Τι σημαίνει το lost στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lost στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lost στο Αγγλικά.

Η λέξη lost στο Αγγλικά σημαίνει που έχει χαθεί, χάνομαι, χαμένος, χαμένος, χάνομαι, χαμένος, στερημένος, χαμένος, χάνω, χάνω, χάνω, στερώ, χάνω, αποτυγχάνω, ξεχνάω, ξεχνώ, χάνω, χάνω, χάνω, ξεφεύγω από, διαφεύγω από, χάνω, αφήνω, διώχνω, χάνομαι, πάω στα τσακίδια, χάσου!, άντε χάσου!, χάσου από εδώ!, ζωές που χάθηκαν, χαμένος, που χάθηκε στη θάλασσα, χαμένη υπόθεση, χαμένη παιδική ηλικία, χαμένα παιδικά χρόνια, χάνω τα λόγια μου, χάνομαι από προσώπου γης, εξαφανίζομαι από προσώπου γης, χάνομαι στην πορεία, χάνομαι στο δρόμο, χαμένος στις σκέψεις του, χαμένο στη μετάφραση, νεκρή γλώσσα, χαμένη αγάπη, απολεσθέντα, Γραφείο Απολεσθέντων Αντικειμένων, στρατιώτης που έχασε τη ζωή του, χαμένος, απολωλός πρόβατο, έχω εξαφανιστεί από κπ/κτ, τμήμα απολεσθέντων, αναπληρώνω το χαμένο χρόνο, αμοιβαία τα αισθήματα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lost

που έχει χαθεί

adjective (object: misplaced)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'm trying to find my lost keys.
Προσπαθώ να βρω τα χαμένα κλειδιά.

χάνομαι

adjective (disorientated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My compass isn't working. I'm completely lost.
Η πυξίδα μου δε δουλεύει. Έχω χαθεί εντελώς.

χαμένος

adjective (figurative, informal (confused) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
You look lost. Make sure you read page one first.
Φαίνεσαι χαμένος. Φρόντισε να διαβάσεις πρώτα την αρχική σελίδα.

χαμένος

adjective (no longer known)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Tea and conversation is becoming a lost art.
Η κουβεντούλα με ένα φλιτζάνι τσάι είναι μια χαμένη συνήθεια.

χάνομαι

adjective (figurative, euphemism (killed) (μεταφορικά, ευφημισμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
So many young men were lost in the Great War.
Πολλοί νέοι άντρες χάθηκαν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

χαμένος

adjective (literary (damned) (λόγιος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Hell is supposedly full of lost souls.
Μην τον εμπιστεύεσαι. Είναι χαμένο κορμί.

στερημένος

adjective (figurative (bereft)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Shelly was lost after her parents passed away.

χαμένος

(figurative (engrossed: in [sth]) (μεταφορικά: σε κάτι)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
He was lost in his book.
Ήταν χαμένος στο βιβλίο του.

χάνω

transitive verb (misplace)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He lost his keys.
Έχασε τα κλειδιά του.

χάνω

transitive verb (fail to win)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They knew that they were going to lose the game.
Ήξεραν ότι θα έχαναν τον αγώνα.

χάνω

transitive verb (be deprived of: privilege, right)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They lost their right to use the library because they were so loud.
Έχασαν (or: Στερήθηκαν) το δικαίωμά να χρησιμοποιούν τη βιβλιοθήκη γιατί έκαναν πολλή φασαρία.

στερώ

transitive verb (cause the loss of) (κάτι από κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His lack of punctuality lost him his job.
Η έλλειψη συνέπειας τού στέρησε (or: κόστισε) τη δουλειά του.

χάνω

transitive verb (fail to keep: money)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We lost a thousand dollars in the stock market.
Χάσαμε χίλια δολάρια στο χρηματιστήριο.

αποτυγχάνω

intransitive verb (fail)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I can't do this job. I'm going to lose again.
Δεν μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά. Θα αποτύχω πάλι.

ξεχνάω, ξεχνώ

transitive verb (figurative, informal (forget)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What was her name? I've lost it for the moment.
Πώς τη λένε είπαμε; Το ξέχασα (or: έχασα) για μια στιγμή.

χάνω

transitive verb (figurative, informal (not make understand) (μτφ, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You are losing me. Can you say it again more slowly?
Με έχασες. Μπορείς να το πεις άλλη μια φορά πιο αργά;

χάνω

transitive verb (figurative, euphemism (be bereaved of: [sb]) (μτφ, ευφημισμός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She lost her husband to cancer two years ago.
Έχασε τον σύζυγό της από καρκίνο πριν από δύο χρόνια.

χάνω

transitive verb (waste)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you don't act now, you'll be losing a great opportunity.
Αν δεν ενεργήσεις τώρα, θα χάσεις μια πολύ σημαντική ευκαιρία.

ξεφεύγω από, διαφεύγω από

transitive verb (figurative, informal (evade)

The bandit lost the police when he entered the forest.
Ο κακοποιός ξέφυγε (or: διέφυγε) από την αστυνομία όταν μπήκε στο δάσος.

χάνω

transitive verb (clock: be slow by) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It's a lovely antique clock, but it loses about ten minutes per week.
Είναι πολύ ωραίο ρολόι αντίκα, αλλά χάνει γύρω στα δέκα λεπτά κάθε εβδομάδα.

αφήνω, διώχνω

transitive verb (slang, figurative (get rid of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You'd better lose that attitude.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κόψε το υφάκι γιατί δεν θα τα πάμε καλά.

χάνομαι

(be disorientated, go the wrong way)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I got lost trying to find your house; all the streets look the same around here.
Χάθηκα προσπαθώντας να βρω το σπίτι σου· όλοι οι δρόμοι εδώ γύρω μοιάζουν.

πάω στα τσακίδια

(figurative, slang (go away) (προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She told him to get lost.
Του είπε να πάει στα τσακίδια.

χάσου!, άντε χάσου!, χάσου από εδώ!

interjection (figurative, slang (go away!)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
You want to borrow more money from me when you haven´t repaid the last lot? Get lost!
Θέλεις να σου δανείσω κι άλλα χρήματα, όταν δεν έχεις επιστρέψει τα τελευταία που σου έδωσα; Χάσου από δω!

ζωές που χάθηκαν

plural noun (euphemism (number of deaths)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There were over 100 lives lost in the train derailment.

χαμένος

adjective (literary (missing for a long time)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που χάθηκε στη θάλασσα

adjective (missing in or on the ocean)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The divers found, on the ocean floor, the ship that had been lost at sea for several weeks.

χαμένη υπόθεση

noun ([sb], [sth] hopeless) (το γεγονός)

We may as well give up on the plan; it's a lost cause.

χαμένη παιδική ηλικία, χαμένα παιδικά χρόνια

noun (difficult early years) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χάνω τα λόγια μου

adjective (not knowing what to say) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάνομαι από προσώπου γης, εξαφανίζομαι από προσώπου γης

adjective (figurative (gone missing, disappear) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χάνομαι στην πορεία, χάνομαι στο δρόμο

adjective (figurative (internet, e-mail: disappeared) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμένος στις σκέψεις του

expression (thinking deeply)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαμένο στη μετάφραση

adjective (inadequately conveyed in another language)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Humor is often lost in translation.

νεκρή γλώσσα

noun (language that is no longer spoken) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Trying to understand a lost language is like breaking a code. The Rosetta Stone helped us decipher the lost language of the ancient Egyptians.
Το να προσπαθείς να καταλάβεις μια νεκρή γλώσσα είναι σα να σπας έναν κώδικα. Η Στήλη της Ροζέτας μας βοήθησε να αποκρυπτογραφήσουμε τη χαμένη γλώσσα των αρχαίων Αιγυπτίων.

χαμένη αγάπη

noun (romantic relationship that has ended)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

απολεσθέντα

noun (mislaid baggage)

(μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.)

Γραφείο Απολεσθέντων Αντικειμένων

noun (room for mislaid objects)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στρατιώτης που έχασε τη ζωή του

noun (casualty of war)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμένος

noun ([sb] without purpose) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He has been wandering around like a lost soul.

απολωλός πρόβατο

noun (religion: [sb] beyond salvation) (λόγιο, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He committed a mortal sin, and now the priest sees him as a lost soul.
Διέπραξε θανάσιμο αμάρτημα, και, τώρα, ο ιερέας τον θεωρεί απολωλός πρόβατο.

έχω εξαφανιστεί από κπ/κτ

verbal expression (figurative (beyond reach) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She used to be a committed Christian, but now she is lost to the Church.
Ήταν παλιά αφοσιωμένη χριστιανή, αλλά τώρα έχει εξαφανιστεί από την εκκλησία.

τμήμα απολεσθέντων

noun (place lost items are deposited)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αναπληρώνω το χαμένο χρόνο

verbal expression (compensate for past inaction)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Her father made up for lost time by buying her lots of presents.

αμοιβαία τα αισθήματα

noun (mutual dislike) (αρνητικό συναίσθημα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There's no love lost between those two. They've always hated each other.
Τα αισθήματα είναι αμοιβαία ανάμεσά σε αυτούς τους δύο. Πάντα μισούσαν ο ένας τον άλλο.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lost στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lost

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.