Τι σημαίνει το pillado στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pillado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pillado στο ισπανικά.
Η λέξη pillado στο ισπανικά σημαίνει κολλάω, κολλώ, πιάνω, κολλάω, ακούω, προλαβαίνω, αρρωσταίνω, πιάνω, ακούω, πιάνομαι, τα πιάνω, το πιάνω, καταλαβαίνω, μπαίνω στο νόημα, φέρνω, συλλαμβάνω, μπουζουριάζω, πιάνω, καταλαβαίνω, πιάνω το νόημα, αντιλαμβάνομαι, ουρώ, καταλαβαίνω καλά, καταλαβαίνω σωστά, λεηλατώ, -, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, βουτάω, σουφρώνω, δίνω να καταλάβει, προσβάλλομαι, πιάνω, πιάνω, έχω, πιάνω, πιάνω, καταλαβαίνω, πιάνω κπ να κάνει κτ, συλλαμβάνω κπ να κάνει κτ, αποτελώ έκπληξη, είμαι έκπληξη, πιάνω το νόημα, πιάνω το νόημα, καταλαβαίνω, κατανοώ, παίζω κυνηγητό, παίρνω το κολάι, λιώνω, πιάνω στα πράσα, κάνω τσακωτό, βρίσκω, αρπάζω, αιφνιδιάζω, κάνω κάποιον τσακωτό, πιάνω κάποιον στα πράσα, βρίσκω, συλλαμβάνω εγκληματία κατόπιν καταδίωξης, πιάνω το μήνυμα, παίρνω το μήνυμα, παίρνω κπ χαμπάρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pillado
κολλάω, κολλώ(coloquial, contraer una enfermedad) (μτφ, καθομ: αρρώστια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pilló la gripe y tuvo que quedarse en casa. Κόλλησε γρίπη και αναγκάστηκε να μείνει σπίτι. |
πιάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puedo coger la pelota con una mano. Μπορώ να πιάσω την μπάλα με το ένα χέρι. |
κολλάω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Leah coge un resfriado todos los inviernos. Η Λία αρπάζει ένα κρυολόγημα κάθε χειμώνα. |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo siento, no lo escuché. ¿Qué dijiste? Συγγνώμη, δεν το άκουσα. Τι είπες; |
προλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quizá lo alcances si te das prisa. Μπορεί να τον προλάβεις αν βιαστείς. |
αρρωσταίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Caí enfermo con un resfriado. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η γιαγιά μου αρρώστησε από μια περίεργη ασθένεια και κανείς δεν μπόρεσε να βγάλει διάγνωση. |
πιάνω(στα πράσα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La policía le atrapó con las manos en la masa. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πρέπει να κάνεις ησυχία αν δεν θέλεις να σε τσακώσουν. |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No he entendido lo que has dicho. Δεν έπιασα τι είπες. |
πιάνομαιverbo transitivo (coloquial) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lo pillaron fumando y lo pusieron en penitencia por una semana. Πιάστηκε να καπνίζει και τιμωρήθηκε για μία εβδομάδα. Πιάστηκε να επιστρέφει κρυφά στο σπίτι χθες το βράδυ. |
τα πιάνω, το πιάνωverbo transitivo (ES, entender, coloquial) (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταλαβαίνω(coloquial, figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No estoy segura de haberlo pillado todo, pero entendí la mayoría. |
μπαίνω στο νόημα(informal) (καθομιλουμένη) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Al principio la película no tenía sentido para mí, pero después de un rato la fui pillando. Στην αρχή η ταινία μου φαινόταν παράλογη, μα μετά από λίγο μπήκα στο νόημα. |
φέρνω(ES, coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συλλαμβάνω(informal, atrapar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los secuestradores pillaron a la víctima mientras se metía en su auto. |
μπουζουριάζω(ES, coloquial) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La policía pilló al sospechoso. Οι αστυνομικοί έπιασαν τον ύποπτο. |
πιάνω(juego infantil) (στο κυνηγητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John pilló a Andrew y este pilló a Paula. |
καταλαβαίνω, πιάνω το νόημαverbo transitivo (ES) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντιλαμβάνομαι(MX, AR, CL, coloquial) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le comenté que él había envenenado a su esposa con arsénico, pero ella no lo cachó. Της είπα ότι δηλητηρίασε τη γυναίκα του με αρσενικό, αλλά αυτή δεν το αντιλήφθηκε. |
ουρώ(coloquial) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καταλαβαίνω καλά, καταλαβαίνω σωστά
Déjame que te lo repita para asegurarme de que lo he entendido bien. |
λεηλατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los ladrones saquearon la casa y se llevaron todo lo de valor. |
-(coloquial) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wendy no entendió su forma de actuar y le costó adaptarse. Η Γουέντι δεν μπορούσε να καταλάβει τις απόψεις τους και δυσκολευόταν να ταιριάξει μαζί τους. |
βουτάω, σουφρώνω(coloquial) (καθομ, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brian afanó un trozo de pizza cuando nadie miraba. Ο Μπράιαν βούτηξε ένα κομμάτι πίτσα όταν δεν έβλεπε κανείς. |
δίνω να καταλάβει(llegarle al intelecto, hacer que entienda) (σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le he explicado el problema muchas veces, pero es imposible llegarle. Του εξήγησα πολλές φορές το πρόβλημα, αλλά δεν μπορώ να τον κάνω να το καταλάβει. |
προσβάλλομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo afectó una enfermedad misteriosa. |
πιάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred llevaba toda su carrera atrapando pelotas. |
πιάνω, έχω(entender) (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πιάνω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel se las arregló para agarrar la mesa al lado de la ventana. |
πιάνω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nadie se percató del error que cometí en mis cálculos. Έκανα ένα λάθος στους υπολογισμούς μου, αλλά κανένας δεν το κατάλαβε. |
καταλαβαίνω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πιάνω κπ να κάνει κτ, συλλαμβάνω κπ να κάνει κτ(coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alice pilló a su novio comiendo galletas en mitad de la noche. |
αποτελώ έκπληξη, είμαι έκπληξη(coloquial) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) La carta ofreciéndome trabajo me pilló por sorpresa. |
πιάνω το νόημα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El juego es fácil y los niños captan la idea rápidamente. |
πιάνω το νόημαexpresión (coloquial) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Pillas la idea? Sus "viajes de negocios" eran en realidad visitas a su amante. |
καταλαβαίνω, κατανοώ(ES, coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hay que leer varias veces las obras filosóficas para pillarles el sentido. Τα φιλοσοφικά έργα πρέπει να τα διαβάσει κανείς πολλές φορές για να τα καταλάβει. |
παίζω κυνηγητόlocución verbal (ES) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¡Chiquillos, juguemos a pillar! |
παίρνω το κολάι(ES, coloquial) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La llevé a patinar por primera vez y en seguida le pilló el tranquillo. Την πήγα πρώτη φορά για πατινάζ και πήρε αμέσως το κολάι. |
λιώνωexpresión (ES, vulgar) (μτφ, καθομ: μεθάω πολύ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πιάνω στα πράσα, κάνω τσακωτό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La detective creía que el sospechoso mentía, así que siguió interrogándolo con la esperanza de atraparlo. |
βρίσκω(ES, coloquial) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He estado intentando pillarlo toda la semana, pero siempre está fuera Προσπαθούσα να τον βρω όλη την εβδομάδα, αλλά λείπει συνέχεια. |
αρπάζω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si me ofrecieran un trabajo lo pillaría al vuelo. Αν μου προσέφεραν μια ευκαιρία για δουλειά, θα την άρπαζα. |
αιφνιδιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω κάποιον τσακωτό, πιάνω κάποιον στα πράσα(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tú ve primero, yo te alcanzo cuando haya terminado mi trabajo. Προχώρα εσύ. Θα σε βρω μόλις τελειώσω τη δουλειά μου εδώ. |
συλλαμβάνω εγκληματία κατόπιν καταδίωξης(κυριολεκτικά) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Finalmente, la policía capturó al ladrón fuera de la casa de cambio. Οι αστυνομικοί συνέλαβαν τελικά τον κλέφτη κατόπιν καταδίωξης έξω από το χρηματιστήριο. |
πιάνω το μήνυμα, παίρνω το μήνυμα(καθομιλουμένη, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω κπ χαμπάρι(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La esposa descubrió a Sam, y Sam se dio cuenta cuando la vio mirando por la ventana. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pillado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του pillado
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.