Τι σημαίνει το mesure στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mesure στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mesure στο Γαλλικά.
Η λέξη mesure στο Γαλλικά σημαίνει μέτρο, μέτρο, μέτρο, μέτρο, μετρημένος, ανάγνωση, μέτρηση, μέτρο σύγκρισης, μέτρηση, ψυχρός, μετρημένος, υπολογισμένος, μετρημένος, συγκρατημένος, μέτρηση, μπάλα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μέτριος, μέτρηση, μέρος, βαθμός, μετρώ, μετράω, μετρώ, είμαι, μετράω, μετρώ, καταγράφω, μετράω, μετρώ, ποσοτικοποιώ, δόση, μετρικό σύστημα, αντίποινα, ημίμετρο, ύψος, όγκος, αντίμετρο, ανικανότητα, ανεπάρκεια, αντίμετρο, κατά παραγγελία, κατά παραγγελία, κατά παραγγελία, κατά παραγγελία, ειδική παραγγελία, που έχει ύψος 1.80, ειδικά φτιαγμένος, κατά παραγγελία, σε μεγάλο βαθμό, σε κάποιο βαθμό, σε κάποιο βαθμό, μερικώς, σε κάποιο βαθμό, σε ένα βαθμό, ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέρος, σε ένα βαθμό, σε ένα ποσοστό, στον ίδιο βαθμό, σε αυτό το βαθμό, σε αυτό το σημείο, σε ποιόν βαθμό, στο βαθμό που, στο μέτρο που, στο βαθμό που, στο μέτρο που, που είναι πολύ διαφορετικός από κτ, προς όφελος, προσαρμοσμένος στις ανάγκες, σε κάποιο βαθμό, πειθαρχική κύρωση, πειθαρχική ποινή, περιοριστικά μέτρα, χοντρική εκτίμηση, απονομή χάριτος, ακριβής ποσότητα, μετρητής, όργανο μέτρησης, προληπτικό μέτρο, προσωρινή ρύθμιση, προσωρινό μέτρο, τρία τέταρτα, δύο τέταρτα, δύο δεύτερα, διαστολή, διορθωτική κίνηση, ειδική παραγγελία, ασφαλιστικά μέτρα, όργανο μέτρησης, όργανο μετρήσεως, περιοχή μετρήσεων, τροχός για μέτρηση, προοδευτικό μέτρο, ασφαλιστικό μέτρο, μέτρηση βάρους, μουσικός ρυθμός 4/4, φτιάχνω κτ κατά παραγγελία, ανάλογος, αντίστοιχος, εξατομικευμένος, υπερβολικός, που φτιάχνει ή πουλά ρούχα κατά παραγγελία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mesure
μέτροnom féminin (action) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cette mesure est nécessaire pour assurer la sécurité de tous les employés. Αυτό το μέτρο είναι απαραίτητο για την ασφάλεια όλων των εργαζομένων. |
μέτροnom féminin (Musique) (μουσική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le compositeur fredonna quelques mesures de sa dernière chanson. |
μέτρο(loi, décret) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La mesure a été approuvée en commission. Το μέτρο εγκρίθηκε από το νομοθετικό σώμα. |
μέτροnom féminin (Musique) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μετρημένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La longueur mesurée de la piste était d'un kilomètre. |
ανάγνωσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μέτρησηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μέτρο σύγκρισης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) L'université utilise l'examen comme un indicateur pour mesurer les progrès faits par les étudiants. |
μέτρηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le scientifique écrivit les mesures prises par ses instruments. Ο επιστήμονας σημείωσε τις μετρήσεις από τα όργανά του. |
ψυχρόςadjectif (manières, propos : figuré) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le chasseur suit sa proie avec des mouvements mesurés. |
μετρημένος, υπολογισμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le soldat avançait à pas mesuré. |
μετρημένος, συγκρατημένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le gouvernement a apporté une réponse mesurée à la crise. |
μέτρηση(action) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La prise de mesure peut être difficile lorsque le sujet bouge. Η μέτρηση μπορεί να είναι δύσκολη όταν το υποκείμενο είναι εν κινήσει. |
μπάλα(παγωτό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ces tasses vous aideront à obtenir une mesure précise de liquide. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Μπιλ πήρε μια μπάλα παγωτό σοκολάτα και μια μπάλα παγωτό βανίλια. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nom féminin (Musique) |
μέτριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les hivers dans la région sont modérés. Οι χειμώνες στην περιοχή είναι ήπιοι. |
μέτρηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μέρος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mélanger une quantité de ciment à deux quantités d'eau. |
βαθμός(figuré) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Je ne sais pas trop à quel degré il croit ce qu'il raconte. Δεν είμαι σίγουρος σε τι βαθμό πιστεύει αυτά που λέει. |
μετρώverbe transitif (dimensions) (με όργανο μέτρησης) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je dois mesurer le bois avant la découpe. Πρέπει να πάρω μέτρα πριν κόψω το ξύλο. |
μετράω, μετρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
είμαιverbe intransitif (personne) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Agnes mesure 1,52 m sans ses chaussures. Η Άγκνες είναι 1,52 χωρίς τα παπούτσια της. |
μετράω, μετρώ(précis) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu devrais mesurer la surface au sol avant de commander la moquette. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρέπει να σου πάρουμε τα μέτρα για το φόρεμα της παρανύφου. |
καταγράφωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les géologues vont mesurer (or: enregistrer) l'activité sismique et analyser ces données pour vous. |
μετράω, μετρώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le thermomètre mesurait la température du moteur. Το θερμόμετρο μέτρησε τη θερμοκρασία του κινητήρα. |
ποσοτικοποιώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu ne peux quantifier (or : mesurer) l'amour. |
δόση(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il avait juste une dose de curiosité pour le sujet. Είχε μια μικρή μόνο δόση περιέργειας σχετικά με το ζήτημα. |
μετρικό σύστημαnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Le litre est une unité de mesure pour les liquides. Το λίτρο είναι ένα μετρικό σύστημα για τα υγρά. |
αντίποιναnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
ημίμετροnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ύψος(d'une personne) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
όγκος(volume de bois coupé) (σε cord) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αντίμετροnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les contre-mesures du gouvernement ne semblent pas marcher. |
ανικανότητα, ανεπάρκεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αντίμετροnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κατά παραγγελίαlocution adjectivale (vêtement) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
κατά παραγγελία(vêtement) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le millionnaire ne porte que des costumes sur mesure. |
κατά παραγγελίαlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un ordinateur sur mesure serait conçu à partir de composants choisis par l'acheteur. |
κατά παραγγελίαlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ces étagères sont faites sur mesure pour entrer dans cette alcôve dans le salon. |
ειδική παραγγελίαlocution adjectivale On a acheté ces moulures de plafond taillées sur mesure donc c'était rapide à installer. |
που έχει ύψος 1.80(κυριολεκτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ειδικά φτιαγμένοςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατά παραγγελίαlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε μεγάλο βαθμόlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les humains partagent l'ADN des chimpanzés dans une large mesure. |
σε κάποιο βαθμόlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) L'intelligence est déterminée par la génétique, dans une certaine mesure. |
σε κάποιο βαθμόlocution adverbiale Tu dois admettre ta responsabilité dans une certaine mesure. Nous souffrons tous, dans une certaine mesure, quand nous sommes loin de nos proches. Πρέπει να παραδεχθείς ότι φταις σε κάποιο βαθμό. Όλοι υποφέρουμε σε κάποιο βαθμό, όταν είμαστε μακριά από τους αγαπημένους μας. |
μερικώς, σε κάποιο βαθμόlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε ένα βαθμόlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ελαφρώς, σε μικρό βαθμό, κατά ένα μικρό μέροςlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε ένα βαθμό, σε ένα ποσοστόlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je suis satisfait du travail que tu as fait seulement dans une certaine mesure. |
στον ίδιο βαθμόlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
σε αυτό το βαθμό, σε αυτό το σημείο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε ποιόν βαθμό
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Dans quelle mesure pensez-vous que ce programme heurtera la sensibilité des jeunes spectateurs ? Σε ποιόν βαθμό πιστεύεις ότι θα επηρεάσει το πρόγραμμα τους νέους; |
στο βαθμό που, στο μέτρο πουlocution conjonction (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Ils étaient rivaux dans la mesure où ils avaient tous deux publié des travaux sur le sujet. // Les règles, dans la mesure où elles existent, sont généralement ignorées. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ήταν αντίπαλοι στο βαθμό που είχαν εκδώσει και οι δύο εργασίες στο ίδιο θέμα. Οι κανόνες - στο βαθμό που υπάρχουν - γενικά αγνοούνται. |
στο βαθμό που, στο μέτρο πουlocution conjonction (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les deux idées, dans la mesure où elles peuvent être appelées « idées », sont toutes aussi absurdes l'une que l'autre. |
που είναι πολύ διαφορετικός από κτlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La vie au Canada est sans commune mesure avec ce qu'elle connaît en Haïti. Η ζωή στον Καναδά δεν έχει καμία σχέση με αυτή που είχε συνηθίσει στην Αϊτή. |
προς όφελος(de sécurité) (με γενική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Par mesure de sûreté, vous devriez toujours garder votre ceinture attachée. Προς όφελος των καλών σχέσεων, είναι σημαντικό να τα πηγαίνεις καλά με τους γείτονές σου. Προς όφελος της ασφάλειας, θα πρέπει πάντα να βάζεις τη ζώνη ασφαλείας. |
προσαρμοσμένος στις ανάγκεςlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
σε κάποιο βαθμόlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πειθαρχική κύρωση, πειθαρχική ποινήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les coups de bâton ne sont plus considérés comme une mesure disciplinaire appropriée. |
περιοριστικά μέτρα(Can surtout) |
χοντρική εκτίμησηnom féminin Vous pouvez avoir une mesure approximative du caractère des personnes en étudiant leurs actions. |
απονομή χάριτοςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ακριβής ποσότηταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μετρητής, όργανο μέτρησηςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il me faudrait une sorte d'instrument de mesure pour évaluer la profondeur de l'eau. |
προληπτικό μέτρο
Certaines femmes prennent la pilule comme mesure préventive contre les grossesses non désirées. |
προσωρινή ρύθμισηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσωρινό μέτροnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τρία τέταρταnom féminin (Musique) (μουσική) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
δύο τέταρταnom féminin (Musique) (μουσική) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
δύο δεύτεραnom féminin (Musique) (μουσική) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Dans la signature, la mesure à 2/2 est souvent représentée par un C barré. |
διαστολήnom féminin (μουσική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διορθωτική κίνηση(μεταφορικά) |
ειδική παραγγελίαnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ασφαλιστικά μέτραnom féminin |
όργανο μέτρησης, όργανο μετρήσεωςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περιοχή μετρήσεωνnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τροχός για μέτρησηnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προοδευτικό μέτροnom féminin |
ασφαλιστικό μέτροnom féminin (συνήθως πληθυντικός) |
μέτρηση βάρουςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μουσικός ρυθμός 4/4nom féminin (Musique) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
φτιάχνω κτ κατά παραγγελίαverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Comme il n'aimait pas les bureaux en vente, il en a fait fabriquer un sur mesure. |
ανάλογος, αντίστοιχος(quantité qui varie) (με κάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Leur salaire est proportionnel à la charge de travail qu'ils réalisent. Η πληρωμή τους είναι ανάλογη με τη δουλειά που κάνουν. |
εξατομικευμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Diane suit un programme de régime personnalisé. Η Νταϊάν ακολουθεί ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα διατροφής. |
υπερβολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που φτιάχνει ή πουλά ρούχα κατά παραγγελίαlocution adjectivale (vêtement) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mesure στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του mesure
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.