Τι σημαίνει το mal στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mal στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mal στο Γαλλικά.
Η λέξη mal στο Γαλλικά σημαίνει κακό, κακό, πόνος, άσχημα, κακά, άσχημα, ανακριβώς, εσφαλμένα, άθλια, λάθος δρόμος, άσχημα, κακά, απρεπώς, κακό, λάθος, μόλις που, ίσα που, άσχημα, κόπος, τραυματισμός, βλάβη, άσχημα, βλάβη, ζημιά, άσχημα, χάλια, λάθος, άσχημα, άσχημα, άσχημα, ασταθώς, κακό, συμφορά, προσπάθεια, έρχομαι σε αντίφαση, δεν συνάδω, κακό, δυσκολία, προσπάθεια, παρ-, αρνητικά, πρόβλημα, δεινό, βάσανο, λάθος, χαλαρά, πονάω, πονώ, άρρωστος, αμβλύς, που δεν βολεύει, που δεν είναι βολικός, χαλαρός, μπόσικος, μη δημοφιλής, παράφωνος, που ζει χωρίς αγάπη, που δε λαμβάνει αγάπη, άκαιρος, που πονάει, αμήχανος, ξάγρυπνος, με χαμηλό φωτισμό, νευρικά, ανήσυχα, διεκδίκηση, junk food, τζανκ φουντ, δυσ-, προστατεύω, πάω κατά διαόλου, λαβώνω, που πονάει, άγνωστος, που δεν είναι αρεστός, οξύθυμος, εριστικός, αθέμιτος, αδιάθετος, νοσταλγία, πονάω, πονώ, αρρωσταίνω, ακατάλληλος, ανάρμοστος, απρεπής, πόνος, βίαιος, περίεργα, παράξενα, ασαφής, αόριστος, άκαιρος, αγενής, οχετός, αγχωμένος, ακατάστατος, επίδοξος, άβολα, άβολα, αμήχανα, διαβόητος, περιβόητος, ανήσυχος, νευρικός, υποσιτισμένος, απεριποίητος, ατημέλητος, κακομαθημένος, αταίριαστος, που έχει ναυτία, που υποφέρει από ναυτία μέσα σε αυτοκίνητο, άχαρος, άκομψος, που αισθάνεται ναυτία, αδέξιος, που δεν έχει γίνει κατανοητός, που τον έχουν παρανοήσει, ακατάλληλος, μη ευθυγραμμισμένος, που ζαλίζεται, πονάνε τα πόδια μου, αισχρολόγος, βωμολόχος, χυδαιολόγος, κακόγουστος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mal
κακόnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Beaucoup de religieux croient au concept du bien et du mal. Πολλοί θρησκευόμενοι άνθρωποι πιστεύουν στις έννοιες του καλού και του κακού. |
κακόnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il opta pour le moindre des deux maux. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι πολίτες υπέφεραν πολλά δεινά, κατά τη διάρκεια της κρίσης. |
πόνος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Laura se plaint d'une douleur à l'une de ses dents. Η Λώρα παραπονιόταν για πόνο σε ένα από τα δόντια της. |
άσχημα, κακάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je suis désolé que les choses aient mal tourné pour toi. Λυπάμαι που τα πράγματα εξελίχθηκαν άσχημα
για σένα. |
άσχημαadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) J'étais fatigué et j'ai mal réussi l'examen. Ήμουν κουρασμένη και τα πήγα άθλια στο διαγώνισμα. |
ανακριβώς, εσφαλμένα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'élève a mal répondu à la question. |
άθλιαadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
λάθος δρόμος(comprendre, prendre...) |
άσχημα, κακάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je joue très mal du piano. Παίζω πιάνο πολύ άσχημα. |
απρεπώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je suis désolé, je ne voulais pas mal parler. Συγγνώμη, δεν ήθελα να μιλήσω με απρέπεια. |
κακό
Le pasteur mit son oratoire en garde contre les forces du mal. Ο ιεροκήρυκας προειδοποίησε το ποίμνιό του ενάντια στις δυνάμεις του κακού. |
λάθοςadjectif (immoral) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) La plupart des gens pensent que voler est mal. Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι το να κλέβεις είναι λάθος. |
μόλις που, ίσα πουadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Après l'effondrement des marchés, la compagnie pouvait mal se permettre de la mauvaise publicité. Μετά το κραχ της αγοράς η επιχείρηση δύσκολα μπορούσε να αντέξει την αρνητική δημοσιότητα. |
άσχημα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ο Σον είχε την τάση να μιλάει άσχημα για τους γείτονές του. |
κόπος(donner du) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ce boulot me donne beaucoup de mal. Αυτή η δουλειά παραείναι μεγάλος μπελάς. |
τραυματισμόςnom masculin (physiquement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Heureusement, personne ne s'est fait mal dans l'accident. Ευτυχώς κανείς δεν υπέστη σωματική βλάβη στο ατύχημα. |
βλάβη(affectif, émotionel) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sue a avoué qu'elle avait eu mal du fait de l'infidélité de son mari. |
άσχημαadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les enfants se tiennent mal quand ils sont trop fatigués. Τα παιδιά συμπεριφέρονται άσχημα
όταν είναι κατάκοπα. |
βλάβη, ζημιάnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'exploitation minière a vraiment fait du mal à la planète. Το κακό που κάνει στο περιβάλλον η εξόρυξη είναι πολύ μεγάλο. |
άσχημαadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les détenus de cette prison thaïlandaise étaient mal traités. Τους κρατούμενους στην Ταϋλανδέζικη φυλακή τους συμπεριφέρονταν άσχημα. |
χάλια(καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Fiona se sentait mal d'avoir rompu avec Charles, mais elle ne l'aimait plus. |
λάθοςadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle se tient mal. Elle devrait avoir plus de respect pour elle-même. |
άσχημαadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il parle mal à sa femme des fois. |
άσχημαadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le vieil homme portait toujours des vêtements qui lui allaient mal. // Nous avons été mal informés par la compagnie d'assurance. |
άσχημαadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ray se sentait mal suite à l'accident qu'il avait causé. |
ασταθώς(attaché, fixé,...) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κακόnom masculin Je connais la différence entre le bien et le mal. |
συμφοράnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il souhaitait le plus grand mal à son adversaire. |
προσπάθειαnom masculin (effort) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έρχομαι σε αντίφαση, δεν συνάδωadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κακόnom masculin (méchanceté) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le mal (or: Le tort) commis envers un innocent ne peut jamais être réparé. Το κακό που γίνεται στους αθώους δεν μπορεί με τίποτα να αντισταθμιστεί. |
δυσκολία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai eu quelques difficultés à mettre la clé dans la porte. Είχε πρόβλημα να βάλει το κλειδί στην πόρτα. |
προσπάθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il a fait l'effort de nettoyer la cuisine, mais elle n'était toujours pas très propre. |
παρ-
Par exemple : malentendu |
αρνητικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πρόβλημα, δεινό, βάσανο(μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le poète mélancolique souffrait d'une maladie de l'esprit. |
λάθος(avec des fautes) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tu as épelé ce mot incorrectement. Έγραψες αυτήν τη λέξη λανθασμένα. |
χαλαρά(vêtement) (για ρούχα) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πονάω, πονώ(partie du corps) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les jambes d'Audrey lui faisaient mal après la longue randonnée. Τα πόδια της Ώντρεϋ πονούσαν μετά από τη μεγάλη πεζοπορία. Αφού μετέφερε βαριά έπιπλα όλη την ημέρα, το σώμα του Τζιμ πονούσε. |
άρρωστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je ne peux pas venir au bureau aujourd'hui, je suis malade. Maria a amené le chiot malade chez le vétérinaire. Δεν μπορώ να έρθω στο γραφείο σήμερα. Είμαι άρρωστη. Η Μαρία πήγε το άρρωστο κουτάβι στον γιατρό. |
αμβλύς
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Utilise la tranche émoussée du couteau pour écraser le fruit. Χρησιμοποίησε την αμβλεία πλευρά του μαχαιριού για να ζουλήξεις το φρούτο. |
που δεν βολεύει, που δεν είναι βολικός(moment) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η Σάρα είπε στον Τιμ ότι θα ήθελε να βγει ραντεβού μαζί του, αλλά δεν βόλευε η ώρα. |
χαλαρός, μπόσικος(corde,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La corde était lâche et Malcolm s'est rendu compte que Peter l'avait probablement lâchée à l'autre bout. Το σκοινί ήταν χαλαρό και η Μάλκολμ συνειδητοποίησε πως ο Πήτερ πρέπει να είχε αφήσει την άλλη άκρη. |
μη δημοφιλής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle était impopulaire à l’école à cause de ses moqueries. Δεν ήταν δημοφιλής στο σχολείο γιατί κορόιδευε τους άλλους. |
παράφωνος(couleurs, sons) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που ζει χωρίς αγάπη, που δε λαμβάνει αγάπη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άκαιρος(moment) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που πονάει
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je déteste voir ma fille souffrir. |
αμήχανος(personne, sourire...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξάγρυπνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με χαμηλό φωτισμό(luire, être éclairé) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La pièce était faiblement éclairée par des bougies. |
νευρικά, ανήσυχα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
διεκδίκηση(με άδικο τρόπο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
junk food, τζανκ φουντ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Les gens qui mangent trop de cochonneries souffrent de nombreux problèmes de santé graves. Όσοι τρώνε πολύ τζανκ φουντ πάσχουν από πολλά σοβαρά προβλήματα υγείας. |
δυσ-préfix Par exemple : malveillant, mal formé |
προστατεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Victor était prêt à risquer sa vie pour protéger sa fille (du mal). |
πάω κατά διαόλου(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λαβώνω(λόγιος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
που πονάει(gorge, yeux,…) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tina avait un rhume ; son nez coulait et sa gorge était irritée. Η Τίνα κρύωσε. Έτρεχε η μύτη της και πονούσε ο λαιμός της. |
άγνωστος(pas reconnu) (σε κπ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le groupe a joué une chanson qui m’était inconnue. Η μπάντα άρχισε να παίζει μια μελωδία που μου ήταν άγνωστη. |
που δεν είναι αρεστός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le maire avait été prévenu que les réglementations seraient impopulaires. |
οξύθυμος, εριστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce marin est bourru mais pas méchant. Son frère est plus hargneux. |
αθέμιτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Certaines personnes considèrent le sexe avant le mariage comme un comportement illicite. |
αδιάθετος(familier) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je ne suis pas allé au boulot aujourd'hui parce que je suis patraque (or: mal fichu). Δεν πήγα στη δουλειά σήμερα γιατί είμαι αδιάθετος. |
νοσταλγία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πονάω, πονώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle souffrait après sa blessure au cou. |
αρρωσταίνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ακατάλληλος, ανάρμοστος, απρεπής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ses remarques inappropriées (or: mal à propos) nous ont tous embarrassés. Οι ανάρμοστες παρατηρήσεις του μας έφεραν όλους σε δύσκολη θέση. |
πόνος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βίαιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
περίεργα, παράξενα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je me sens un peu patraque ; je crois que je devrais aller m'allonger. |
ασαφής, αόριστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le livre est plein d'idées vagues ; il n'est pas prêt à être publié. |
άκαιρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αγενής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
οχετός(figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αγχωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Traverser cette rue me rend nerveuse. Είμαι πάντα αγχωμένος όταν πρέπει να διασχίσω έναν δρόμο που έχει κίνηση. |
ακατάστατος(lieu) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Paul a puni son fils parce que sa chambre était en désordre (or: mal rangé). Ο Πωλ έβαλε τιμωρία τον γιο του επειδή το δωμάτιό του ήταν ακατάστατο. |
επίδοξος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η Ρόουζ αγωνίζεται να γίνει θεατρική συγγραφέας. Ελπίζει το έργο της να αναγνωριστεί κάποτε. |
άβολα(physiquement) (είμαι, νιώθω κ.λπ.) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Beth n'était pas bien installé dans la chaise dure. Η Μπεθ ένιωθε άβολα που καθόταν στην σκληρή καρέκλα. |
άβολα, αμήχαναadjectif (personne) (νιώθω) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ann se sentait mal à l'aise lorsque son patron regardait par-dessus son épaule pendant qu'elle travaillait. Η Αν ένιωθε αμήχανα όταν το αφεντικό της στεκόταν πίσω της και την παρακολουθούσε ενώ εκείνη δούλευε. |
διαβόητος, περιβόητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le gangster tristement célèbre a été arrêté à Los Angeles la semaine dernière. Ο διαβόητος (or: περιβόητος) γκάνγκστερ συνελήφθη στο Λος Άντζελες την περασμένη εβδομάδα. |
ανήσυχος, νευρικός(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υποσιτισμένοςlocution adjectivale (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
απεριποίητος, ατημέλητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'homme qui toquait à la porte avait l'air débraillé. |
κακομαθημένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αταίριαστος(objets) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που έχει ναυτία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Evelyn a eu le mal de mer sur le bateau. |
που υποφέρει από ναυτία μέσα σε αυτοκίνητο
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άχαρος, άκομψος(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που αισθάνεται ναυτία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je me suis senti nauséeux après avoir bu du lait périmé sans faire exprès. |
αδέξιος(geste) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που δεν έχει γίνει κατανοητός, που τον έχουν παρανοήσειlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακατάλληλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μη ευθυγραμμισμένοςadjectif (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
που ζαλίζεταιlocution verbale (στο αεροπλάνο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je ne peux pas prendre l'avion, j'ai le mal de l'air. |
πονάνε τα πόδια μουverbe intransitif (κούραση) J'ai mal aux pieds d'avoir tant marché ! |
αισχρολόγος, βωμολόχος, χυδαιολόγος(figuré) (αυτός που μιλάει χυδαία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κακόγουστοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mal στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του mal
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.