Τι σημαίνει το santo στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης santo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του santo στο ισπανικά.
Η λέξη santo στο ισπανικά σημαίνει άγιος, άγιος, ιερός, άγιος, αγία, άγιος, αγία, άγιος, αγία, ιερός, άγιος, ιερός, ιερό ναού, άδυτο, καλό παιδί, ιερός, απαραβίαστος, άγιος, γιορτή, γαμώτο, το Άγιο Δισκοπότηρο, αγγελική, ολόκληρος, πλήρης, όλη μέρα, όλη την ημέρα, θα 'ρθει και σένα η σειρά σου, μη μου πεις, τι λες, όχι, άει στο καλό, αμάν, Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!, Θεέ μου, Χριστέ μου, Παναγία μου, Παναγιά μου, Πω πω!, έλα θεέ μου, Κύριε ελέησον, έλα Χριστέ και Παναγιά, Θεέ μου, Παναγία μου, μαμά μου, αμάν, ώπα, Πω πω!, πωπώ, Θεούλη μου!, Πάπας, ημέρα ανάπαυσης, Άγιο Δισκοπότηρο, θεία κοινωνία, πανάκεια, πνευματικός, ιερωμένος, δεσμοί γάμου, ιερός τόπος, μαγικό φίλτρο, Μεγάλη Παρασκευή, Άγιο Πνεύμα, σώμα αξιωματούχων και καρδιναλίων που υπήρχε πριν τη δημιουργία της Συνόδου για το Δόγμα της Πίστης, Μεγάλο Σάββατο, Άγιο Πνεύμα, Μεγάλη Πέμπτη, προστάτης άγιος, μαγικό ραβδάκι, άπιστος Θωμάς, ημέρα εορτασμού κάποιου αγίου, αργία, αποπληρώνω χρέος με δάνειο, Χριστέ μου, το άγιο δισκοπότηρο, άγιο δισκοπότηρο, σύνθημα, συνθηματικό, Ω, Θεέ μου!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης santo
άγιοςadjetivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No pretendas ser un santo; sé que hiciste trampa en la prueba. |
άγιος, ιερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La catedral tiene cientos de años de antigüedad, y allí se guardan algunas reliquias santas. |
άγιος, αγίαnombre masculino, nombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Se requiere un largo proceso para que la Iglesia declare santa a una persona. |
άγιος, αγίαnombre masculino, nombre femenino (figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Rick cuida muy bien de sus padres, es un santo. |
άγιος, αγίαnombre masculino, nombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) A la viuda le consoló pensar que su marido estaba con los santos en el cielo. |
ιερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los sacerdotes leían de su libro sagrado. Οι ιερείς διάβαζαν από το ιερό τους κείμενο. |
άγιος(devoto) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El papa es un buen hombre y es considerado como sagrado por sus seguidores. Ο Πάπας είναι καλός άνθρωπος και θεωρείται άγιος από τους ακολούθους του. |
ιερός(terreno) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La vieja catedral contenía varias reliquias sagradas. Ο παλιός καθεδρικός περιείχε αρκετά ιερά λείψανα. |
ιερό ναού, άδυτοnombre masculino (Biblia) (θρησκεία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El Tabernáculo constaba de dos partes separadas por el Velo: el Santo y el Santo de los Santos. |
καλό παιδί(coloquial) Puedes fiarte de William; ¡es un santo! |
ιερός, απαραβίαστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es grosero faltarle el respeto a muchas cosas que muchos creen que son sacrosantas. |
άγιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La bendita madre Teresa vivió la vida bajo el principio de la caridad. Η Αγία Μητέρα Τερέζα έζησε όλην την ζωή της με βάση την αρχή της φιλανθρωπίας. |
γιορτή(AmL) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γαμώτο(υβριστικό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Sé de aviones, ¡soy piloto, maldición! |
το Άγιο Δισκοπότηρο(cáliz de Cristo) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) El rey autorizó una misión para buscar el Grial. |
αγγελική(φυτό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ολόκληρος, πλήρηςlocución adjetiva (για ημέρα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
όλη μέρα, όλη την ημέραlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Podría pasarme todo el día regando las plantas. Θα μπορούσα να ποτίζω τα λουλούδια όλη μέρα. Έκατσα στον ήλιο όλη μέρα και διάβαζα το βιβλίο μου. |
θα 'ρθει και σένα η σειρά σουexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μη μου πεις, τι λες, όχι, άει στο καλό
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Caramba! ¡No puedo creer que hayas dicho eso! |
αμάν
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Santo cielo! ¡Ben finalmente aprobó su examen de conducir! |
Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Santo Dios! ¿De qué tamaño es ese diamante que llevas en el dedo? |
Θεέ μου, Χριστέ μου, Παναγία μου, Παναγιά μου
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Dios mío! Saca a ese chico de ese charco de barro ya mismo. |
Πω πω!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Dios mío! ¡Cuánta comida preparaste! |
έλα θεέ μου, Κύριε ελέησον, έλα Χριστέ και Παναγιά
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Santo Cielo! ¡No puedes ir a la fiesta vestida así! |
Θεέ μου, Παναγία μουinterjección (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
μαμά μου, αμάν, ώπα(coloquial) (ΗΠΑ, αργκό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) «¡Dios santo!», gritó cuando salté desde atrás del arbusto. |
Πω πω!locución interjectiva (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Santo cielo! ¡Hay una araña gigantesca en el baño! |
πωπώ
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Dios mío! ¡Algunos de los chistes de Roger fueron horribles! |
Θεούλη μου!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Πάπαςnombre propio masculino (el Papa) Cientos de personas llegaron con la esperanza de ver al Santo Padre en persona. |
ημέρα ανάπαυσης(θρησκεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El día de descanso para los judíos es el sabbat. |
Άγιο Δισκοπότηροnombre propio masculino (religión) Los caballeros de la mesa redonda fueron a la búsqueda del Santo Grial. |
θεία κοινωνία(hostia consagrada) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La costumbre de exponer el Santísimo Sacramento en la custodia para la adoración se remonta al siglo XIV. |
πανάκειαlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sus últimas políticas no son de ninguna manera un santo remedio para la economía. |
πνευματικός, ιερωμένοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los hombres del Clan, encabezados por el hombre santo, bailaron la danza de la lluvia. |
δεσμοί γάμου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Estamos aquí reunidos para unir en santo matrimonio. |
ιερός τόπος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαγικό φίλτροlocución nominal masculina (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Apenas le di el juguete, santo remedio, dejó de llorar. |
Μεγάλη Παρασκευήnombre propio masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En el Reino Unido es tradición comer bollos de azúcar el Viernes Santo. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι παράδοση να τρως ζεστά ψωμάκια τη Μεγάλη Παρασκευή. Δεν έχουμε μάθημα τη Μεγάλη Παρασκευή. |
Άγιο Πνεύμαlocución nominal masculina (religión) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El Espíritu Santo se suele representar iconográficamente en forma de paloma. |
σώμα αξιωματούχων και καρδιναλίων που υπήρχε πριν τη δημιουργία της Συνόδου για το Δόγμα της Πίστηςnombre propio masculino (Rel.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) El Santo Oficio fue reemplazado por la Congregación para la Doctrina de la Fe en el siglo XX. |
Μεγάλο Σάββατοlocución nominal masculina (religión) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Άγιο Πνεύμαlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El Espíritu Santo es la tercera persona de la Trinidad. |
Μεγάλη Πέμπτηnombre propio masculino |
προστάτης άγιοςlocución nominal masculina (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) San Cristóbal es el santo patrono de los viajantes. |
μαγικό ραβδάκιnombre masculino (fam) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lo configuré como me dijiste y, santo remedio, todos los problemas desaparecieron. |
άπιστος Θωμάς(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ημέρα εορτασμού κάποιου αγίου
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αργία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αποπληρώνω χρέος με δάνειοexpresión (figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Χριστέ μου
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Por Dios! No puedo creer que dijera eso de mí. |
το άγιο δισκοπότηροlocución nominal masculina (figurado) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Los científicos han descubierto una nueva especie que es el santo grial de la biología evolutiva. |
άγιο δισκοπότηροlocución nominal masculina (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hacer cualquier cosa viral es el santo grial del marketing. |
σύνθημα, συνθηματικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ω, Θεέ μου!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του santo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του santo
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.