Τι σημαίνει το force στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης force στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του force στο Αγγλικά.

Η λέξη force στο Αγγλικά σημαίνει δύναμη, δύναμη, δύναμη, -, δυνάμεις, παραβιάζω, αναγκάζω, υποχρεώνω, αναγκάζω, υποχρεώνω, δύναμη, πειστικότητα, δυναμικό, πίεση, κάνω κάτι να περάσει, καταπίνω κτ με δυσκολία, πραγματοποιώ αναγκαστική προσγείωση, βγάζω έξω με το ζόρι, διώχνω, Τάγμα της Τιμής, Τάγμα της Τιμής, πολεμική αεροπορία, Πολεμική Αεροπορία, Πολεμική Αεροπορία, ένοπλες δυνάμεις, στρατός, από αμβλύ αντικείμενο, ωμή βία, με τη βία, με το ζόρι, τίθεμαι σε ισχύ, θανάσιμη δύναμη, θανατηφόρα δύναμη, κινητήρια δύναμη, ηλεκτροκινητήρια δύναμη, ηλεκτροκινητική δύναμη, τίθεμαι σε ισχύ, ανοίγω με το ζόρι, παραμερίζω βίαια, κάνω στην άκρη, κάνω πέρα, ταΐζω με το ζόρι, ταΐζω κπ/κτ κτ με το ζόρι, ταΐζω κτ σε κπ, τάισμα με το ζόρι, εξαναγκαστικό τάϊσμα, τάισμα με το ζόρι, εξαναγκαστικό τάϊσμα, ανωτέρα βία, δύναμη της βαρύτητας, δύναμη της συνήθειας, χαρισματική προσωπικότητα, ανοίγω με χρήση βίας, αναγκάζω κπ να φύγει από κτ, που δεν πρέπει να τον πάρεις αψήφιστα, μπαίνω με τη βία, μπαίνω με το ζόρι, πιέζω τον εαυτό μου να κάνει κτ, ολική ισχύ, θυελλώδης άνεμος, έχω τη δύναμη του, σε ισχύ, σε πλήρη σύνθεση, όλοι μαζί, εργατικό δυναμικό, θανάσιμη βία, φονική βία, μαγνητικό πεδίο, κινητήρια δύναμη, φυσική δύναμη, αστυνομικό σώμα, αστυνομικό σώμα, Βασιλική Αεροπορία, ομάδα πωλητών, δύναμη ασφαλείας, ειρηνευτική δύναμη, τακτική στρατιωτική δύναμη, ειδική ομάδα, άθλος, Πολεμική Αεροπορία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ, εργατικό δυναμικό, ανθρώπινο δυναμικό, εργατικό δυναμικό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης force

δύναμη

noun (strength)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This lift has a lot of force and can lift a heavy truck.
Ο ανελκυστήρας έχει μεγάλη δύναμη και μπορεί να σηκώσει ένα βαρύ φορτηγό.

δύναμη

noun (physics: influence on motion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The force of the wind caused the ball to fall to the side.
Η δύναμη του ανέμου ανάγκασε την μπάλα να πέσει προς το πλάι.

δύναμη

noun (powerful entity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many people think that religion is a force of good in the world.
Πολλοί πιστεύουν ότι η θρησκεία είναι μια δύναμη καλού στον κόσμο.

-

noun (military group)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Our country's military includes the army and the air force.
Ο στρατός της χώρας μας περιλαμβάνει τον στρατό ξηράς και την αεροπορία.

δυνάμεις

plural noun (military: troops)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Military forces landed on the island and restored order.
Στρατιωτικές δυνάμεις προσγειώθηκαν στο νησί και επανέφεραν την τάξη.

παραβιάζω

transitive verb (obstacle: overcome) (ασκώ φυσική δύναμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The police forced the door.
Η αστυνομία παραβίασε την πόρτα.

αναγκάζω, υποχρεώνω

transitive verb (compel, oblige)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His father forced him to take out the rubbish.
Ο πατέρας του τον εξανάγκασε να βγάλει έξω τα σκουπίδια.

αναγκάζω, υποχρεώνω

transitive verb (compel, oblige) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His father forced him to take out the rubbish.
Ο πατέρας του τον ανάγκασε να βγάλει έξω τα σκουπίδια.

δύναμη

noun (compulsion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some force is driving me to telephone him.

πειστικότητα

noun (persuasiveness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her argument had a lot of force.

δυναμικό

noun (group of people) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The company's sales force has done great work this year.

πίεση

noun (strain)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The metal couldn't withstand the force, and eventually broke.

κάνω κάτι να περάσει

transitive verb (overcome opposition to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Through the power of persuasion, we were able to force the issue through.
Με τη δύναμη της πειθούς, μπορέσαμε να κάνουμε το ζήτημα να περάσει.

καταπίνω κτ με δυσκολία

phrasal verb, transitive, separable (eat with difficulty)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πραγματοποιώ αναγκαστική προσγείωση

phrasal verb, transitive, separable (airplane: force to land)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βγάζω έξω με το ζόρι

phrasal verb, transitive, separable (expel, push out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He didn't want to admit it, but he forced the words out.

διώχνω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (evict)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Police forced the squatters out.
Η αστυνομία έδιωξε τους καταληψίες.

Τάγμα της Τιμής

noun (US, initialism (military decoration: Air Force Cross) (παράσημο πολεμικής αεροπορίας)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Τάγμα της Τιμής

noun (UK, initialism (military decoration: Air Force Cross) (παράσημο πολεμικής αεροπορίας)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πολεμική αεροπορία

noun (military: aviation unit)

France has a larger air force than the UK.
Η Γαλλία έχει μεγαλύτερη πολεμική αεροπορία από το Ηνωμένο Βασίλειο.

Πολεμική Αεροπορία

noun (US (USAF: United States Air Force) (για τις ΗΠΑ)

Dan is a pilot in the Air Force.

Πολεμική Αεροπορία

noun (UK (RAF: Royal Air Force) (για το ΗΒ)

Ian joined the Air Force as soon as he was old enough.
Μόλις μεγάλωσε αρκετά, ο Ίαν κατατάχθηκε στην Πολεμική Αεροπορία.

ένοπλες δυνάμεις

plural noun (the military)

Steve joined the armed forces in 1995.

στρατός

noun (army, branch of the military)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Costa Rica has no armed force.
Η Κόστα Ρίκα δεν έχει στρατό.

από αμβλύ αντικείμενο

noun (heavy impact) (περιγραφή τραύματος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ωμή βία

noun (physical strength, power)

I tried to lock him out but he broke down the door with brute force.

με τη βία, με το ζόρι

adverb (using physical strength, violence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Soldiers generally operate by force.

τίθεμαι σε ισχύ

verbal expression (become applicable, active)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The new law does not come into force until February of next year.

θανάσιμη δύναμη, θανατηφόρα δύναμη

noun (sufficient strength to cause death)

κινητήρια δύναμη

noun (impetus)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The actress was the driving force behind the renovation of the theatre.

ηλεκτροκινητήρια δύναμη, ηλεκτροκινητική δύναμη

(electronics)

τίθεμαι σε ισχύ

verbal expression (become law, become active)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The new immigration law passed last week by the legislature, will enter into force January 1st of next year.

ανοίγω με το ζόρι

(prise open) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When the elevator was stuck, he had to force the doors apart to get out.

παραμερίζω βίαια

(push to one side)

κάνω στην άκρη, κάνω πέρα

(figurative (oust) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Plans for a new shopping mall were forced aside by the need to build hundreds of new homes.
Έκαναν στην άκρη τα σχέδια για ένα νέο εμπορικό κέντρο λόγω της ανάγκης κατασκευής εκατοντάδων νέων κατοικιών.

ταΐζω με το ζόρι

transitive verb (animal, person: feed against their will)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Her hunger strike was cut short after they force-fed her.
Η απεργία πείνας της έληξε όταν την τάισαν με το ζόρι.

ταΐζω κπ/κτ κτ με το ζόρι

transitive verb (animal, person: force to eat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The guards force-fed the prisoner food.

ταΐζω κτ σε κπ

transitive verb (figurative (impose: [sth] on [sb]) (μεταφορικά: επιβάλλω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The regime force-fed propaganda to the people.

τάισμα με το ζόρι, εξαναγκαστικό τάϊσμα

noun (use of a tube to force nourishment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τάισμα με το ζόρι, εξαναγκαστικό τάϊσμα

noun (gavage: feeding of geese)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There would be no pâté de foie gras without the force feeding of geese.

ανωτέρα βία

noun (French (catastrophic intervention)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The shipping insurance does not cover piracy or other acts of force majeure.

δύναμη της βαρύτητας

noun (gravitational pull)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The force of gravity on the Moon is lower than on Earth.

δύναμη της συνήθειας

noun (automatic, habitual behavior)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χαρισματική προσωπικότητα

noun (figurative (person with strong personality)

That little boy is a force of nature!

ανοίγω με χρήση βίας

(open by physical force)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The jar lid was sealed tightly so he had to force it open.

αναγκάζω κπ να φύγει από κτ

verbal expression (figurative (compel to leave)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He was forced out of retirement when they cut off his pension.

που δεν πρέπει να τον πάρεις αψήφιστα

noun ([sth/sb] powerful)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When Angela gets angry, she is a force to be reckoned with.

μπαίνω με τη βία

verbal expression (obtain entry, way: by strength)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The army forced their way into the city.

μπαίνω με το ζόρι

verbal expression (enter by physical force)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She attempted to keep him outside of the house, but he forced his way in.

πιέζω τον εαυτό μου να κάνει κτ

verbal expression (make yourself do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
To make progress you have to force yourself to practice every day.

ολική ισχύ

noun (maximum power)

θυελλώδης άνεμος

noun (wind over 32 mph or 61 km/h)

έχω τη δύναμη του

transitive verb (be as powerful as)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Highway Code does not have the force of law.

σε ισχύ

adjective (operating, being applied)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
According to the laws currently in force, you must wear a safety belt when driving a car.

σε πλήρη σύνθεση

adverb (in great numbers)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His friends came out in force to support him in the race.

όλοι μαζί

expression (all members of group)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ray's colleagues came out in full force to wish him well on his last day at the office.

εργατικό δυναμικό

noun (US (workforce: employable people)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The size of the labor force increases when school closes for the summer.

θανάσιμη βία, φονική βία

noun (violence causing death)

μαγνητικό πεδίο

noun (where magnetic force acts)

κινητήρια δύναμη

noun ([sth] that inspires action)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φυσική δύναμη

noun (power)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αστυνομικό σώμα

noun (local law-enforcement team)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αστυνομικό σώμα

noun (national law-enforcement organization)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Βασιλική Αεροπορία

noun (UK, initialism (Royal Air Force)

ομάδα πωλητών

noun (team of salespeople)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δύναμη ασφαλείας, ειρηνευτική δύναμη

noun (military peacekeeping group)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The UN sent a security force to keep the peace in the region.

τακτική στρατιωτική δύναμη

noun (military unit: with a mission)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Navy sent a task force to counter the attack.

ειδική ομάδα

noun (group: with an objective)

The Mayor formed a task force to wipe prostitution off the streets of the city.
Ο δήμαρχος δημιούργησε μια ειδική ομάδα για να εξαλείψει την πορνεία από τους δρόμους της πόλης.

άθλος

noun (accomplishment) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
John Coltrane's saxophone solo on "My Favorite Things" was a tour de force. The director's latest film is a tour de force that excites both critics and audiences.
Το σόλο με το σαξόφωνο του Τζον Κολτρέιν στο τραγούδι "My Favourite Things" ήταν άθλος. Η τελευταία ταινία του σκηνοθέτη είναι ένας άθλος που ενθουσίασε και τους κριτικούς και το κοινό.

Πολεμική Αεροπορία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής

noun (US (aerial branch of US military)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Steve is training to become a pilot in the United States Air Force.

Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ

noun (initialism (United States Air Force)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εργατικό δυναμικό, ανθρώπινο δυναμικό

noun (all employees of a company)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The company gave the whole workforce a bonus at Christmas.
Η εταιρεία έδωσε σε όλους τους υπαλλήλους (or: εργαζόμενους) μπόνους τα Χριστούγεννα.

εργατικό δυναμικό

noun (all workers in a region)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The country's workforce needs to increase in order to provide for an ageing population.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του force στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του force

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.