώρηση, εγγραφή

noun (entry in list)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The third listing was submitted by Frank.

αγγελία

noun (advertisement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Seth made a listing in the newspaper to sell his car.

μπαταρισμένος

adjective (boat: tilting, leaning)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The listing boat had to be towed back to port.

εισαγωγή, εγγραφή

noun (of a stock) (χρηματιστήριο: τίτλος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The listings showed that stock values were dropping.

μπατάρισμα

noun (boat: tilting, leaning)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The listing of the boat made it difficult to move around in it.

λίστα

noun (lines of computer code)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The professor printed off the listing to show his students in class.

λίστα

noun (written series of items)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have a list of twenty things I need to buy.
Έχω μια λίστα με είκοσι πράγματα που πρέπει να αγοράσω.

απαριθμώ

transitive verb (enumerate: tasks, items, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The speaker listed his ideas.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έκανα μια λίστα με όλες τις δουλειές που έχω να κάνω μέχρι αύριο.

γράφω

transitive verb (enter on a list) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She listed milk and cheese on the paper.
Έγραψε (or: Προσέθεσε) το γάλα και το τυρί στο χαρτί.

εισάγω

transitive verb (record a stock on an exchange)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The New York Stock Exchange listed the new company in March.
Το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης εισήγαγε τη νέα εταιρεία τον Μάρτιο.

πουλάω κάτι με τιμή...

(property: offer at a price)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The real estate agent listed the house for $150,000.
Ο μεσίτης πωλούσε το σπίτι στην τιμή των $150.000.

λίστα εισηγμένων μετοχών

noun (finance: listed stocks) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The list was growing day by day as the economy boomed.
Η λίστα των εισηγμένων μετοχών αυξανόταν μέρα με τη μέρα καθώς η οικονομία άνθιζε.

κατάλογος, τιμοκατάλογος

noun (price list)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Can I see the price list?
Μπορώ να δω τον κατάλογο (or: τιμοκατάλογο);

τιμή καταλόγου

noun (undiscounted price) (τιμή)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
List for this coffee maker is fifty dollars. This coffee maker is fifty dollars on the list.
Η τιμή καταλόγου αυτής της καφετιέρας είναι πενήντα δολάρια. Αυτή η καφετιέρα κοστίζει πενήντα δολάρια στον κατάλογο.

κλίση

noun (tilting or leaning to one side)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The list on the pathway made walking difficult when it was icy. The list of the boat made walking on deck difficult.
Η κλίση του μονοπατιού έκανε δύσκολο το περπάτημα όταν είχε πάγο. Η κλίση του καραβιού έκανε δύσκολο το περπάτημα στο κατάστρωμα.

αρένα

noun (historical (tournament arena)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Trumpets sounded as the jousters entered the lists.

διαχωριστικά

noun (historical (tournament arena barriers)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αρένα

noun (historical (any place of combat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The bullfight took place in a lists.

καταλόγου

noun as adjective (undiscounted price)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
What is the list price on this coffee maker?
Ποια είναι η τιμή καταλόγου αυτής της καφετιέρας;

διατίθεμαι

intransitive verb (property: on offer) (ενοίκιο ή πώληση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The house lists for a hundred and ninety thousand dollars.
Το σπίτι διατίθεται προς 190.000 δολάρια.

γέρνω

intransitive verb (ship: tilt, lean to the side)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You could see the ship list to starboard after it hit the iceberg.
Μπορούσες να δεις το πλοίο να γέρνει (or: κλίνει) προς τα δεξιά αφού χτύπησε το παγόβουνο.

κάνω λίστα με

transitive verb (make a list)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
List the items that you want me to buy.
Κάνε μια λίστα με τα πράγματα που θέλεις να σου αγοράσω.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του listing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του listing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.