Τι σημαίνει το seal στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης seal στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του seal στο Αγγλικά.

Η λέξη seal στο Αγγλικά σημαίνει φώκια, πώμα, σφραγίζω, σφραγίδα, σφραγίδα, σφραγίδα ασφαλείας, σφραγίδα, δέρμα φώκιας, κυνηγώ φώκιες, σφραγίζω, σφραγίζω, σφραγίζω, σφραγίζω, σφραγίζω κτ μέσα σε κτ, απομονώνω, σφραγίζω, αποκλείω, στεγανοποιώ, σφραγίζω, περικλείω, απομονώνω, αποσφραγίζω, ανοίγω, -, μικρό, θαλάσσιος ελέφαντας, ωταρία, Mεγάλη Σφραγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών, φώκια, φώκια της Γροιλανδίας, φώκια μοναχός, ΟΥΚ, προστατευτικό σφράγισμα, σχολικό έμβλημα, επίσημη σφραγίδα έγκρισης, επιδοκιμασία, έγκριση, υποστήριξη, επίσημη σφραγίδα, δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο, δίνω τα χέρια, σφραγισμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης seal

φώκια

noun (animal: marine mammal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Seals mainly eat fish.
Οι φώκιες τρώνε κυρίως ψάρια.

πώμα

noun (closure)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The seal on the pipe had gone bad and the pipe was now leaking water.
Η τσιμούχα του σωλήνα χάλασε και είχαμε διαρροή.

σφραγίζω

transitive verb (close off)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We sealed the leak so the tube could hold air again.
Σφραγίσαμε το σημείο της διαρροής και η σαμπρέλα δεν χάνει πια αέρα.

σφραγίδα

noun (embossed emblem)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The letter had a wax seal on it.

σφραγίδα

noun (law: on contract)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The contract won't be official until we attach the seal.

σφραγίδα ασφαλείας

noun (sticker)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The seal was nothing more than a little sticker. I thought it would be fancier.

σφραγίδα

noun (impression from a stamp)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The red seal that the stamp marked was elaborate.

δέρμα φώκιας

noun (fur or skin of a seal)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Is this coat really made of seal?

κυνηγώ φώκιες

intransitive verb (hunt seals)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I think they have resumed sealing in Canada.
Νομίζω πως ξανάρχισαν να κυνηγάνε φώκιες στον Καναδά.

σφραγίζω

transitive verb (figurative (assure, confirm) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His fate was sealed when the detective found the gun he used.
Η μοίρα του σφραγίστηκε όταν ο αστυνομικός βρήκε το όπλο που είχε χρησιμοποιήσει.

σφραγίζω

transitive verb (make watertight)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The new layer of concrete sealed all the leaks.

σφραγίζω

transitive verb (fasten securely)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lick the envelope to seal it.

σφραγίζω

transitive verb (apply a seal: stamp)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The king sealed the order with his ring.

σφραγίζω κτ μέσα σε κτ

phrasal verb, transitive, separable (close within tightly)

The nurse sealed the blood sample in a small plastic container.

απομονώνω, σφραγίζω, αποκλείω

phrasal verb, transitive, separable (isolate, cordon off)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The scene of the road traffic accident has been sealed off by the police.
Ο τόπος του τροχαίου ατυχήματος είχε αποκλειστεί από την αστυνομία.

στεγανοποιώ, σφραγίζω

phrasal verb, transitive, separable (make water- or air-tight)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When making preserves it is important to seal up the jars to prevent air getting in and contaminating the fruit.

περικλείω, απομονώνω

phrasal verb, transitive, separable (enclose, shut away)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The ancient Egyptians sealed up the tombs of the Pharaohs along with the goods they would need in the next world.

αποσφραγίζω

verbal expression (open: document, package)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you break the seal, you can no longer return the item to the store.
Αν αποσφραγίσεις το προϊόν, δεν θα μπορείς, πια, να το επιστρέψεις στο κατάστημα.

ανοίγω

verbal expression (open: document, package) (κάτι σφραγισμένο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I warned him not to break the seal on the envelope before he gave it to the official.

-

verbal expression (figurative, US, slang (urinate) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
After three drinks, Brad needed to break the seal.

μικρό

noun (baby seal)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The seal left her calf on the ice while she went hunting.

θαλάσσιος ελέφαντας

(animal)

ωταρία

noun (marine mammal hunted for fur)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Mεγάλη Σφραγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών

noun (symbol on documents)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φώκια

noun (sea mammal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She no longer enjoyed watching the annual slaughter of harbor seals.

φώκια της Γροιλανδίας

noun (furry Arctic mammal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Harp seals can be found in the Arctic and northern Atlantic Oceans.

φώκια μοναχός

(animal)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ΟΥΚ

noun (US (military arm)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The Navy SEALs were established by President John F. Kennedy in 1962.

προστατευτικό σφράγισμα

noun (airtight closure)

The bottle has a protective seal on it.

σχολικό έμβλημα

noun (school's emblem) (σχολείο)

The school seal consists of a shield against a black background.

επίσημη σφραγίδα έγκρισης

noun (royal stamp of endorsement) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
King John put his seal of approval on the Great Charter.

επιδοκιμασία, έγκριση, υποστήριξη

noun (figurative (consent, acceptance) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her new boyfriend has a good job in the City and so he has her parents' seal of approval.

επίσημη σφραγίδα

noun (official stamp)

The notary stamped his seal of office on the document.

δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο

(ring with seal)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δίνω τα χέρια

verbal expression (informal (make an agreement official) (μεταφορικά: συμφωνώ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm hoping to seal the deal when we meet the seller of the property tomorrow.

σφραγισμένος

adverb (legal: off public record)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του seal στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του seal

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.