Τι σημαίνει το résister στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης résister στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του résister στο Γαλλικά.

Η λέξη résister στο Γαλλικά σημαίνει αντιστέκομαι, αντέχω, αντέχω, αντιστέκομαι σε κτ, αντιστέκομαι, αντέχω σε κτ, αντιστέκομαι σε κτ, αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι, αντιστέκομαι, αντέχω, αποκρούω, απομακρύνω, αντέχω, δεν αντέχω, δεν στέκω, αντέχω στο χρόνο, πάω ενάντια στο κατεστημένο, αντέχω υπό, δεν αντέχω, δεν βαστάω, δεν κρατάω, αντέχω, αντέχω, κρατάω, διατηρούμαι, αντεπεξέρχομαι σε κτ, αντιστέκομαι σε κτ/κπ, αντιστέκομαι απέναντι σε κτ/κπ, στέκω, αντέχω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης résister

αντιστέκομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Συνέχισε να της ζητάς να βγείτε, δεν θα αντισταθεί για πολύ ακόμα.

αντέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ce nœud va-t-il tenir (or: résister) ?
Θα κρατήσει αυτός ο κόμπος;

αντέχω

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le barrage a tenu pendant toutes les tempêtes.

αντιστέκομαι σε κτ

verbe transitif indirect

Harry suivait un régime et avait réussi à résister à la tentation du chocolat pendant un mois.
Ο Χάρι έκανε δίαιτα και είχε καταφέρει να αντισταθεί στον πειρασμό της σοκολάτας για έναν μήνα.

αντιστέκομαι

verbe transitif indirect

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je ne peux pas résister au chocolat, cache-le !
Δεν μπορώ να αντισταθώ στη σοκολάτα. Καλύτερα να μου την κρύβεις.

αντέχω σε κτ, αντιστέκομαι σε κτ

Les voleurs ont utilisé beaucoup de dynamite mais la porte de la chambre forte a résisté à l'explosion.
Οι κλέφτες χρησιμοποίησαν πολύ δυναμίτη, όμως η πόρτα του θησαυροφυλακίου επιβίωσε από την έκρηξη.

αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'opposition va forcément s'opposer à la politique, ça va de soi.
Η αντιπολίτευση είναι δεδομένο ό,τι θα αντιτεθεί (or: εναντιωθεί) στην πολιτική αυτή, φυσικά.

αντιστέκομαι

verbe transitif indirect

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si tu continues à me résister, je vais être obligé de t'attacher.
Αν συνεχίσεις να μου προβάλλεις αντίσταση, θα υποχρεωθώ να σε δέσω.

αντέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η αγάπη του ζευγαριού άντεξε δοκιμασίες και βάσανα.

αποκρούω, απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette femme de 26 ans a repoussé courageusement ses assaillants avec plusieurs coups de pied et coups de poings.
Η 26χρονη γυναίκα απέκρουσε γενναία τους επιτιθέμενους με αρκετές κλωτσιές και μπουνιές.

αντέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La maison peut supporter les plus grosses intempéries.

δεν αντέχω, δεν στέκω

verbe transitif indirect (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ses mensonges ne résisteront pas à l'interrogatoire.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα ψέματά του δε θα σταθούν στο δικαστήριο.

αντέχω στο χρόνο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cette nouvelle crème permet à la peau de résister au passage du temps.

πάω ενάντια στο κατεστημένο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντέχω υπό

verbe transitif indirect

δεν αντέχω, δεν βαστάω, δεν κρατάω

(familier) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai essayé ce prototype de raquettes à neige, mais les fixations sur des chaussures de snowboard ne tiennent pas le coup à l'usage.

αντέχω

verbe transitif indirect (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dans les tropiques, on utilise les constructions de béton puisqu'elles résistent aux ouragans et aux insectes.

αντέχω, κρατάω, διατηρούμαι

verbe transitif indirect

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ils ont fait plusieurs tests pour s'assurer que le tissu résisterait aux intempéries.
Κάνουν πολλές δοκιμές για να βεβαιωθούν ότι το ύφασμα θα αντέξει τις ακραίες καιρικές συνθήκες.

αντεπεξέρχομαι σε κτ

Notre bateau a été capable de résister à la tempête.
Η βάρκα μας κατάφερε να αντέξει την καταιγίδα.

αντιστέκομαι σε κτ/κπ, αντιστέκομαι απέναντι σε κτ/κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le village de montagne isolé a résisté à l'armée étrangère.
Το απομακρυσμένο ορεινό χωριό κρατούσε γερά απέναντι στα ξένα στρατεύματα.

στέκω

verbe transitif indirect

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il savait que son alibi résisterait à l'examen et n'eut donc aucun problème à en parler aux inspecteurs.
Ήξερε ότι το άλλοθί του θα περνούσε (με επιτυχία) τον έλεγχο κι έτσι δεν είχε πρόβλημα να το αναφέρει στους ερευνητές.

αντέχω

locution verbale (bateau, navire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του résister στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του résister

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.