Τι σημαίνει το four στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης four στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του four στο Αγγλικά.
Η λέξη four στο Αγγλικά σημαίνει τέσσερα, τέσσερα, τέσσερα, τέσσερις, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερα, τέταρτη, τέταρτη, τετράδα, τεσσάρι, τεσσάρα, 24 ώρες, 24 ώρες το 24ωρο, 24ωρος, 24ωρος, όλο το 24ωρο, τετρακοσιοστός, τέσσερις η ώρα, τέσσερις η ώρα, καρέ, τετράδα, παιχνίδι 4x4, τετράγωνος, που υποστηρίζει σθεναρά, τετράγωνο κτίριο, σθεναρά, τέσσερα επί τέσσερα, μέθοδος εκτύπωσης με τέσσερα χρώματα, τετράποδος, μουσικός ρυθμός 4/4, με 4 χέρια, άμαξα με τέσσερα άλογα, είδος λεπτού κόμπου γραβάτας, τετράφυλλο τριφύλλι, τετράφυλλο τριφύλλι, τετράποδος, τετράποδος φίλος, με τέσσερα γράμματα, που έχει τέσσερα γράμματα, βρισιά, κρεβάτι με ουρανό, κρεβάτι με ουρανό, ανώτερος, τετράστερος, στρατηγός τεσσάρων αστέρων, τετράχρονος κινητήρας, τετράτροχος, τέσσερα επί τέσσερα, τέσσερα επί τέσσερα, περίοδος τεσσάρων ετών, τετραπλός, τετραμερής, τέσσερις φορές, τετράφυλλο τριφύλλι, πτι φουρ, γουρούνα, τρία τέταρτα, εικοστός τέταρτος, είκοσι τέσσερα, είκοσι τεσσάρων, είκοσι τέσσερα, είκοσι τεσσάρων, είκοσι τέσσερα, εικοστή τέταρτη, εικοστή τέταρτη, εικοστής τετάρτης, εντελώς, τελείως, δύο επί τέσσερα, δύο τέταρτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης four
τέσσεραnoun (cardinal number: 4) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Four is an even number. |
τέσσεραnoun (symbol for number 4) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I can't read your handwriting; is this a 4 or a 7? |
τέσσεραnoun (people, things: set, group of 4) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The four of them went out last night. |
τέσσεριςnoun (time: 4 o'clock) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) What time is it? It's four. Τι ώρα είναι; Είναι τέσσερις. |
τέσσεριςadjective (4 in number) (αριθμός) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) She drank four beers that night. Ήπιε τέσσερις μπίρες εκείνο το βράδυ. |
τεσσάρωνadjective (4 years of age) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) My son will be four tomorrow. Είναι τέσσερα. |
τέσσεραpronoun (people, things: 4 of them) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Out of 20 questions, Millie answered just four correctly. |
τέταρτηnoun (US, written (fourth day of specified month) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I was born on August 4, so my star sign is Leo. |
τέταρτηnoun (mainly UK, written (fourth day of specified month) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) The deadline for submissions is 4 August. |
τετράδαnoun (sports: rowing crew) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We have an excellent four, and hope to win the contest. |
τεσσάριnoun (playing card: with 4 pips) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He showed that he had three fours and won the hand. |
τεσσάραnoun (4 pips on a die) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mari threw a four and won the game. |
24 ώρες, 24 ώρες το 24ωροexpression (all day, night) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The convenience store is open 24 hours a day. |
24ωροςnoun as adjective (lasting 24 hours) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
24ωροςnoun as adjective (open all day, night) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There's a 24-hour ATM on the corner. |
όλο το 24ωροadverb (US, informal (all the time) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) This supermarket is open 24/7. |
τετρακοσιοστόςadjective (400 of [sth]) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He claimed he could eat four hundred hot dogs in three hours. |
τέσσερις η ώραnoun (time: 4 P.M.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τέσσερις η ώραnoun (time: 4 A.M.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καρέnoun (hand in card games) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Four of a kind beats any hand in poker except a straight flush. |
τετράδαnoun (four similar things) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) These antique chairs are four of a kind that form a set. |
παιχνίδι 4x4noun (US (handball: teams of 4) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τετράγωνοςadjective (building: square in shape) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που υποστηρίζει σθεναράadjective (person: resolute) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τετράγωνο κτίριοadverb (building: squarely, solidly) |
σθεναράadverb (person: resolutely) (για υποστήριξη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τέσσερα επί τέσσεραnoun (vehicle with four-wheel drive) (όχημα) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μέθοδος εκτύπωσης με τέσσερα χρώματαnoun (four-hue printing method) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τετράποδοςadjective (animal: having four feet) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μουσικός ρυθμός 4/4noun (music: time signature) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
με 4 χέριαadjective (using four hands) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άμαξα με τέσσερα άλογαnoun (carriage: four horse team) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
είδος λεπτού κόμπου γραβάταςnoun (tie knot) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τετράφυλλο τριφύλλιnoun (clover with four leaves) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I searched the grass for a four-leaf clover. |
τετράφυλλο τριφύλλιnoun (symbol of good luck) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My dog's been a kind of four-leaf clover to me all his life. |
τετράποδοςadjective (animal: having four legs) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τετράποδος φίλοςnoun (beloved animal, usually a dog or horse) |
με τέσσερα γράμματα, που έχει τέσσερα γράμματαadjective (word: having four letters) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βρισιάnoun (curse word, bad word) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κρεβάτι με ουρανόnoun (canopied bed with four posts) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρεβάτι με ουρανόnoun (bed with post at each corner) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My grandparents have a four-poster bed. |
ανώτεροςnoun as adjective (military: being a full general, admiral) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τετράστεροςnoun as adjective (hotel, etc.: rated four stars) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στρατηγός τεσσάρων αστέρωνnoun (high-ranking military officer) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Dwight David Eisenhower was a four-star-general. |
τετράχρονος κινητήραςnoun (internal combustion engine) |
τετράτροχοςnoun as adjective (having four wheels) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τέσσερα επί τέσσεραnoun as adjective (powered by four wheels) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
τέσσερα επί τέσσεραnoun (vehicle: SUV) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Drivers in rural areas need a four-wheel drive to cope with winter conditions. |
περίοδος τεσσάρων ετώνnoun (official period of four years) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In the United States the President serves a four-year term. |
τετραπλός, τετραμερήςadjective (having four parts) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The stages of this plan are fourfold, beginning with the identification of key factors. |
τέσσερις φορέςadverb (by four, four times) This microscope increases the size of the specimen fourfold. |
τετράφυλλο τριφύλλιnoun (four-leafed plant considered lucky) |
πτι φουρnoun (small cake) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
γουρούναnoun (informal (ATV: four-wheeled motorcycle) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τρία τέταρταnoun (music: 3/4 time signature) (μουσική) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Waltzes are usually in three-four time. |
εικοστός τέταρτοςnoun (cardinal number: 24) (τακτικό αριθμητικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
είκοσι τέσσερα, είκοσι τεσσάρωνadjective (24 in number) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
είκοσι τέσσερα, είκοσι τεσσάρωνadjective (24 years of age) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He was twenty-four years old when he got married for the first time. |
είκοσι τέσσεραpronoun (people, things: 24 of them) |
εικοστή τέταρτηnoun (US, written (twenty-fourth day of specified month) (για ημερομηνία) Christmas Eve is on December 24. |
εικοστή τέταρτη, εικοστής τετάρτηςnoun (mainly UK, written (twenty-fourth day of specified month) (για ημερομηνία) Thank you for your letter of 24 June. |
εντελώς, τελείωςnoun as adjective (figurative, informal (genuine) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) If John believes that, he is a 24-carat idiot. |
δύο επί τέσσεραnoun (length of timber) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δύο τέταρταnoun (music: time signature of 2/4) (μουσική) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του four στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του four
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.