Τι σημαίνει το met στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης met στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του met στο Γαλλικά.
Η λέξη met στο Γαλλικά σημαίνει βάζω, φοράω, φορώ, φοράω, βάζω, -, βάζω, φοράω, φορώ, τοποθετώ, ακουμπάω, ποντάρω, φοράω, φορώ, φοράω, φορώ, βάζω, φοράω, βάζω, φοράω, φορώ, βάζω, τσοντάρω, αφήνω, τσοντάρω, βάζω, βάζω, ορίζω, χρεώνω, στρώνω, τακτοποιώ, στήνω, χώνω κτ σε κτ, παραχώνω κτ σε κτ, τοποθετώ, απλώνω, αποθέτω, εκθέτω, παρουσιάζω, βάζω, σφραγίζω,επιθέτω σφραγίδα σε, ανάβω, κλειδωμένος, βάζω, συντονίζω, συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω, τσοντάρω, βγάζω με την κουτάλα, βάζω με την κουτάλα, προβάρω, φυτεύω, απλώνω, φοράω, σταυρώνω, είμαι κόκκινο πανί, τέλος, ψυχή του γλεντιού, θυμός, βγάζω προς ενοικίαση, διαθέτω προς ενοικίαση, βγάζω προς ενοικίαση, εφαρμόζω, παίρνω, βλέπω κτ στις σωστές του διαστάσεις, καθιερώνομαι, σκίζω, τα παίρνω στο κρανίο, τα παίρνω, τερματίζω, διακόπτω, αναποδογυρίζω, κάνω κπ Τούρκο, παίρνω όλα τα χρήματα κπ, χουφτώνω, εξοργίζομαι, θυμώνω, με πιάνει πανικός, δίνω κλοτσιά σε κπ, ρίχνω κλοτσιά σε κπ, μαλώνω, προτρέχω, ρίχνω φως σε κτ, θυμώνω, βρίσκω καταφύγιο, προσβάλλομαι, γονατίζω, θυμώνω, νευριάζω, ξεκινάω, αρχίζω, χώνω τη μύτη μου, ξεκινώ, φεύγω, ξεκινώ, αρχίζω, παίρνω προβάδισμα, ακολουθώ, κατεβάζω, εντοπίζω, προσδιορίζω, χαστουκίζω, καβαλάω, καβαλώ, διοργανώνω, σχίζω, σκίζω, καταργώ, βάζω χειροπέδες σε κπ, περνάω χειροπέδες σε κπ, προκαλώ απέχθεια, προκαλώ εχθρότητα, κατασπαράσσω, τυποποιώ, χορογραφώ, παραγοντοποιώ, απομονώνω, περιθωριοποιώ, θέτω στον πληθυντικό, αποδίδω στον πληθυντικό, ξαναεπενδύω, παρεμποδίζω, παρακωλύω, ζωντανεύω, ζωηρεύω, ζωντανεύω, νοικιάζω, παρακολουθώ, κατασκοπεύω, ανάβω, ανοίγω, ανάβω, ανοίγω, καθαρογράφω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης met
βάζωverbe transitif (en ordre,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il mit toutes ses affaires en ordre avant de partir pour l'Australie. Έβαλε σε τάξη όλες τις υποθέσεις του πριν φύγει για την Αυστραλία. |
φοράω, φορώverbe transitif (des vêtements) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Que vais-je mettre aujourd'hui ? Τι να βάλω σήμερα; |
φοράω(vêtements) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vous mettez du combien ? |
βάζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mettons John au travail sur cette tâche. |
-verbe transitif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Vous devriez mettre vos compétences linguistiques au service de la traduction ou de l'interprétariat. Θα πρέπει να εφαρμόσεις τις γλωσσικές δεξιότητές σου όταν μεταφράζεις ή κάνεις διερμηνεία. |
βάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mettons fin à cette dispute. Ας δώσουμε ένα τέλος σε αυτή τη διαφωνία. |
φοράω, φορώverbe transitif (du maquillage) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cette fille est trop jeune pour mettre du maquillage. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Με εκνευρίζει όταν βλέπω δεκαπεντάχρονα κοριτσάκια να φοράνε κραγιόν. |
τοποθετώ, ακουμπάωverbe transitif (un objet,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il mit son verre sur le bord de la table. Έβαλε το ποτήρι στην άκρη του τραπεζιού. |
ποντάρωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je crois que je vais mettre (or: placer) vingt dollars sur cette jument. Je pense qu'elle va gagner. |
φοράω, φορώverbe transitif (des chaussures) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quelles chaussures devrais-je porter (or: mettre) ? |
φοράω, φορώverbe transitif (des vêtements) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Amanda porte (or: met) du noir la plupart du temps. |
βάζωverbe transitif (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le marchand a ajouté un coût supplémentaire de transport à l'article acheté. |
φοράω, βάζω(ρούχα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Έβαλε ένα πουλόβερ και τζιν και πήγε να ερευνήσει το θόρυβο. |
φοράω, φορώverbe transitif (un vêtement) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a mis une jolie petite robe pour aller à la fête. |
βάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mets cette soupe à chauffer deux minutes au micro-ondes. Βάλε απλά τη σούπα στο φούρνο μικροκυμάτων και βράσε τη για ένα δυο λεπτά. |
τσοντάρω(familier : de l'argent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ζητάμε σε όλους να τσοντάρουν 5 δολάρια για το δώρο του αφεντικού. |
αφήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τσοντάρωverbe transitif (de l'argent) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont chacun mis 100 euros et ont offert un voyage en Grèce à leur mère. Ο καθένας τους έβαλε 100 Ευρώ και έκαναν δώρο στη μητέρα τους ένα ταξίδι στην Ελλάδα. |
βάζωverbe transitif (de la musique) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu pourrais mettre un CD ? J'aimerais bien un peu de musique. Βάζεις κανένα CD; Θα μου άρεσε ν' ακούσω λίγη μουσική. |
βάζωverbe transitif (de l'essence) (βενζίνη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Petra mit de l'essence dans le réservoir de sa voiture. Η Πέτρα έβαλε πετρέλαιο στο ντεπόζιτο του αυτοκινήτου της. |
ορίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les responsables syndicaux ont mis fin à la grève après deux semaines. |
χρεώνωverbe transitif (sur une note, un compte) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu peux le mettre sur ma note ? |
στρώνωverbe transitif (la table, le couvert) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les enfants, venez mettre la table pour le dîner. Nous avons besoin d'assiettes et de bols. |
τακτοποιώ, στήνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a mis les pièces d'échecs en place. |
χώνω κτ σε κτ, παραχώνω κτ σε κτ
Mets ça dans ta poche avant que quelqu'un ne le voie. |
τοποθετώ, απλώνω, αποθέτωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En général, il met (or: il pose) les plans sur la table. Συνήθως αραδιάζει (or: ακουμπάει) τα σχέδια στο τραπέζι. |
εκθέτω, παρουσιάζω(une affiche, photo,…) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a accroché une photo pour la montrer aux visiteurs. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εξέθεσε μια φωτογραφία για να τη βλέπουν οι επισκέπτες. |
βάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Adrian a mis le journal sous son bras. Ο Άντριαν έβαλε την εφημερίδα κάτω από την μασχάλη του. |
σφραγίζω,επιθέτω σφραγίδα σεverbe transitif (une étiquette) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανάβωverbe transitif (un appareil,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mets (or: Allume) les phares, s'il te plaît. Il commence à faire nuit. Θα ανάψεις τα φώτα; Αρχίζει να σκοτεινιάζει. |
κλειδωμένοςlocution verbale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βάζωverbe transitif (Automobile) (ταχύτητα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mike a mis (or: passé) la première et a filé. |
συντονίζωverbe transitif (Radio, TV : une station, chaîne) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan a réglé la radio sur sa station préférée. Ο Νταν συντόνισε το ραδιόφωνο στον αγαπημένο του σταθμό. |
συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρωverbe transitif (de l'argent) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si tout le monde met 15 livres, cela paiera la facture. Εάν συνεισφέρουμε όλοι 15 λίρες θα καλύψουμε τον λογαριασμό. |
τσοντάρωverbe transitif (de l'argent) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les parents de Charlotte lui ont donné 1 000 livres pour ses frais de voyage. Οι γονείς της Σαρλότ τσόνταραν 1000 λίρες για τα έξοδα του ταξιδιού της. |
βγάζω με την κουτάλα, βάζω με την κουτάλαverbe transitif (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Karen a mis la glace dans un bol. Η Κάρεν έβαλε το παγωτό σε ένα μπολ. |
προβάρωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mettons (or: posons) ce pull sur ce mannequin. Ας προβάρουμε αυτό το πουλόβερ σε εκείνο το μανεκέν. |
φυτεύωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mafia a placé le corps dans la voiture de Jerry pour le faire accuser. |
απλώνω(étaler : une crème,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Appliquez de la crème solaire avant d'aller dehors. Σε παρακαλώ βάλε αντηλιακό πριν βγεις έξω. |
φοράωverbe transitif (chaussures) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je mets (or: Je chausse) du 39 en bottes, mais du 38 en chaussures. |
σταυρώνωverbe transitif (figuré) (μτφ: κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'opposition va faire payer (or: mettre au pilori) ce politicien pour ses actions. |
είμαι κόκκινο πανί(μεταφορικά) |
τέλος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ψυχή του γλεντιού(un peu vieilli) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'adore traîner avec Mark, c'est un vrai boute-en-train ! |
θυμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βγάζω προς ενοικίαση, διαθέτω προς ενοικίαση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βγάζω προς ενοικίαση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je ne sais pas si je dois vendre ma maison ou la louer (or: la mettre en location). |
εφαρμόζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les nouvelles réglementations doivent encore être appliquées. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu peux me dire où je pourrais trouver une montre comme la tienne ? Tu dois trouver une copie de son certificat de naissance. Μπορείς να μου πεις πού μπορώ να βρω ένα ρολόι σαν το δικό σου; Χρειάζεται να πάρεις ένα αντίγραφο του πιστοποιητικού γεννήσεως του. |
βλέπω κτ στις σωστές του διαστάσεις(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καθιερώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il a fallu du temps pour que la nouvelle organisation se mette en place. Πήρε πολλά χρόνια μέχρι να καθιερωθεί το καινούριο σύστημα. |
σκίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le chien a déchiqueté mon oreiller. Le lion a déchiqueté sa proie. Το λιοντάρι ξέσκισε τη λεία του. |
τα παίρνω στο κρανίο, τα παίρνω(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τερματίζω, διακόπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναποδογυρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω κπ Τούρκο(μεταφορικά) |
παίρνω όλα τα χρήματα κπ(figuré, familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χουφτώνω(familier) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξοργίζομαι, θυμώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
με πιάνει πανικός
|
δίνω κλοτσιά σε κπ, ρίχνω κλοτσιά σε κπ(familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαλώνω(familier : mots) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προτρέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ρίχνω φως σε κτ(figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θυμώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βρίσκω καταφύγιο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσβάλλομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γονατίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ben s'est agenouillé et a regardé sous la table. Ο Μπεν γονάτισε και κοίταξε κάτω από το τραπέζι. |
θυμώνω, νευριάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je m'énerve quand les gens sont impolis et odieux. Θυμώνω (or: νευριάζω) όταν οι άνθρωποι είναι αγενείς και ενοχλητικοί. |
ξεκινάω, αρχίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On ferait mieux de commencer avant qu'il fasse noir. Καλό θα ήταν να ξεκινήσουμε πριν αρχίσει να σκοτεινιάζει. |
χώνω τη μύτη μου(familier) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξεκινώ, φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) On devra partir très tôt pour éviter les bouchons des heures de pointe. Θα πρέπει να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς για να αποφύγουμε την κίνηση την ώρα αιχμής. |
ξεκινώ, αρχίζω(ταξίδι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils sont partis pour Londres tôt le lendemain matin. // Nous partirons à 5 h du matin. Ξεκίνησαν για το Λονδίνο νωρίς την επόμενη μέρα. Θα ξεκινήσουμε στις πέντε το πρωί. |
παίρνω προβάδισμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακολουθώ(σχέδιο, πρόγραμμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mairie va exécuter (or: mener à bien) ses projets d'élargissement de la route. |
κατεβάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a descendu le carton de l'étagère. Κατέβασε το κουτί από το ράφι. |
εντοπίζω, προσδιορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί γιατί ακριβώς προέκυψε αυτό το πρόβλημα. |
χαστουκίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Γουέντυ χαστούκισε τον Καρλ όταν έμαθε πως την απατούσε. |
καβαλάω, καβαλώ(une moto, un vélo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο νεαρός γύρισε την καρέκλα ανάποδα και την καβάλησε. |
διοργανώνω(un événement) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bill organise une fête pour le cinquantième anniversaire d'Ellen. Vanessa organise l'assemblée générale annuelle de l'entreprise. Ο Μπιλ σχεδιάζει το πάρτι γενεθλίων για τα 50 χρόνια της Έλεν. Η Βανέσσα οργανώνει την ετήσια γενική συνέλευση της εταιρείας. |
σχίζω, σκίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand elle s'en aperçut, elle lui déchira tous ses vêtements. |
καταργώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La société s'est engagée à abolir ces pratiques déloyales. Η εταιρεία έχει υποσχεθεί να εξαλείψει (or: απαλείψει) αυτές τις άδικες πρακτικές. |
βάζω χειροπέδες σε κπ, περνάω χειροπέδες σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Au Moyen Âge, les détenus étaient enchainés dans un cachot. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η αστυνομία του έβαλε χειροπέδες (or: πέρασε χειροπέδες) και τον οδήγησε στο πίσω μέρος του ημιφορτηγού. |
προκαλώ απέχθεια, προκαλώ εχθρότητα(σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατασπαράσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le dompteur de lion a été mutilé par un des lions. |
τυποποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Des enseignants ont été envoyés dans les îles périphériques du pays afin de standardiser la langue nationale. |
χορογραφώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραγοντοποιώ(Mathématiques) (μαθηματικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απομονώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περιθωριοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θέτω στον πληθυντικό, αποδίδω στον πληθυντικό(Grammaire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξαναεπενδύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρεμποδίζω, παρακωλύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ça m'a vraiment retardé de perdre mon travail. Πραγματικά με πήγε πίσω το ότι έχασα την δουλειά μου. |
ζωντανεύω(une soirée, un événement) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ζωηρεύω, ζωντανεύω(un lieu) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Des touches de couleurs vives permettraient d'égayer cette pièce. |
νοικιάζω(être propriétaire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παρακολουθώ, κατασκοπεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανάβω, ανοίγω(la lumière, un appareil) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανάβω, ανοίγω(la lumière, la télévision) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Carl a allumé la radio pour écouter les informations. |
καθαρογράφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Παρακαλώ καθαρόγραψε τις σημειώσεις σου από την παρακολούθηση στην τάξη. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του met στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του met
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.