Τι σημαίνει το quelque στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης quelque στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quelque στο Γαλλικά.

Η λέξη quelque στο Γαλλικά σημαίνει όπως, λίγο, κάπως, κάπως, επιστροφή, επισκιάζω, το κόβω με τα πόδια, κάνω τη διαφορά, ξαναπάω, ξαναπηγαίνω, χάνω, πηγαίνω με κτ, ξαναεπισκέπτομαι, κάπως, το κόβω με τα πόδια, μελανιάζω, ώρα, οδηγίες, περπατώ, γνωστός, γνώριμος, οικείος, αναχώρησης, καινούριος σε κτ, νέος σε κτ, κάπου, μπρος-πίσω, μπρος πίσω, τρόπος του λέγειν, κατά έναν τρόπο, καθόλου, κάπου, με το που ήρθε, έφυγε, λίγη ώρα, λίγος καιρός, πριν λίγο καιρό, όπως, του ίδιου είδους, κάπως, κάνε κάτι, κάτοικος, θαύμα, σημαντικός, σπουδαίος, εντυπωσιακό, κάτι τέτοιο, κάτι ιδιαίτερο, παράξενο, αλλόκοτο, περίεργο, μυστήριο, καταπληκτικό, οτιδήποτε άλλο, μια κι έξω, περίπτωση, τραπέζι ρεφενέ, σνακ, κάτι τέτοιο, φόβος ότι θα χάσω κάτι, κάπου εδώ γύρω, κάτι, καταγράφω, σημειώνω, αποδεικνύω, πάω οδηγώντας, είμαι προκατειλημμένος, δεν είναι για καλό, προσδίδω βαρύτητα, πηγαίνω, μεταβαίνω, δείχνω την προτίμησή μου διά της παρουσίας μου, σκέφτηκα κτ καλό, οδηγώ μέχρι κτ, οδηγώ σε κτ, κάνω το πρώτο βήμα, μιλώ, λέω την άποψη μου, ωθώ, σπρώχνω, πάω μαζί με κάποιον άλλο, υπονοώ, υπαινίσσομαι, εδρεύω, γίνομαι δεκτός, αφήνω κπ να μπει σε κτ, κάνω διάρρηξη, υπονοώ, εννοώ, αποβάλλω, στέλνω κπ/κτ να μείνει με κπ άλλον, εξερχόμενος, περίπου, κάνω εμφάνιση-αστραπή, κάτι να τσιμπήσω, τραπέζι ρεφενέ, παιχνιδάκι, κάτι, οτιδήποτε, κάτι, κάπου, δείχνω το δρόμο, αδημονώ, ανυπομονώ, κλειδώνω κπ έξω από κτ, πετάω, πάω ταξίδι του μέλιτος, πληρώ τις προϋποθέσεις, ικανοποιώ τις απαιτήσεις, ξαναπάω σε κτ, ξαναπηγαίνω σε κτ, τραυματίζω, πληγώνω, κάνω οτοστόπ, ζητιανεύω κτ από κπ, διαβάζω για κτ/κπ, κάνω έξωση, κάπως, ελαφρώς, λίγο, κάπως, αξιοθέατος, κρυφή και αθόρυβη κίνηση, το κάτι άλλο, παιχνιδάκι, επανεισερχόμενος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης quelque

όπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il a toujours l'air beau, qu'importe comment (or: peu importe la façon dont) il s'habille.
Πάντα δείχνει ωραίος όπως και να ντυθεί.

λίγο, κάπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Je me sens légèrement fatigué après cette promenade.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν μέθυσα! Απλώς είμαι λιγάκι ζαλισμένη.

κάπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Garer la voiture sur cette petite place de parking était assez difficile, mais Debbie a finalement réussi.
Το να χωρέσει το αυτοκίνητο στη μικρή θέση ήταν κάπως δύσκολο, αλλά η Ντέμπυ τα κατάφερε στο τέλος.

επιστροφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce film rappelle les westerns des années 50.

επισκιάζω

(figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mort de Mark a assombri tout l'événement.

το κόβω με τα πόδια

(ανεπίσημο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω τη διαφορά

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Qu'est-ce que ça change ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Φανείτε γενναιόδωροι, παρακαλώ. Οι δωρεές σας θα κάνουν τη διαφορά. Η Τζόζι προσπαθεί να κάνει τη διαφορά κάνοντας εθελοντική εργασία.

ξαναπάω, ξαναπηγαίνω

(à son point de départ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
C'est gentil de nous inviter, mais nous devons rentrer.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Φρανκ ξέχασε το πορτοφόλι του στο σπίτι και έπρεπε να επιστρέψει για να το πάρει.

χάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu es sûr que tu ne veux pas venir ? Je ne voudrais pas que tu rates (or: que tu passes à côté de) quelque chose.
Σίγουρα δεν θέλεις να έρθεις; Δεν θα ήθελα να το χάσεις.

πηγαίνω με κτ

(du vélo, de la moto)

Je fais du vélo tous les jours.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πηγαίνει καθημερινά με το ποδήλατο στο σχολείο.

ξαναεπισκέπτομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Για τον Ντέβιντ ήταν δύσκολο να κάνει ποδήλατο στην αρχή, αλλά γινόταν κάπως πιο εύκολο κάθε φορά που προσπαθούσε.

το κόβω με τα πόδια

(ανεπίσημο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Της Χάννα της έσκασε το λάστιχο, και έτσι έπρεπε να πάει με τα πόδια στη δουλειά της.

μελανιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je me suis contusionné le genou après être rentré dans une bouche d'incendie.
Μελάνιασα το γόνατό μου όταν σκόνταψα πάνω στον πυροσβεστήρα.

ώρα

(intervalle de temps) (μικρό χρονικό διάστημα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il s'est passé un moment avant qu'elle n'arrive.
Πέρασε καιρός (or: χρόνος) μέχρι να έρθει.

οδηγίες

(très précis, écrit)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Θα μπορούσες να μου δώσεις οδηγίες για τον σταθμό σε παρακαλώ;

περπατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La voiture est tombée en panne, on va devoir marcher.

γνωστός, γνώριμος, οικείος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Son visage m'est familier.
Το πρόσωπό του μου φαίνεται γνωστό.

αναχώρησης

(σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Πάμε διακοπές το Σάββατο. Η πτήση αναχώρησής μας φεύγει στις 8.23 το πρωί του Σαββάτου.

καινούριος σε κτ, νέος σε κτ

(compétences)

κάπου

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Robert se cachait quelque part dans la maison. J'ai posé mon passeport quelque part mais je ne sais plus où.
Ο Ρόμπερτ κρυβόταν κάπου μέσα στο σπίτι. Έβαλα κάπου το διαβατήριό μου, αλλά δε μπορώ να θυμηθώ που.

μπρος-πίσω, μπρος πίσω

locution verbale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
J'ai passé la journée à aller et venir.

τρόπος του λέγειν

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κατά έναν τρόπο

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθόλου

locution adverbiale (soutenu)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si j'ai pu vous offenser de quelque manière que ce soit, je vous présente mes excuses.

κάπου

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με το που ήρθε, έφυγε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λίγη ώρα, λίγος καιρός

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Έχει περάσει λίγος καιρός από όταν είδα τα ξαδέρφια μου.

πριν λίγο καιρό

adverbe

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il y a quelque temps, je suis allé en vacances à Cancun.

όπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

του ίδιου είδους

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κάπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κάνε κάτι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάτοικος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Sophia habite un appartement, mais voudrait acheter une maison.
Η Σοφία μένει σε διαμέρισμα, αλλά θέλει να αγοράσει μια μονοκατοικία.

θαύμα

nom masculin (μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Fais-moi voir ta coupure. Eh bien, c'est quelque chose !

σημαντικός, σπουδαίος

nom masculin

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εντυπωσιακό

(chose)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κάτι τέτοιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quelque chose clochait chez lui. Elle m'a dit quelque chose comme quoi elle ne pouvait pas payer la facture.

κάτι ιδιαίτερο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai su qu'il y avait un petit quelque chose de spécial chez lui le moment où je l'ai vu pour la première fois.

παράξενο, αλλόκοτο, περίεργο, μυστήριο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καταπληκτικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'amour est quelque chose de merveilleux.
Η αγάπη είναι καταπληκτική. Να πληρώνεσαι για να κάνεις αυτό που αγαπάς είναι καταπληκτικό.

οτιδήποτε άλλο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Est-ce qu'il te faut autre chose ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θέλεις να πάρω οτιδήποτε άλλο από τα μαγαζιά;

μια κι έξω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περίπτωση

(plutôt négatif) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
T'es un cas, toi !

τραπέζι ρεφενέ

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σνακ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κάτι τέτοιο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φόβος ότι θα χάσω κάτι

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάπου εδώ γύρω

préposition

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je sais que j'ai laissé mes clés quelque par là.
Ξέρω ότι άφησα τα κλειδιά μου κάπου εδώ γύρω.

κάτι

pronom

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Nous cherchons quelque chose à manger.
Ψάχνουμε να βρούμε κάτι να φάμε.

καταγράφω, σημειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dennis nota quelque chose dans son journal.

αποδεικνύω

(propos, dires...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Ροντ θα τρέξει στο μαραθώνιο γιατί θέλει να αποδείξει κάτι.

πάω οδηγώντας

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je ne pense pas que tu devrais aller à l'hôpital en voiture.

είμαι προκατειλημμένος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν είναι για καλό

(familier)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Quand il a ce regard, je sais qu'il mijote quelque chose.

προσδίδω βαρύτητα

(μεταφορικά: σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les conclusions du rapport ont donné du poids aux arguments des écologistes.

πηγαίνω, μεταβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δείχνω την προτίμησή μου διά της παρουσίας μου

(pour montrer son désaccord)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκέφτηκα κτ καλό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οδηγώ μέχρι κτ, οδηγώ σε κτ

verbe intransitif (αν είμαι οδηγός)

κάνω το πρώτο βήμα

(figuré) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μιλώ, λέω την άποψη μου

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ωθώ, σπρώχνω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un homme dans la foule m'a crié dessus pour avoir joué des coudes pour entrer.

πάω μαζί με κάποιον άλλο

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Et si je laissais ma voiture ici histoire d'aller à la soirée ensemble ?

υπονοώ, υπαινίσσομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Où veux-tu en venir ?
Τι υπονοείς;

εδρεύω

(κάπου ή σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La société a son siège social à New York.

γίνομαι δεκτός

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήνω κπ να μπει σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω διάρρηξη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les voleurs sont entrés (or: se sont introduits) dans la maison par effraction et ont volé plusieurs bijoux.
Οι κλέφτες έκαναν διάρρηξη στο σπίτι και πήραν πολλά κοσμήματα.

υπονοώ, εννοώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je ne vois pas où tu veux en venir.
Δεν καταλαβαίνω πού το πας.

αποβάλλω

(d'un cours,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La prof m'a exclu de cours parce que je ne voulais pas éteindre mon iPod.
Ο δάσκαλος με έβγαλε έξω γιατί αρνήθηκα να κλείσω το iPod μου.

στέλνω κπ/κτ να μείνει με κπ άλλον

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξερχόμενος

(train, bateau)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Ένας σωλήνας μεταφέρει την εξερχόμενη ροή του νερού.

περίπου

(familier)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
«Είναι το αγόρι σου;» «Περίπου, είναι λίγο περίπλοκο.»

κάνω εμφάνιση-αστραπή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il faisait des allées et venues incessantes à la réunion si bien que personne n'a remarqué qu'il était parti pour de bon.
Έκανε μια εμφάνιση-αστραπή στη συνάντηση. Σχεδόν δεν τον πήραμε είδηση.

κάτι να τσιμπήσω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Paul est allé au bar pour prendre une bière et quelque chose à grignoter.
Ο Πωλ πήγε στο μπαρ για μπύρα και κάτι να τσιμπήσει.

τραπέζι ρεφενέ

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παιχνιδάκι

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάτι, οτιδήποτε

pronom

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Avez-vous quelque chose à déclarer ?
Έχεις να δηλώσεις κάτι (or: οτιδήποτε);

κάτι

pronom

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Quelque chose me tracasse.
Κάτι με ενοχλεί.

κάπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Est-ce que tu as quelque part où dormir ce soir ?
Έχεις κάπου να κοιμηθείς απόψε;

δείχνω το δρόμο

(σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αδημονώ, ανυπομονώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κλειδώνω κπ έξω από κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο Ντένις πάντα αργούσε να επιστρέψει στο σπίτι. Έτσι, η Σίλα τον κλείδωσε έξω, για να τον συμμορφώσει.

πετάω

(personne)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous avons pris l'avion jusqu'à San Francisco l'été dernier.

πάω ταξίδι του μέλιτος

(έμφαση στο ταξίδι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ken et Tina ont fait leur voyage de noces dans les Caraïbes.

πληρώ τις προϋποθέσεις, ικανοποιώ τις απαιτήσεις

(à de l'argent, une subvention,...) (για κτ ή με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La famille a reçu une lettre l'informant qu'elle avait le droit à des allocations.
Η οικογένεια έλαβε ένα γράμμα που ανέφερε ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις (or: ικανοποιούσε τις απαιτήσεις) για τη λήψη κρατικών επιδομάτων.

ξαναπάω σε κτ, ξαναπηγαίνω σε κτ

verbe intransitif

J'aimerais retourner à Paris un jour.
Θα μου άρεσε να ξαναπάω στο Παρίσι κάποια μέρα.

τραυματίζω, πληγώνω

verbe pronominal (personne)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mike s'est blessé à la jambe en tombant dans l'escalier.
Ο Μάικ τραυμάτισε το πόδι του όταν έπεσε από τις σκάλες.

κάνω οτοστόπ

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Kate est allée du Colorado jusqu'au Kansas en stop.
Η Κάρεν έκανε οτοστόπ από το Κολοράντο μέχρι το Κάνσας.

ζητιανεύω κτ από κπ

(familier : de l'argent, une cigarette) (ανεπίσημο)

διαβάζω για κτ/κπ

J'ai lu un article sur l'adoption.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Διάβασα για το ατύχημά σου στην εφημερίδα.

κάνω έξωση

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ma mère m'a mis dehors.

κάπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Είναι δύσκολο να βρεις έναν κάπως καλό καφέ εδώ γύρω.

ελαφρώς, λίγο, κάπως

(familier)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tu n'es pas un tantinet trop vieux pour regarder les dessins animés ?

αξιοθέατος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La manifestation, c'était quelque chose !
Η διαμαρτυρία ήταν αναμφίβολα ενδιαφέρον θέαμα.

κρυφή και αθόρυβη κίνηση

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Adrian voyait bien qu'il lui faudrait marcher discrètement s'il voulait se rapprocher assez près pour entendre ce qu'ils disaient.
Ο Άντριαν κατάλαβε ότι θα έπρεπε να κινηθεί κρυφά και αθόρυβα για να πλησιάσει αρκετά ώστε να ακούσει τι λένε.

το κάτι άλλο

pronom (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sa voiture, c'est quelque chose ! Elle en jette ! Vraiment, c'est quelque chose ce tableau !
Το καινούριο του αυτοκίνητο είναι το κάτι άλλο! Είναι φοβερό! Ουάου! Αυτός ο πίνακας είναι πράγματι άλλο πράγμα!

παιχνιδάκι

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επανεισερχόμενος

nom féminin

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quelque στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του quelque

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.