Τι σημαίνει το moment στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης moment στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του moment στο Γαλλικά.
Η λέξη moment στο Γαλλικά σημαίνει στιγμή, στιγμή, ροπή, ροπή αδρανείας, σημείο, στιγμή, ώρα, συγκυρία, περίσταση, στιγμή, ώρα, λίγο, μισό, στιγμή, τώρα, τώρα, επί του παρόντος, για την ώρα σήμερα, αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα, όταν θα πλησιάζει η ώρα, όταν θα πλησιάζει ο καιρός, πότε άλλοτε, εποχή θερισμού, -, που εργάζεται τώρα, που δουλεύει τώρα, οποτεδήποτε, λίγο, στιγμιαία, μετά από λίγο, όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, πολύ σύντομα, για πολύ καιρό, για καιρό, τελευταία στιγμή, όπου να'ναι, ανά πάσα στιγμή, από στιγμή σε στιγμή, συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπα, οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι, εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή, μέχρι αυτή την ώρα, για μικρό χρονικό διάστημα, για λίγο, προσωρινά, προς το παρόν, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, σε μία συγκεκριμένη φάση, σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κάποια στιγμή, σε κάποια φάση, όταν έρθει η ώρα, για λίγο, ακριβώς εκείνη την στιγμή, έκτοτε, από τότε, εκείνη την ώρα, εκείνη την στιγμή, αρκετός καιρός, μέχρι την τελευταία στιγμή, για λίγο, για λίγο, τη στιγμή που μιλάμε, την στιγμή που, πάνω στην ένταση της στιγμής, όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, από λεπτό σε λεπτό, εφόσον, αρκεί να, κάποτε, τώρα ή ποτέ, ή τώρα ή ποτέ, μετά από λίγο, μετά από κάποιο διάστημα, την τελευταία στιγμή, αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα, προς το παρόν, προσωρινά, Ήρθε η ώρα, Έφτασε η ώρα, όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι, εκείνη τη στιγμή, όταν, άδραξε τη μέρα, ορόσημο, κρίσιμο σημείο, τελευταία στιγμή, ανάπαυλα, αποφασιστική στιγμή, στιγμιαία απώλεια συγκέντρωσης/προσοχής, πολύς καιρός, πολύς καιρός, η ώρα της αλήθειας, διασκέδαση, κατάλληλη στιγμή, κατάλληλη, σωστή στιγμή, ακατάλληλη χρονική στιγμή, συμπερασματικός, υποθετικός, χρόνος περισυλλογής, δύσκολη εποχή, δύσκολη περίοδος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης moment
στιγμήnom masculin (lors de) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Où étiez-vous au moment où vous avez appris l'assassinat de Kennedy ? Πού ήσασταν τη στιγμή που ακούσατε ότι πυροβολήθηκε ο Κένεντι; |
στιγμήnom masculin (instant précis) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Où était-il à ce moment-là ? |
ροπήnom masculin (Physique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ροπή αδρανείαςnom masculin (Maths) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σημείοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'est à ce moment que j'ai réalisé le danger de la situation. Σε εκείνη την φάση κατάλαβα την σοβαρότητα της κατάστασης. |
στιγμή(moment présent) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Προς το παρόν δεν είμαι διαθέσιμος. Παρακαλώ καλέστε αργότερα. |
ώρα(occasion) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'est l'heure de faire la fête ! Mettons nos chaussures ! Είναι ώρα για πάρτι! Ας φορέσουμε τα παπούτσια του χορού! |
συγκυρία, περίσταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στιγμήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ώρα(intervalle de temps) (μικρό χρονικό διάστημα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il s'est passé un moment avant qu'elle n'arrive. Πέρασε καιρός (or: χρόνος) μέχρι να έρθει. |
λίγοnom masculin (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Reposons-nous un moment après avoir terminé le travail. |
μισό(καθομ: λεπτό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στιγμήnom masculin (fait marquant) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son moment de gloire fut quand il organisa l’œuvre de bienfaisance pour les sans-abri. Η πιο σημαντική στιγμή του ήταν όταν διοργάνωσε τη φιλανθρωπική εκδήλωση για τους άστεγους. |
τώρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) C'est maintenant ou jamais ! ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Στιβ είναι άνεργος τώρα. |
τώρα, επί του παρόντος, για την ώρα σήμερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Actuellement, il y a six étudiants inscrits au cours de phonétique. Επί του παρόντος, έξι σπουδαστές είναι εγγεγραμμένοι στο μάθημα φωνητικής. |
αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ce modèle de voiture n'est pas disponible actuellement. Εκείνο το μοντέλο αυτοκινήτου δεν είναι διαθέσιμο τώρα. |
όταν θα πλησιάζει η ώρα, όταν θα πλησιάζει ο καιρός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πότε άλλοτε
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Si ce n'est pas maintenant, alors quand ? Αν όχι τώρα, πότε άλλοτε; |
εποχή θερισμού(céréales) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Pendant les moissons, Pierre aimait faire de la randonnée dans les collines. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ils commencèrent à se perdre quand ils entrèrent dans la ville. Άρχισαν να χάνονται με το που μπήκαν στην πόλη. |
που εργάζεται τώρα, που δουλεύει τώρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il ne travaille pas en ce moment, mais il doit passer plusieurs entretiens d'embauche la semaine prochaine. Αυτή την περίοδο δεν εργάζεται, αλλά έχει αρκετές συνεντεύξεις την επόμενη εβδομάδα. |
οποτεδήποτεadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il peut m'appeler n'importe quand (or: à tout moment). Cela ne me dérange pas. Μπορεί να με πάρει τηλέφωνο όποτε να' ναι. Δε με πειράζει. |
λίγοlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στιγμιαία
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μετά από λίγοadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tout d'abord, il ne sentit aucune douleur. Après un moment, son bras commença à lui faire mal. Στην αρχή δεν ένιωσε πόνο. Μετά από λίγο το χέρι του άρχισε να πονάει. |
όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, πολύ σύντομα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La vieille maison semblait pouvoir s'écrouler à tout moment (or: à tout instant). Bill devrait arriver d'un moment à l'autre pour nous conduire à l'aéroport. |
για πολύ καιρό, για καιρό
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Il sera parti longtemps ? Θα λείπει για πολύ καιρό; |
τελευταία στιγμήadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Son rendez-vous a été annulé au dernier moment. Je suis désolée de vous demander cela au tout dernier moment mais je n'ai appris la nouvelle qu'hier. |
όπου να'ναι, ανά πάσα στιγμή, από στιγμή σε στιγμήlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπαadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Laissez constamment vos mains et vos bras dans la voiture. |
οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tu peux m'appeler à l'aide n'importe quand. |
εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμήlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) À ce moment-là, j'ai réalisé qu'elle m'aimait vraiment. // J'allais lui dire, mais à ce moment-là, le téléphone a sonné. |
μέχρι αυτή την ώραlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Normalement, je suis couché à cette heure-là. À cette heure-ci, tu devrais avoir fini d'étudier pour l'examen. Συνήθως είμαι στο κρεβάτι μέχρι αυτή την ώρα. Μέχρι αυτή την ώρα θα έπρεπε να έχεις τελειώσει τη μελέτη σου για το διαγώνισμα. |
για μικρό χρονικό διάστημα, για λίγοadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je vais rester un petit moment, si ça ne te dérange pas. Θα μείνω για λίγο εάν δε σε πειράζει. Θα πρέπει να περιμένουμε για λίγο πριν έρθει το τραίνο. |
προσωρινά, προς το παρόνlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Pour le moment, nous devrons faire avec la voiture que nous avons. Προς το παρόν θα πρέπει να τα βγάλουμε πέρα με το αυτοκίνητο που έχουμε. |
μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Μέχρι τώρα (or: Μέχρι στιγμής) ήμουν επιτυχημένος στην καριέρα μου. Κανένα νέο ως τώρα. |
μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε μία συγκεκριμένη φάση, σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμήadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) À un moment, je pensais même que nous allions nous marier. |
κάποια στιγμή, σε κάποια φάσηlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) À un moment, nous devrons décider s'il vaut la peine de poursuivre ce projet. Κάποια στιγμή θα πρέπει να αποφασίσουμε εάν αξίζει τον κόπο να συνεχίσουμε το έργο. |
όταν έρθει η ώρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Vous aurez une promotion en temps utile : d'abord, vous devez faire vos preuves. Θα πάρεις προαγωγή όταν έρθει η ώρα, πρώτα πρέπει ν' αποδείξεις την αξία σου. |
για λίγοlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je vais au pub un moment. Κατεβαίνω στην παμπ για λίγο. |
ακριβώς εκείνη την στιγμήlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle est allée se coucher et à ce moment-là, le téléphone s'est mis à sonner. |
έκτοτε, από τότεadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εκείνη την ώρα, εκείνη την στιγμήlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αρκετός καιρόςlocution adverbiale Ça fait un bon moment que je ne l'ai pas vu. |
μέχρι την τελευταία στιγμήadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
για λίγοlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
για λίγοlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
τη στιγμή που μιλάμεlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
την στιγμή που
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Le téléphone a sonné au moment où j'allais entrer dans mon bain. Το τηλέφωνο χτύπησε τη στιγμή που έμπαινα στην μπανιέρα μου. |
πάνω στην ένταση της στιγμής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, από λεπτό σε λεπτόadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Από στιγμή σε στιγμή θα φτάσει ο Μπιλ για να μας πάει στο αεροδρόμιο. |
εφόσον, αρκεί να
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Θα είμαι ικανοποιημένος, αρκεί να βγαίνει κάθε μέρα ο ήλιος. |
κάποτε
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il fut un temps où acheter du lait directement chez le fermier était autorisé. |
τώρα ή ποτέ, ή τώρα ή ποτέ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μετά από λίγο, μετά από κάποιο διάστημα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Après quelque temps, l'architecte a livré les plans de notre nouvelle maison. |
την τελευταία στιγμήlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je n'étudie pas l'anglais en ce moment. |
προς το παρόν, προσωρινάlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ma voiture est tombée en panne alors j'utilise mon vélo pour l'instant. Το αυτοκίνητό μου διαλύθηκε, γι' αυτό προσωρινά (or: προς το παρόν) χρησιμοποιώ το ποδήλατό μου. |
Ήρθε η ώρα, Έφτασε η ώρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι(μεταφορικά) |
εκείνη τη στιγμή(présent) (μόνο χρόνος) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
όταν
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Au moment de la mort de son père, Bob vivait en Italie. |
άδραξε τη μέραinterjection (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) « Profite du moment présent » est une traduction du latin « Carpe Diem ». Mon père me disait toujours : « Profite du moment présent, tu ne seras pas jeune toute ta vie ! ». «Άδραξε τη μέρα» είναι η μετάφραση του Λατινικού «Carpe diem». // Ο μπαμπάς μου πάντα μου έλεγε «Άδραξε τη μέρα, δεν θα είσαι για πάντα νέος!» |
ορόσημοnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ce moment est un tournant dans l'histoire de notre pays. Αυτή η στιγμή αποτελεί ορόσημο στην ιστορία της χώρας μας. |
κρίσιμο σημείοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La décision de l'arbitre d'accord un pénalty fut un moment critique dans le match. |
τελευταία στιγμή
Kathy attend toujours la dernière minute (or: le dernier moment) pour rendre ses devoirs. |
ανάπαυλαnom masculin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αποφασιστική στιγμήnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στιγμιαία απώλεια συγκέντρωσης/προσοχής
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai eu un moment d'inattention au volant et j'ai raté le virage. |
πολύς καιρόςnom masculin (πχ μέρες, μήνες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ça fait un moment que je n'ai pas vu mon ex-mari. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έκατσα πολλή ώρα στον ήλιο και κάηκα. |
πολύς καιρόςnom masculin Cela fait un moment que je n'ai pas joué au golf. |
η ώρα της αλήθειαςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διασκέδασηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Merci pour cette soirée, j'ai vraiment passé un bon moment. |
κατάλληλη στιγμήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατάλληλη, σωστή στιγμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ne te précipite pas. Tu ferais mieux d'attendre un moment plus opportun (or: un meilleur moment). Μην είσαι βιαστικός. Θα τα πας καλύτερα αν περιμένεις μια πιο κατάλληλη στιγμή. |
ακατάλληλη χρονική στιγμήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η προσφορά για δουλειά απλά ήρθε την ακατάλληλη χρονική στιγμή. Πληρώνομαι κάθε πρώτη του μήνα, έτσι στο τέλος του μήνα είναι ακατάλληλη χρονική στιγμή να μου ζητήσεις δάνειο. |
συμπερασματικός, υποθετικόςnom masculin (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Viens t'asseoir un moment à côté de moi. |
χρόνος περισυλλογήςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
δύσκολη εποχή, δύσκολη περίοδοςnom masculin Avec la clôture des comptes, la fin de l'année est toujours un moment difficile à passer au travail. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του moment στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του moment
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.