Τι σημαίνει το penser στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης penser στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του penser στο Γαλλικά.
Η λέξη penser στο Γαλλικά σημαίνει θεωρώ, νομίζω, πιστεύω, σκέφτομαι, εννοώ, σκέφτομαι, νομίζω, σκέφτομαι να κάνω, λέω, υπολογίζω, εκτιμώ, θεωρώ, πιστεύω, σκέφτομαι, σκέπτομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι, διαλογίζομαι, διανοούμαι, θεωρώ, πιστεύω, αισθάνομαι, κρίνω, σκέφτομαι, σκέφτομαι, έχω θεωρία, θεωρώ, νομίζω, νομίζω ότι θα, σκέφτομαι, σκέφτομαι να κάνω κάτι, εννοώ, σκέφτομαι να κάνω κάτι, σκοπεύω να κάνω κάτι, σκέφτομαι, κάποιοι θεωρούν ότι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, που ξυπνάει αναμνήσεις, ακαθόριστος, που θυμίζει κτ, που βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, σκέφτομαι, που διαφωτίζει, δημιουργική σκέψη, πλευρική σκέψη, ευρηματικότητα, τρόπος σκέψης, εννοώ αυτά που λέω, έχω καλή γνώμη για κπ, φέρνω κπ/κτ στο μυαλό μου, υπενθυμίζω, εκτιμώ, έχω σε εκτίμηση, σκέφτομαι αντισυμβατικά, δίνω προτεραιότητα σε κπ, αποσπώ κπ από κτ, σκέφτομαι αυτόνομα, δεν τολμώ ούτε να το σκεφτώ, σκέφτομαι δυνατά, σκέφτομαι φωναχτά, δεν αντέχω ούτε να το σκέφτομαι, θυμίζω, υπενθυμίζω, θυμίζω, στενόμυαλος, κάνω κάτι για τον εαυτό μου, κάνω κάτι για μένα, σκέφτομαι δημιουργικά, υπενθυμίζω, θυμίζω, αναμένω, υποδηλώνω, υπεραναλύω, πιστεύω, υπενθυμίζω, θυμίζω, σκέφτομαι, έχω στο μυαλό μου, θυμίζω, θυμάμαι, μπερδεμένος, καταλαβαίνω, παραπλανώ, παρασύρω, νομίζω ότι/πως, υποθέτω ότι/πως. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης penser
θεωρώverbe transitif (juger) (με επίθετο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il pensait que c'était normal de payer des impôts. Θεωρούσε σωστό να πληρώνει τους φόρους. |
νομίζω, πιστεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Que penses-tu qu'il va arriver ? Τι νομίζεις (or: πιστεύεις) πως θα συμβεί; |
σκέφτομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Bert est sorti pour réfléchir un moment. Ο Μπερτ βγήκε έξω για να σκεφτεί για λίγο. |
εννοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je le pense (or: pense vraiment) quand je dis que tu es belle. Το εννοώ πραγματικά όταν λέω ότι είσαι όμορφη. |
σκέφτομαι, νομίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκέφτομαι να κάνωverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nous pensons aller aux Baléares l'été prochain. |
λέωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je pense que c'est une mauvaise idée. Λέω ότι είναι κακή ιδέα. |
υπολογίζω, εκτιμώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je pense qu'il y a cinquante personnes dans la pièce. |
θεωρώ, πιστεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκέφτομαι, σκέπτομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι, διαλογίζομαι, διανοούμαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
θεωρώ, πιστεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αισθάνομαι(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il estimait (or: Il pensait) que ce qu'elle avait fait était injuste. Αισθανόταν ότι οι πράξεις της ήταν άδικες. |
κρίνωverbe transitif (avoir une opinion) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu dois faire ce que tu penses (or: estimes) être le mieux. |
σκέφτομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je vais y réfléchir (or: penser) et je vous tiendrai au courant. Θα το σκεφτώ και θα σε ενημερώσω. |
σκέφτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έχω θεωρίαverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je pense que les chats sont plus intelligents que les chiens. |
θεωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les critiques ont écrit (or: ont dit) que c'était une bonne pièce. |
νομίζω(opinion) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je pense que nous devrions prendre cette route. Peut-être que ce tableau irait mieux sur ce mur, qu'est-ce que tu en penses ? Νομίζω πως πρέπει να πάρουμε αυτόν τον δόμο. |
νομίζω ότι θα(intention) (κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je pense que je vais aller à l'épicerie maintenant. Σκέφτομαι να πάω στο μανάβικο τώρα. |
σκέφτομαιverbe transitif indirect (être préoccupé) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il était attristé, et pensait à sa situation tout le temps. Ήταν στενοχωρημένος, και αναλογιζόταν συνέχεια την κατάσταση της. |
σκέφτομαι να κάνω κάτιlocution verbale (considérer) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) N'y pense même pas ! Je ne te rendrai plus jamais service. Ούτε να σου περάσει από το μυαλό να μου ζητήσεις να σου κάνω άλλες χάρες! |
εννοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne pensais pas à elle, mais à son mari. Δεν εννοώ αυτήν, εννοώ τον άντρα της. |
σκέφτομαι να κάνω κάτι, σκοπεύω να κάνω κάτιverbe transitif indirect (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) On pense aller au nouveau restaurant italien ce soir. |
σκέφτομαιverbe transitif indirect (κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu ne peux pas me quitter ! Pense aux enfants ! Δεν μπορείς να με αφήσεις! Σκέψου τα παιδιά! |
κάποιοι θεωρούν ότι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) On pourrait penser que les Anglais sont inamicaux, mais ils sont juste réservés. |
που ξυπνάει αναμνήσεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La musique rappelait une grosse tempête. |
ακαθόριστοςadjectif (sentiment, impression) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Perry ne pouvait pas s'empêcher de penser que son fils mentait. |
που θυμίζει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που βρίσκεται σε πλεονεκτική θέσηverbe intransitif (personne) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bruce avait anticipé parce qu'il avait réparé le toit avant qu'il pleuve. |
σκέφτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce sujet m'occupe beaucoup en ce moment. |
που διαφωτίζειnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δημιουργική σκέψη, πλευρική σκέψη, ευρηματικότηταnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sa façon originale d'aborder le problème a débouché sur des solutions auxquelles personne n'avait pensé. |
τρόπος σκέψηςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Si je lui parle, il va se rallier à notre façon de penser. |
εννοώ αυτά που λέωverbe transitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Est-ce qu'il pense vraiment ce qu'il dit ou est-ce qu'il fait encore une fausse promesse ? |
έχω καλή γνώμη για κπlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les parents d'Amy pensent beaucoup de bien de son nouveau copain. |
φέρνω κπ/κτ στο μυαλό μουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'odeur du pain frais me fait penser à mes années passées au pensionnat. |
υπενθυμίζωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ton histoire me fait penser à la fois où j'ai porté ma robe du soir à une réunion du personnel. |
εκτιμώ, έχω σε εκτίμηση
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le patron semble penser beaucoup de bien de toi. |
σκέφτομαι αντισυμβατικά
L'entreprise apprécie les employés qui peuvent penser de façon originale et trouver des solutions créatives. |
δίνω προτεραιότητα σε κπverbe transitif indirect (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Σε κανέναν δεν αρέσει η Νάνσι, πάντα βάζει πρώτα τον εαυτό της και δεν σκέφτεται κανέναν άλλο. |
αποσπώ κπ από κτlocution verbale On essaye de le faire penser à autre chose qu'à son divorce. |
σκέφτομαι αυτόνομαlocution verbale |
δεν τολμώ ούτε να το σκεφτώlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Daisy est mariée à quelqu'un qu'elle vient seulement de rencontrer ? Je me demande comment ça va se passer." "Je préfère ne pas y penser." |
σκέφτομαι δυνατά, σκέφτομαι φωναχτάlocution verbale |
δεν αντέχω ούτε να το σκέφτομαι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θυμίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το τραγούδι σου μου έφερε στο νου μια ανάμνηση απ' τον καιρό που επισκέφτηκα την Ιρλανδία. |
υπενθυμίζω, θυμίζω(avertir) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je dois partir à 17 h. N'oublie pas de me le rappeler. // J'ai rappelé à mon fils l'anniversaire de sa mère. Πρέπει να φύγω στις 5 μ.μ. Μην ξεχάσεις να μου το θυμίσεις. Θύμισα στον γιο μου τα γενέθλια της μητέρας του. |
στενόμυαλος(προκαταλήψεις) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cet homme n'est obsédé que par une chose, le travail. Αυτός ο άντρας είναι κολλημένος, το μόνο που σκέφτεται είναι η δουλειά του. |
κάνω κάτι για τον εαυτό μου, κάνω κάτι για μένα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πήρα μια εβδομάδα άδεια και αποφάσισα να κάνω κάτι για τον εαυτό μου. |
σκέφτομαι δημιουργικάlocution verbale |
υπενθυμίζω, θυμίζω(σε κάποιον ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rappelle-moi que j'ai un rendez-vous chez le médecin demain ! Θύμισέ μου ότι έχω ραντεβού με τον γιατρό αύριο! |
αναμένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je m'attends à ce que notre équipe perde encore. On s'attend à ce que les grandes entreprises maintiennent la capacité des États-Unis à rester compétitifs sur le marché mondial. Αναμένω ότι η ομάδα μας θα χάσει πάλι. |
υποδηλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπεραναλύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Essaie de ne pas t'appesantir sur tes échecs. Προσπάθησε να μην κολλάς στις αποτυχίες σου. |
πιστεύω(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je crois qu'il ne pleuvra pas demain, mais je ne suis pas sûr. Πιστεύω ότι δε θα βρέξει αύριο, αλλά δεν είμαι σίγουρη. |
υπενθυμίζω, θυμίζω(faire penser) (κάτι σε κπ, σε κπ κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'alarme rappela à Tim son rendez-vous. Το ξυπνητήρι υπενθύμισε (or: θύμισε) στον Τιμ το ραντεβού του. |
σκέφτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο αστυνομικός συλλογιζόταν ότι η δουλειά του απαιτεί υπομονή. |
έχω στο μυαλό μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quel que soit le type d'aide auquel tu penses, il faut prévenir ton équipe. Ο,τι μέτρα κατά των καταστροφών σκέφτεσαι πρέπει να τα πεις και στο προσωπικό σου. |
θυμίζω(ressembler) (κάποιον σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu me rappelles tellement mon plus jeune fils. Μου θυμίζεις πολύ το μικρότερο γιο μου. |
θυμάμαι(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pense à acheter du vin pour ce soir. Μην ξεχάσεις να αγοράσεις κρασί για το βράδυ. |
μπερδεμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
καταλαβαίνω(από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne sais pas quoi penser de ses agissements. Qu'est-ce que tu penses de cette voiture ? Τι γνώμη έχεις για αυτό το αμάξι; |
παραπλανώ, παρασύρω(ώστε κπ να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
νομίζω ότι/πως, υποθέτω ότι/πως
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je pense (or: Je suppose) que je devrais bientôt me faire couper les cheveux. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του penser στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του penser
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.