Τι σημαίνει το trade στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης trade στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trade στο Αγγλικά.
Η λέξη trade στο Αγγλικά σημαίνει εμπόριο, χώρος, τέχνη, χειρωνακτική εργασία, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, δραστηριοποιούμαι, συναλλάσσομαι με κπ/κτ, ανταλλάσσω κτ με κπ, είμαι χρηματιστής, είμαι χρηματίστρια, ανταλλαγή, πελάτης, του χώρου, συντεχνία, επαγγελματικός, αληγείς άνεμοι, εμπορεύομαι, εμπορεύομαι, εμπορεύομαι, πουλώ, ανταλλάσσω, εκμεταλλεύομαι κάποιο εμπορικό προϊόν με αθέμιτο τρόπο, εκμεταλλεύομαι, αλλάζω με κτ καλύτερο, εμπορικό ισοζύγιο, οργανισμός εμπορίου, οικοδομικές επιχειρήσεις, της εμπορίας των δικαιωμάτων εκπομπής, Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών, δίκαιο εμπόριο, δίκαιη ανταλλαγή, δίκαιο εμπόριο, εξωτερικό εμπόριο, ελεύθερο εμπόριο, ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίου, Οµοσπονδιακή Επιτροπή Εµπορίου, παγκόσμιο εμπόριο, βιομηχανία της ένδυσης, αμοιβαίο εμπόριο μεταξύ κρατών, λιανικό εμπόριο, ευαίσθητα επιχειρηματικά δεδομένα, δουλεμπόριο, δουλεμπορίου, εμπόριο μπαχαρικών, εξοπλισμός, εφόδιο, εμπορικοί όροι, εμπορικός λογαριασμός, εμπορική συμφωνία, εμπορικός σύλλογος, εμπορικό ισοζύγιο, εμπορικός φραγμός, εμπορικό κέντρο, εμπορικό έλλειμμα, συσκευασία προϊόντος, εμφάνιση προϊόντος, εμπορική έκθεση, χάσμα των εμπορικών συναλλαγών, περιοδικό, εμπορικό περιοδικό, μάρκετινγκ εμπορίου, εμπορική αποστολή, εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασία, δίνω εμπορική επωνυμία σε κτ, δίνω εμπορική ονομασία σε κτ, ανταλλάζω, ανταλλάσσω, αντάλλαγμα, συμβιβασμός, επαγγελματικό έντυπο, επαγγελματική σχολή, επαγγελματικό μυστικό, μυστικό του επαγγέλματος, επαγγελματικό μυστικό, μυστικό του επαγγέλματος, εκθεσιακό περίπτερο, συνδικαλιστική οργάνωση, αληγής άνεμος, προϊόν που έχει ανταλλαχθεί με κάποιο άλλο, αναβάθμιση, εμπορική οδός, κόλπα του επαγγέλματος, μυστικά του επαγγέλματος, εμπόριο κρασιού, εμπόριο οίνου, Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, ΠΟΕ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης trade
εμπόριοnoun (commerce) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) International trade has been increasing over the last few years. Το διεθνές εμπόριο έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. |
χώροςnoun (profession) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) He's one of the best doctors in the trade. Είναι ένας από τους καλύτερους γιατρούς στον χώρο. |
τέχνηnoun (handicraft) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The printer's trade has changed since the days of metal type. Η τέχνη της τυπογραφίας έχει αλλάξει από την εποχή των κινητών μεταλλικών στοιχείων. |
χειρωνακτική εργασίαplural noun (business: manual work) After completing an apprenticeship, he got a job in the trades. |
ανταλλάσσω, ανταλλάζωtransitive verb (mainly US (swap: exchange) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Want to trade baseball cards with me? Θέλεις να ανταλλάξουμε κάρτες του μπείζμπολ; |
ανταλλάσσω, ανταλλάζω(mainly US (swap: exchange [sth] for [sth] else) (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He traded his bar of chocolate for her biscuit. Αντάλλαξε τη σοκολάτα του με το μπισκότο της. |
δραστηριοποιούμαιintransitive verb (do business) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Our company has been trading for over fifty years. Η εταιρεία μας λειτουργεί πάνω από πενήντα χρόνια. |
συναλλάσσομαι με κπ/κτ(do business with) I trade with him from time to time. Κάνω δουλειές μαζί του κατά καιρούς. |
ανταλλάσσω κτ με κπ(informal (exchange or swop [sth] with) Jack traded the cow with a merchant for a handful of beans. Ο Τζακ αντάλλαξε με τον έμπορο την αγελάδα για μια χούφτα φασόλια. |
είμαι χρηματιστής, είμαι χρηματίστριαintransitive verb (deal in the stock market) (επαγγελματίας) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) What does he do in the city? Does he trade? Τι κάνει στην πόλη; Είναι χρηματιστής; |
ανταλλαγήnoun (informal (exchange) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I like your coat. Do you want to do a trade for my new skirt? Μου αρέσει το παλτό σου. Τι θα έλεγες για μια ανταλλαγή με την καινούρια φούστα μου; |
πελάτηςnoun (customers) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Let them have the table cheap. They are good trade. |
του χώρουnoun (informal (people involved in a trade) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We sell wholesale to them because they are trade. |
συντεχνίαnoun as adjective (professional) (επαγγελματικός κλάδος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The trade magazine was read by everybody in the industry. Όλοι στο επάγγελμα διάβαζαν το περιοδικό της συντεχνίας. |
επαγγελματικόςnoun as adjective (business to business) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This is a trade newsletter, which we send to similar businesses. |
αληγείς άνεμοιplural noun (trade winds) The trades usually helped the merchant ships to sail faster. |
εμπορεύομαι(sell) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This company trades in industrial machinery. |
εμπορεύομαιtransitive verb (buy and sell) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This shop trades second-hand video games. |
εμπορεύομαι, πουλώphrasal verb, transitive, inseparable (sell, deal in) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He trades in stocks and bonds. |
ανταλλάσσωphrasal verb, transitive, inseparable (exchange as part-payment for [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I traded in my old car for a new one. |
εκμεταλλεύομαι κάποιο εμπορικό προϊόν με αθέμιτο τρόποphrasal verb, transitive, inseparable (exploit for sales) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Counterfeiters trade off brand name reputations. |
εκμεταλλεύομαιphrasal verb, transitive, inseparable (exploit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αλλάζω με κτ καλύτεροphrasal verb, transitive, separable (exchange for [sth] of higher value) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εμπορικό ισοζύγιοnoun (difference: imports, imports) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The growth in imports has lead to a worsening of the balance of trade. |
οργανισμός εμπορίουnoun (business association) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
οικοδομικές επιχειρήσειςnoun (construction industry) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
της εμπορίας των δικαιωμάτων εκπομπήςadjective (denoting carbon trading) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγώνnoun (initialism (European Free Trade Association) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δίκαιο εμπόριοnoun (legal or ethical commerce) Fair trade combines good prices for farmers with strict environmental standards. Το δίκαιο εμπόριο συνδυάζει καλές τιμές για τους αγρότες με αυστηρές περιβαλλοντικές προδιαγραφές. |
δίκαιη ανταλλαγήnoun (informal (satisfactory exchange) 20 Canadian dollars for 20 US dollars is not a fair trade. 20 δολάρια Καναδά για 20 αμερικάνικα δολάρια δεν είναι δίκαιη ανταλλαγή. |
δίκαιο εμπόριοnoun as adjective (ethical) (οικονομία, οικολογία) James buys fair trade products whenever he can. Ο Τζέιμς, όποτε μπορεί, αγοράζει προϊόντα δίκαιου εμπορίου. |
εξωτερικό εμπόριοnoun (international commerce) |
ελεύθερο εμπόριοnoun (unrestricted commerce) The USA has a free trade agreement with Mexico and Canada. |
ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίουnoun (country: unrestricted commerce) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The purpose of NAFTA is to make North America a free trade area. |
Οµοσπονδιακή Επιτροπή Εµπορίουnoun (US, initialism (Federal Trade Commission) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
παγκόσμιο εμπόριοnoun (worldwide commerce) |
βιομηχανία της ένδυσηςnoun (informal (clothing industry) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αμοιβαίο εμπόριο μεταξύ κρατώνnoun (exchange of trade between nations) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) We've come to a reciprocal trade agreement with Bulgaria. Japan and the United States sometimes disagree about what is fair concerning reciprocal trade. Η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ μερικές φορές διαφωνούν σχετικά για το τι είναι δίκαιο σε ότι αφορά στο αμοιβαίο εμπόριο μεταξύ κρατών. |
λιανικό εμπόριοnoun (shop selling) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ευαίσθητα επιχειρηματικά δεδομέναnoun (confidential business information) (επιχειρηματικό απόρρητο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Access to sensitive trade data is limited to certain employees only. |
δουλεμπόριοnoun (trafficking in people) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δουλεμπορίουnoun as adjective (relating to people-trafficking) (σε γενική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The number of slave-trade convictions has risen in recent years. |
εμπόριο μπαχαρικώνnoun (buying and selling of spices) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The spice trade encouraged early sailors to circumnavigate the globe. |
εξοπλισμόςnoun (items used in performing a job) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εφόδιοnoun (figurative (person: characteristic ability) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εμπορικοί όροιplural noun (import-export price relationship) |
εμπορικός λογαριασμόςnoun (business customer) |
εμπορική συμφωνίαnoun (commercial treaty between nations) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The UK and the USA are working on a new trade agreement. |
εμπορικός σύλλογοςnoun (group representing an industry) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The soft drink trade association will have a meeting next Wednesday. |
εμπορικό ισοζύγιοnoun (imports compared to exports) Despite fluctuations, China's trade balance looks healthy. |
εμπορικός φραγμόςnoun ([sth] that restricts international trading) |
εμπορικό κέντροnoun (building for commerce) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εμπορικό έλλειμμαnoun (econ: imports exceed exports) |
συσκευασία προϊόντος, εμφάνιση προϊόντοςnoun (business: product's appearance) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) A product's trade dress is important because it attracts consumers. |
εμπορική έκθεσηnoun (exhibition by a particular industry) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χάσμα των εμπορικών συναλλαγώνnoun (difference in value between nation's imports and exports) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The United States is very worried about its large trade gap with China. |
περιοδικόnoun (periodical of a profession) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The Grocer is the UK's leading trade journal for the retail industry. |
εμπορικό περιοδικόnoun (periodical of a particular business field) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The soft drink trade magazine will be distributed freely a week before the trade fair takes place. |
μάρκετινγκ εμπορίουnoun (promoting to retailers) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εμπορική αποστολήnoun (commercial business trip) |
εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασίαnoun (brand name, proprietary name) Prescription drugs have both trade names and generic names. |
δίνω εμπορική επωνυμία σε κτ, δίνω εμπορική ονομασία σε κτtransitive verb (give brand name to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανταλλάζω, ανταλλάσσωverbal expression (figurative (sacrifice for [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The new speakers look stylish, but I would not trade off the sound for the appearance. Τα καινούρια ηχεία είναι στυλάτα, αλλά δεν θα συμβιβαζόμουν στον ήχο για χάρη της εμφάνισης. |
αντάλλαγμαnoun (exchange) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The tradeoff is that I will teach you Dutch in exchange for Russian lessons. Η συμφωνία είναι ότι θα μου μάθεις Ολλανδικά και σε αντάλλαγμα θα σου κάνω μαθήματα Ρωσικών. |
συμβιβασμόςnoun (figurative (compromise) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) We proposed a tradeoff that both sides could agree to. Κάναμε μια πρόταση για συμβιβασμό, με την οποία θα μπορούσαν να συμφωνήσουν και οι δύο πλευρές. |
επαγγελματικό έντυποnoun (specialist newspaper) |
επαγγελματική σχολή(education) |
επαγγελματικό μυστικό, μυστικό του επαγγέλματοςnoun (figurative, informal (helpful hint) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επαγγελματικό μυστικό, μυστικό του επαγγέλματοςnoun (inside information) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Most companies refuse to reveal their trade secrets. |
εκθεσιακό περίπτεροnoun (stall at a business exhibition) |
συνδικαλιστική οργάνωσηnoun (worker's syndicate) The trade union has voted to strike on two weekends in March. Το εργατικό συνδικάτο ψήφισε να απεργήσει δύο Σαββατοκύριακα μέσα στον Μάρτιο. |
αληγής άνεμοςnoun (often plural (easterly wind in tropics) We waited for favourable trade winds before setting out to cross the Atlantic. |
προϊόν που έχει ανταλλαχθεί με κάποιο άλλοnoun ([sth] exchanged) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναβάθμισηnoun (exchange for upgraded version of [sth]) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εμπορική οδόςnoun (goods transport) |
κόλπα του επαγγέλματος, μυστικά του επαγγέλματοςplural noun (expert techniques) She'll be spending the first three weeks learning the tricks of the trade. |
εμπόριο κρασιού, εμπόριο οίνουnoun (wine-selling business) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίουnoun (US (New York: business district) (περιοχή Νέας Υόρκης) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ΠΟΕnoun (initialism (World Trade Organization) (συντομογραφία) (ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Trade Ministers from the 149 member states of the WTO met in Hong Kong. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trade στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του trade
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.