Τι σημαίνει το form στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης form στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του form στο Αγγλικά.
Η λέξη form στο Αγγλικά σημαίνει έντυπο, σχήμα, μορφή, μορφή, μορφή, μορφή, φτιάχνω, σχηματίζω, σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι, σύμβαση, μορφή, σώμα, κορμί, κούκλα, μορφή, καλούπι, φόρμα, τύπος, εθιμοτυπία, συμπεριφορά, τεχνική, φόρμα, ύφος, καλούπι, τάξη, καλούπι, σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι, σχηματίζω, αποτελώ, συνιστώ, σχηματίζω, δημιουργώ, δίνω κάποιο σχήμα σε κάτι, εκπαιδεύομαι, αίτηση, μορφή, φόρμα κράτησης, έντυπο σύλληψης, κανόνας, έντυπο αίτησης για αποζημίωση, κλήτευση, κλήση, σύνθετος όρος, μορφή χημικής ένωσης, υπεύθυνη δήλωση παροχής συναίνεσης, στυλ χορού, αίτηση συμμετοχής, αποτελώ κομμάτι του, είμαι μέρος του, σχηματίζω γνώμη, σχηματίζω άποψη, διαμορφώνω άποψη, στροβιλίζομαι, παράγοντας μορφής, συντελεστής διαμόρφωσης, συντάσσομαι, στοιχίζομαι, ευθυγραμμίζομαι, πρότυπη επιστολή, τίτλος προσφώνησης, υπεύθυνος καθηγητής τμήματος, ελεύθερο σχήμα, ελεύθερος, καλη φυσική κατάσταση, σωστή συμπεριφορά, ανθρώπινο σώμα, ανθρώπινη μορφή, ορθά,σωστά, σε φόρμα, σε καλή φόρμα, είμαι σε καλή διάθεση, σε φόρμα, στα κέφια μου, με τη μορφή, γραπτά, εγγράφως, ιατρικό έντυπο, φόρμα παραγγελίας, κακή απόδοση, άσχημη κατάσταση, κακή κατάσταση, απρέπεια, συμμορφώνομαι, έγγραφο παροχής αδείας, τα τελευταία δύο χρόνια του λυκείου, σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για παιδιά ηλικίας 16-19 ετών, τυποποιημένη μορφή, σχηματίζομαι, παίρνω σχήμα, ως συνήθως, κυματομορφή, λεκτική μορφή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης form
έντυποnoun (document with blanks) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) You'll need to fill out this form to apply for your licence. Πρέπει να συμπληρώσετε αυτή τη φόρμα για την άδειά σας. |
σχήμαnoun (thing: shape) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The chairs looked the same in form and colour. Οι καρέκλες έμοιαζαν να έχουν ίδια μορφή και χρώμα. |
μορφήnoun (person: shape) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He could make out her form behind the curtain. Μπορούσε να διακρίνει τη φιγούρα της πίσω από την κουρτίνα. |
μορφήnoun (mode) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ice is water in frozen form. Ο πάγος είναι νερό σε παγωμένη μορφή. |
μορφήnoun (type, kind) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Imitation is a form of flattery. |
μορφήnoun (type) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) What form will the training take? Τι μορφή θα πάρει η εκπαίδευση; |
φτιάχνωtransitive verb (make, create) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He formed a ladder out of bits of old wood. Έφτιαξε μια σκάλα από παλιά κομμάτια ξύλο. |
σχηματίζωtransitive verb (construct) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You form the plural by adding an "s." |
σχηματίζομαι, διαμορφώνομαιintransitive verb (be created, take shape) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) After underwater earthquakes, mountains formed. Μετά από υποβρύχιους σεισμούς, σχηματίστηκαν (or: διαμορφώθηκαν) βουνά. |
σύμβασηnoun (convention) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She was an eccentric and didn't want to adhere to the forms of her culture. |
μορφήnoun (area: configuration) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The artist did not care about colour, only about form. |
σώμα, κορμίnoun (human body) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) She has such a beautiful form. |
κούκλαnoun (dressmaking: dummy) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She put the dress on a form to check its proportions. |
μορφήnoun (arts: arrangement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I like the form of this poem, but it has no substance. |
καλούπιnoun (mold) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Next, pour the plaster into a form and let it set. |
φόρμαnoun (formal structure) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This sweater will lose its form if it gets wet. |
τύποςnoun (uncountable (conventional behavior) (συνήθως πληθυντικός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He only did it for the sake of form. |
εθιμοτυπίαnoun (ceremony) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There is a form to follow on such occasions. |
συμπεριφοράnoun (uncountable (social conduct) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It's bad form to back out at the last minute. |
τεχνικήnoun (uncountable (music: technique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This pianist is a master of form. Αυτός ό πιανίστας είναι μετρ της τεχνικής. |
φόρμαnoun (sports: physical condition) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He's in good form for the match. |
ύφοςnoun (grammar) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I like to write in a colloquial form. |
καλούπιnoun (building: mold) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Forms are constructed into which concrete is poured. |
τάξηnoun (UK (grade, class) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I'll be starting the sixth form in September. |
καλούπιnoun (printing: type in a chase) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) He set the form in the printing press. |
σχηματίζομαιintransitive verb (be produced) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A rainbow formed above their heads. |
διαμορφώνομαιintransitive verb (be arranged) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) They discussed it, and the plan formed. |
σχηματίζωtransitive verb (organize) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They formed a union. |
αποτελώ, συνιστώtransitive verb (constitute) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sugar forms one of the main ingredients of soft drinks. |
σχηματίζωtransitive verb (idea: develop) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She formed the opinion that he was a liar. |
δημιουργώtransitive verb (friendship) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He formed many friendships during those years. |
δίνω κάποιο σχήμα σε κάτιtransitive verb (mold, shape) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She formed the clay into the shape of a bird. Έδωσε σχήμα πουλιού στον πηλό. |
εκπαιδεύομαιtransitive verb (usu passive (instruct) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) She was formed in one of the best schools. |
αίτησηnoun (document: employment request, etc) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) All you need is a completed application form and a photo ID to get a library card. Για να πάρετε κάρτα για τη βιβλιοθήκη χρειάζεστε μόνο μια συμπληρωμένη αίτηση και ένα αποδεικτικό ταυτότητας με φωτογραφία. |
μορφήnoun (type of art) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ice sculptures are a modern art form. |
φόρμα κράτησηςnoun (form for reserving [sth]) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
έντυπο σύλληψηςnoun (police arrest document) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κανόναςnoun (standard way to show [sth]) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
έντυπο αίτησης για αποζημίωσηnoun (request for compensation) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κλήτευση, κλήσηnoun (UK (law: summons) (από δικαστήριο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σύνθετος όροςnoun (grammar: composite term) (γραμματική) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
μορφή χημικής ένωσηςnoun (chemistry: combined substance) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπεύθυνη δήλωση παροχής συναίνεσηςnoun (document: signed agreement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You have to sign a consent form before having any type of surgery. I signed a consent form to allow the doctors to harvest my organs if I died during the operation. |
στυλ χορούnoun (style of dancing) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Different types of music call for different dance forms. |
αίτηση συμμετοχήςnoun (document) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αποτελώ κομμάτι του, είμαι μέρος τουverbal expression (be a component) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Our solar system forms part of a galaxy we call the Milky Way. |
σχηματίζω γνώμη, σχηματίζω άποψη, διαμορφώνω άποψηverbal expression (decide what you think) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I don't think I have enough information to form an opinion yet. |
στροβιλίζομαιintransitive verb (water: whirl) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) That stone in the middle of the river forms eddies downstream. |
παράγοντας μορφής, συντελεστής διαμόρφωσηςnoun (mathematical factor) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
συντάσσομαι, στοιχίζομαι, ευθυγραμμίζομαιverbal expression (military: line up) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πρότυπη επιστολήnoun (standardized correspondence) Word-processing software is useful for producing form letters. |
τίτλος προσφώνησηςnoun (title in writing, speaking to [sb]) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) In England, the correct form of address for a duke is "your Grace". |
υπεύθυνος καθηγητής τμήματοςnoun (UK (teacher assigned to a class) (σχολείο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) If you have a problem, you should speak to your form tutor. |
ελεύθερο σχήμαnoun (improvised style) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Free form is a type of jazz introduced in the 1950s. |
ελεύθεροςnoun as adjective (improvised or unplanned) (χωρίς προσχεδιασμό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καλη φυσική κατάστασηnoun (fitness) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The horse is in good form for the race. |
σωστή συμπεριφοράnoun (appropriate behaviour) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It is good form to offer your seat to a lady. |
ανθρώπινο σώμαnoun (human body, figure) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Many aspects of the human form clearly show the close relationship of our species with the great apes. |
ανθρώπινη μορφήnoun (shape of a human being) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The door opened and a human form stood silhouetted against the light. In works of science fiction it is not unusual for aliens to assume a human form. Η πόρτα άνοιξε και μια ανθρώπινη μορφή στεκόταν απέναντι στο φως. Σε έργα επιστημονικής φαντασίας δεν είναι ασυνήθιστο οι εξωγήινοι να παίρνουν ανθρώπινη μορφή. |
ορθά,σωστάadverb (correctly, properly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε φόρμα, σε καλή φόρμαverbal expression (be fit, healthy) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Even though I'm 50 years old, I'm still in fine form and can beat you at tennis any day! |
είμαι σε καλή διάθεσηverbal expression (be in a good mood) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε φόρμαadverb (fit, healthy) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I go to the gym every week to keep in good form. |
στα κέφια μουadverb (in a good mood) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He's in good form tonight because he just found out he got a promotion. |
με τη μορφήexpression (as) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Her reply came in the form of a smile. Η απάντησή της ήρθε με τη μορφή ενός χαμόγελου. |
γραπτά, εγγράφωςadverb (in writing) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ιατρικό έντυποnoun (document giving permission for healthcare) (έγγραφο) |
φόρμα παραγγελίαςnoun (document requesting a purchase) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I'll need to fill out an order form for more printer cartridges. |
κακή απόδοσηnoun (weak performance) |
άσχημη κατάσταση, κακή κατάστασηnoun (feeble or inferior condition) She must be in really poor form today; she's limping and she looks pale. |
απρέπειαnoun (bad manners) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It's really poor form to put your feet on the coffee table. |
συμμορφώνομαιintransitive verb (improve your conduct) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Joey has promised to reform, but I'm not hopeful. Ο Τζόϋ υποσχέθηκε ότι θα συμμορφωθεί, αλλά δεν τρέφω πολλές ελπίδες. |
έγγραφο παροχής αδείαςnoun (document: signed permission) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Parents must sign a release form before their children's work can be displayed. |
τα τελευταία δύο χρόνια του λυκείουnoun (UK, regional (secondary school: final 2 years) (εκπαιδευτικό σύστημα Ηνωμένου Βασιλείου) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Lucy is in the sixth form, studying for her A-levels. |
σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για παιδιά ηλικίας 16-19 ετώνnoun (UK, regional (secondary school: 16-19) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τυποποιημένη μορφήnoun (concise format for large numbers) (μαθηματικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σχηματίζομαι, παίρνω σχήμαverbal expression (be shaped) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The sculpture began to take form only minutes after the artist began working. |
ως συνήθωςadverb (as usual) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) True to form, he won't tell me where he was last night. |
κυματομορφήnoun (physics: shape of a wave) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The waveform of a current refers to its shape on a graph of signal strength plotted against time. |
λεκτική μορφήnoun (word: grammatical inflection) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του form στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του form
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.