Τι σημαίνει το foreign στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης foreign στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του foreign στο Αγγλικά.

Η λέξη foreign στο Αγγλικά σημαίνει ξένος, ξένος, διεθνής, διεθνής, ξένος, ασυνήθιστος, άγνωστος, αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα, αγγλικά ως ξένη γλώσσα, ξενική προφορά, εξωτερικές υποθέσεις, συνδρομή ξένων δυνάμεων, ξένο σώμα, γεννημένος στο εξωτερικό, ξένος ανταποκριτής, συνάλλαγμα, ξένο νόμισμα, συνάλλαγμα, πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών, ξένη ταινία, ξένη γλώσσα, κατασκευασμένος στο εξωτερικό, υπουργός εξωτερικών, υπουργείο εξωτερικών, συνάλλαγμα, ξένο νόμισμα, αλλοδαπός, αλλοδαπή, ξένη φράση, εξωτερική πολιτική, υπουργός εξωτερικών, διπλωμάτης, διπλωμάτισσα, εξωτερικό εμπόριο, πόλεμος εκτός συνόρων, αλλοδαπός εργαζόμενος, αλλοδαπή εργαζόμενη, εκμάθηση ξένων γλωσσών, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης foreign

ξένος

adjective (from another country)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Is this wine foreign or is it from here?
Είναι εισαγόμενο αυτό το κρασί ή ντόπιο;

ξένος

adjective (located outside a place)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She lives in a foreign country.
Ζει σε μια ξένη χώρα.

διεθνής

adjective (of international trade)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Foreign trade increases year after year.
Το διεθνές εμπόριο αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο.

διεθνής

adjective (of international diplomacy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The President spends much of his time on foreign relations.
Ο πρόεδρος αφιερώνει πολύ από τον χρόνο του στις διακρατικές σχάσεις.

ξένος

adjective (not belonging)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This plant species is foreign to this area.

ασυνήθιστος

adjective (unfamiliar, strange)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eating insects is just so foreign to us.

άγνωστος

adjective (idea)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Macroeconomics is a foreign concept to most people.

αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα

noun (initialism (English as a Foreign Language)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Laurie taught EFL in South Korea for two years.

αγγλικά ως ξένη γλώσσα

noun (school subject)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gavin teaches English as a Foreign Language at a private language school.

ξενική προφορά

noun (non-native pronunciation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some foreign accents are harder to understand than others.

εξωτερικές υποθέσεις

plural noun (politics: international relations)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The Minister for Foreign Affairs is currently visiting Poland.

συνδρομή ξένων δυνάμεων

noun (assistance given to another nation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many poor countries rely on foreign aid to provide their people with even the most basic services.

ξένο σώμα

noun ([sth] from the outside)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When they x-rayed him they saw a foreign body in his lung.

γεννημένος στο εξωτερικό

adjective (person: who was born overseas)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξένος ανταποκριτής

noun (journalist reporting from overseas)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The government has forbidden foreign correspondents from reporting on the demonstrations.

συνάλλαγμα, ξένο νόμισμα

noun (money used in another country)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The euro is a foreign currency in the USA, and the dollar is a foreign currency in France. In Denmark, Sweden and the UK the Euro is still foreign currency.
Το ευρώ είναι ξένο νόμισμα στην Αμερική και το δολάριο είναι ξένο νόμισμα στη Γαλλία. Στη Δανία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, το ευρώ είναι ακόμη ξένο νόμισμα.

συνάλλαγμα

noun (system: exchanging currency)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών

noun (US (students' overseas study scheme)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
A foreign exchange program is an excellent way of learning about the culture and people of another country.

ξένη ταινία

noun (movie made in another country)

I enjoy watching foreign films more than domestic films.

ξένη γλώσσα

noun (language not one's mother tongue)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sooner you start learning a foreign language, the easier it will be.

κατασκευασμένος στο εξωτερικό

adjective (manufactured overseas)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Why buy a foreign-made product when you can get a domestic one cheaper?

υπουργός εξωτερικών

noun (government official)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Foreign Ministers from over fifty countries attended the summit on global warming.
Υπουργοί εξωτερικών από περισσότερες από πενήντα χώρες παρακολούθησαν τη διάσκεψη για την υπερθέρμανση του πλανήτη.

υπουργείο εξωτερικών

noun (government agency)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She studied several languages in college, hoping some day to work for the foreign ministry.

συνάλλαγμα, ξένο νόμισμα

noun (currency of another country)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I'm sorry, we don't accept foreign money in this shop.

αλλοδαπός, αλλοδαπή

noun (citizen of another country)

ξένη φράση

noun (expression in another language)

Certain foreign phrases like "deja vu" and "bon appétit" are useful because we lack good English equivalents.

εξωτερική πολιτική

noun (government: foreign affairs policies)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In light of recent events, we will need to reconsider our foreign policy.

υπουργός εξωτερικών

noun (in charge of foreign affairs)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The foreign secretary usually accompanies the prime minister to international summit meetings.

διπλωμάτης, διπλωμάτισσα

noun (US (member of the US Foreign Service)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

εξωτερικό εμπόριο

noun (international commerce)

πόλεμος εκτός συνόρων

noun (warfare waged in another country) (σε άλλη χώρα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλλοδαπός εργαζόμενος, αλλοδαπή εργαζόμενη

noun ([sb] employed abroad)

εκμάθηση ξένων γλωσσών

noun (learning of other languages)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Foreign-language study is best done in the country in question.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (helps language teacher)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του foreign στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του foreign

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.