Τι σημαίνει το outside στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης outside στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του outside στο Αγγλικά.
Η λέξη outside στο Αγγλικά σημαίνει έξω, έξω από, έξω από, εξωτερικός, εξωτερικό, έξω από, ανώτατος, μέγιστος, εξωτερικός, ελάχιστος, εξωτερικός, έξω από, πέρα από, έξω από, εξωτερικά, εξωτερικά, στο εξωτερικό του/της, εξωτερική διεύθυνση, μικρή πιθανότητα, αντισυμβατικός, πρωτότυπος, πρωτοποριακός, σκέφτομαι αντισυμβατικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης outside
έξωadverb (outdoors) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The kids are playing outside. Τα παιδιά παίζουν έξω. |
έξω απόpreposition (to the exterior of [sth]) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) When I stepped outside the front door, I found that it was raining. Όταν βγήκα από την εξώπορτα ανακάλυψα ότι βρέχει. |
έξω απόpreposition (beyond the limits of) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The ball fell outside the sideline and the other team took control. Η μπάλα έπεσε εκτός της πλευρικής γραμμής και η άλλη ομάδα απέκτησε τον έλεγχο. |
εξωτερικόςadjective (exterior) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The outside corner of the book was worn down. Η εξωτερική γωνία του βιβλίου ήταν φθαρμένη. |
εξωτερικόnoun (external side) The outside of the house needs to be painted. Το εξωτερικό του σπιτιού θέλει βάψιμο. |
έξω απόpreposition (outside) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The ball landed outside of the court. Η μπάλα προσγειώθηκε έξω από το γήπεδο. |
ανώτατος, μέγιστοςadjective (figurative (maximum) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) His outside estimate was that it might cost as much as five hundred dollars. |
εξωτερικόςadjective (not belonging) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Outside forces are trying to influence the government. |
ελάχιστοςadjective (very unlikely) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There is an outside chance that it will rain tomorrow, but sunshine is more likely by far. |
εξωτερικόςadjective (baseball: pitch) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The pitcher threw an outside curve that barely crossed the plate. |
έξω από, πέρα απόpreposition (figurative (beyond the scope of) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'm afraid that request is outside my remit. |
έξω απόpreposition (figurative (not participating) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Outside the church, no one supports that view. |
εξωτερικάadverb (externally) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He is dangerous, though he looks innocent on the outside. |
εξωτερικάadverb (outdoors, not inside) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The jailer asked the prisoner "What will you do on the outside?". |
στο εξωτερικό του/τηςexpression (on the exterior of) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The artist was commissioned to paint a mural on the outside of the building. Ανατέθηκε στον καλλιτέχνη να ζωγραφίσει μια τοιχογραφία στο εξωτερικό του κτιρίου. |
εξωτερική διεύθυνσηnoun (external e-mail destination) |
μικρή πιθανότηταnoun (low probability) That horse has an outside chance of winning the race. |
αντισυμβατικός, πρωτότυπος, πρωτοποριακόςexpression (figurative (idea: unconventional) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The leader told his team he wanted them to come up with ideas that were outside the box. Ο επικεφαλής της ομάδας της ζήτησε να καταθέσει πρωτότυπες ιδέες. |
σκέφτομαι αντισυμβατικάverbal expression (figurative (think unconventionally) The company values employees who can think outside the box and find creative solutions. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του outside στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του outside
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.