Τι σημαίνει το sales στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sales στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sales στο Αγγλικά.

Η λέξη sales στο Αγγλικά σημαίνει πώληση, έκπτωση, πώληση, πωλήσεις, πωλήσεις, πωλήσεις, τιμολόγιο, φιλανθρωπική εκδήλωση όπου πωλούνται κέικ/αρτοσκευάσματα για να μαζευτούν χρήματα, απόδειξη, πώληση μεταχειρισμένων αντικειμένων από ιδιώτες, αγορασμένος τοις μετρητοίς, ξεπούλημα, εκποίηση υπό καθεστώς δυσμενών συνθηκών, τερματικό ηλεκτρονικής μεταφορά κεφαλαίων στο σημείο πώλησης, πώληση περιουσιακών στοιχείων, έκπτωση λόγω φωτιάς, ξεπούλημα, προς πώληση, ξεπούλημα μεταχειρισμένων ειδών νοικοκυριού, εμπόρευμα, πουλάω, πουλώ, εισάγω στην αγορά, διαθέτω προς πώληση, προς πώληση, με έκπτωση, σε μειωμένη τιμή, σημείο πώλησης, του σημείου πώλησης, προπώληση, περίοδος πριν την πώληση, πριν την πώληση, βάζω προς πώληση, ξεπούλημα, καλάθι προσφορών, πώληση κατόπιν επίδειξης δείγματος, τιμή με την έκπτωση, τιμή μετά την έκπτωση, ανοιχτή πώληση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sales

πώληση

noun (commercial transaction) (συναλλαγή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The sale proceeded as planned.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το οικόπεδο δεν είναι για πούλημα.

έκπτωση

noun (reduced price offering) (μείωση τιμών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The department stores usually have sales in August.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το κατάστημα έβγαλε σε ξεπούλημα όλο το χειμερινό στοκ.

πώληση

noun (item or quantity sold)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
How many sculptures did we sell? We had three sales today.
Πόσα γλυπτά πουλήσαμε; Κάναμε τρεις πωλήσεις σήμερα.

πωλήσεις

plural noun (uncountable (total receipts from selling)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Sales of smartphones are up by 38% on last year.

πωλήσεις

noun (uncountable (profession concerned with selling)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Steven works in sales; he earns a huge commission on every item he sells.

πωλήσεις

plural noun (uncountable, informal (department concerned with selling)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Darren demonstrated the latest edition of the product to Sales.

τιμολόγιο

noun (written, initialism (bill of sale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φιλανθρωπική εκδήλωση όπου πωλούνται κέικ/αρτοσκευάσματα για να μαζευτούν χρήματα

noun (US (fundraising: selling cakes)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Sally and Marie baked cookies together for the bake sale.

απόδειξη

noun (receipt)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The dealership gave me a bill of sale when I bought a car.
Η αντιπροσωπεία μου έδωσε μια απόδειξη όταν αγόρασα το αμάξι.

πώληση μεταχειρισμένων αντικειμένων από ιδιώτες

noun (UK (sale of used items in public place)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
There is a car boot sale every week in the town's main car park.

αγορασμένος τοις μετρητοίς

noun ([sth] paid for in cash)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The store had no record that John bought the knife because it was a cash sale.

ξεπούλημα

noun (closeout: sale to clear stock) (για καταστήματα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
After the fire the bookstore held a clearance sale, and I got lots of books very cheaply.

εκποίηση υπό καθεστώς δυσμενών συνθηκών

noun (forced sale of [sb]'s property)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τερματικό ηλεκτρονικής μεταφορά κεφαλαίων στο σημείο πώλησης

noun (acronym (payment system)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πώληση περιουσιακών στοιχείων

noun (to dispose of [sb]'s property)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When old Mrs. Hutchinson passed away, her children held an estate sale to sell all the antique furniture she collected.

έκπτωση λόγω φωτιάς

noun (sale of fire-damaged goods)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The smoke-damaged merchandise was discounted for the fire sale.

ξεπούλημα

noun (figurative (low-price selling of assets) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The struggling business had a fire sale on old stock items, to generate more cash flow.

προς πώληση

adjective (available for purchase)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
There's a "For Sale" sign in Richard's garden.
Στον κήπο του Ρίτσαρντ υπάρχει μια ταμπέλα που λέει «Πωλείται».

ξεπούλημα μεταχειρισμένων ειδών νοικοκυριού

noun (US (sale of used items)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
They sold a lot of their old things in a garage sale.

εμπόρευμα

plural noun (merchandise)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πουλάω, πουλώ

verbal expression (salesperson: close a deal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A good salesperson can make a sale even after the customer says no.

εισάγω στην αγορά, διαθέτω προς πώληση

verbal expression (put on the market)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please offer for sale my share of the project, I need the money for something else.
Σε παρακαλώ, διέθεσε προς πώληση το δικό μου μερίδιο από το πρότζεκτ καθώς χρειάζομαι τα χρήματα για κάτι άλλο.

προς πώληση

adverb (available for purchase)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
People are already queuing up to buy this new smartphone, though it doesn't go on sale until tomorrow morning.

με έκπτωση, σε μειωμένη τιμή

adverb (US (available at a lowered price)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Look at my new skirt! I got it on sale - 50% off!
Κοίτα την καινούρια μου φούστα! Την πήρα με έκπτωση 50%!

σημείο πώλησης

noun (place where [sth] is sold)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

του σημείου πώλησης

noun as adjective (relating to place where [sth] is sold)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Retailers are paying increasing attention to their point-of-sale displays.

προπώληση

noun (private advance sale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περίοδος πριν την πώληση

noun (period before a sale)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πριν την πώληση

adjective (before a sale)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

βάζω προς πώληση

verbal expression (offer for purchase)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He put his house up for sale because it had become too small for his family.
Έβαλε προς πώληση το σπίτι του γιατί ήταν πλέον μικρό για την οικογένειά του.

ξεπούλημα

noun (sale of unwanted items)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
These old clothes of mine are only fit for a jumble sale.

καλάθι προσφορών

noun (basket of discounted items)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πώληση κατόπιν επίδειξης δείγματος

noun (order based on sample)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τιμή με την έκπτωση, τιμή μετά την έκπτωση

noun (discounted cost)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Even the sale price is more than I'm willing to pay.

ανοιχτή πώληση

(finance)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sales στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sales

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.