Τι σημαίνει το seen στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης seen στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του seen στο Αγγλικά.
Η λέξη seen στο Αγγλικά σημαίνει βλέπω, βλέπω, βλέπω, βλέπω, διακρίνω, βλέπω, βλέπω, βλέπω, βλέπω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, επισκοπική έδρα, βλέπω κπ ως κτ, μαθαίνω, βλέπω, βλέπω, βλέπω, φαντάζομαι, βρίσκω αποδεκτό, θεωρώ αποδεκτό, θεωρώ, βλέπω, βλέπομαι, βρίσκομαι, βλέπω, βλέπω, βλέπω, ζω, βλέπω, προσέχω, φροντίζω, βλέπω, σκέφτομαι, φροντίζω, υποδέχομαι, συνοδεύω, προβλέπω, κοιτώ μέσα σε, διακρίνω, διαβλέπω, διώχνω, ξεπροβοδίζω, συνοδεύω, συνοδεύω, ρίχνω μια ματιά σε κτ, παραβλέπω, βλέπω πέρα από, ολοκληρώνω, τα βγάζω πέρα, φροντίζω, όπως το βλέπω εγώ, βλέπω κτ με δυσκολία, βλέπω με δυσκολία, χαίρομαι που σε βλέπω, ρίχνω μια ματιά, Αγία Έδρα, βλέπω πώς θα πάει, κατάλαβα, χρόνια και ζαμάνια, γρήγορη ματιά, κάνω κπ να καταλάβει κτ, δίνω σε κπ να καταλάβει κτ, που πρέπει να το δεις, βλέπε παραπάνω, βλέπε παρακάτω, κατανοώ και τις δύο πλευρές, βλέπω φως στο τούνελ, πραγματοποιούμαι, τα βλέπω διπλά, τα βλέπω όλα διπλά, τα έχω με κπ, έχω την ίδια άποψη, κρίνω σκόπιμο, βλέπω με άλλο μάτι, αποδίδεται δικαιοσύνη, βάζω μυαλό, εκνευρίζομαι, διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά μεταξύ, προβλέπω το μέλλον, βλέπω κπ για τελευταία φορά, καταλαβαίνω, βλέπω το φως της ημέρας, βλέπω μέσα από κτ, δεν ξεγελιέμαι από κτ, φροντίζω να, ξεπροβοδίζω, βλέπω τι μπορεί να γίνει, βλέπω τι μπορώ να κάνω, βλέπω με τα μάτια μου, βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια, τα λέμε, γεια χαρά, γεια, τα λέμε, Τα λέμε!, Τα λέμε!, Τα λέμε!, Τα λέμε εκεί!, τα λέμε αύριο, Τα λέμε!, διάφανος, διαφανής, τραμπάλα, ταλαντεύομαι, περίμενε και θα δεις, βλέπεις, Για δες με!, Περίμενε και θα δεις!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης seen
βλέπωintransitive verb (have sight) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I can't see. Can you turn on the light? Δεν βλέπω. Μπορείς να ανάψεις το φως; |
βλέπωtransitive verb (view as a spectator) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Have you seen her latest film? Έχεις δει την τελευταία της ταινία; |
βλέπωtransitive verb (observe) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Have you ever seen such a big book? Έχεις δει ποτέ σου τόσο μεγάλο βιβλίο; |
βλέπω, διακρίνωtransitive verb (make out) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Can you see that hill in the distance? Μπορείς να διακρίνεις εκείνον τον λόφο στο βάθος; |
βλέπωtransitive verb (visit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'd like to go and see Aunt June this weekend. Θέλω να πάω να δω την θεία μου αυτό το σαββατοκύριακο. |
βλέπωtransitive verb (consult) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I need to see a doctor. Πρέπει να δω έναν γιατρό. |
βλέπωtransitive verb (perceive) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I see the situation differently. Αντιλαμβάνομαι διαφορετικά την κατάσταση. |
βλέπω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαιtransitive verb (figurative (understand) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I see what you're saying, but I still don't agree. Καταλαβαίνω τι λες, ωστόσο δεν συμφωνώ. |
καταλαβαίνωintransitive verb (understand) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I see. So that's why you weren't home. Κατάλαβα. Για αυτό λοιπόν δεν ήσουν σπίτι. |
επισκοπική έδραnoun (ecclesiastic office) The see was left vacant until a new bishop was appointed. |
βλέπω κπ ως κτverbal expression (consider [sb] to be [sth]) The students see their teacher as a role model. Τα παιδιά βλέπουν τον δάσκαλό τους ως πρότυπο. |
μαθαίνω, βλέπωintransitive verb (find out) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'll see if my father knows anything about it. |
βλέπωintransitive verb (observe) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Those who saw said it was a terrible sight. |
βλέπωintransitive verb (look at the situation) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Let's see, what do we need to do next? Για να δούμε, τι πρέπει να κάνουμε μετά; |
φαντάζομαιtransitive verb (visualize) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I can just see the look on his face! |
βρίσκω αποδεκτό, θεωρώ αποδεκτόtransitive verb (find acceptable) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Yes, I definitely see that. What a great plan! ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Λυπάμαι, αλλά δεν βλέπω να πιάνει το σχέδιό σου. |
θεωρώtransitive verb (regard as, consider) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I see her as a future prime minister. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Με φρόντιζε τόσα χρόνια και πλέον τη βλέπω σα μητέρα. |
βλέπωtransitive verb (assure) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He looked all around to see that no one was present. |
βλέπομαι, βρίσκομαιtransitive verb (date) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-) We've been seeing each other for three weeks. Βλεπόμαστε εδώ και τρεις εβδομάδες. |
βλέπωtransitive verb (keep company with) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You've been seeing a lot of those boys lately, haven't you? Βλέπεις συχνά τα παιδιά τελευταία, έτσι δεν είναι; |
βλέπωtransitive verb (attend to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The doctor will see you now. |
βλέπωtransitive verb (gambling: accept a bet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'll see your hundred, and raise you a hundred. |
ζωtransitive verb (know) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This boat has seen better days. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αν και σχετικά νέος έχω δει πολλά στη ζωή μου. |
βλέπω, προσέχωtransitive verb (notice) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I see the miners have gone on strike again, according to the paper. |
φροντίζωphrasal verb, transitive, inseparable (informal (attend to, deal with) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Our guests will be here soon, so I'd better see about getting some food prepared. |
βλέπω, σκέφτομαιphrasal verb, transitive, inseparable (informal (consider) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I might sign up for that class; I haven't decided. I'll see about it. Ίσως παρακολουθήσω αυτό το μάθημα· δεν το έχω αποφασίσει ακόμα. Θα δούμε (or: Θα δείξει). |
φροντίζωphrasal verb, transitive, inseparable (US (look after, take care of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υποδέχομαιphrasal verb, transitive, inseparable (greet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) How did you see in the New Year? |
συνοδεύωphrasal verb, transitive, separable (welcome and show in) (προς τα μέσα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προβλέπωphrasal verb, transitive, inseparable (predict: the future) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A clairvoyant can see into the future. |
κοιτώ μέσα σεphrasal verb, transitive, inseparable (look inside) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I could see into the house through the ground-floor window. |
διακρίνω, διαβλέπωphrasal verb, transitive, inseparable (figurative (know real nature of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I could see into the politician's real motives by closely examining his parliamentary speeches. Μπόρεσα να διακρίνω τα πραγματικά κίνητρα του πολιτικού εξετάζοντας προσεκτικά τους λόγους του στη βουλή. |
διώχνωphrasal verb, transitive, separable (informal (chase away or dismiss) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The dog saw off the cat that was eating its food. Ο σκύλος έδιωξε τη γάτα που έτρωγε το φαγητό του. |
ξεπροβοδίζωphrasal verb, transitive, separable (say farewell to) (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He came to the airport with me to see me off. I'll drive you to the station and see you off. Ήρθε μαζί μου στο αεροδρόμιο για να με ξεπροβοδίσει. |
συνοδεύωphrasal verb, transitive, separable (bid farewell to) (προς την έξοδο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It was very late when he saw the last of the guests out. |
συνοδεύωphrasal verb, transitive, separable (show to the door) (προς την έξοδο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρίχνω μια ματιά σε κτphrasal verb, transitive, inseparable (UK (building: tour, inspect) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραβλέπωphrasal verb, transitive, inseparable (informal, figurative (disregard: negative aspects of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βλέπω πέρα απόphrasal verb, transitive, inseparable (not be mislead by) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ολοκληρώνωphrasal verb, transitive, separable (informal (task, project: complete) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It won't be easy, but we'll see this project through. Δεν θα είναι εύκολο αλλά θα το ολοκληρώσουμε αυτό το πρότζεκτ. |
τα βγάζω πέραphrasal verb, transitive, separable (informal (be sufficient) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) $150 a week is enough to see you through. Εκατό πενήντα δολάρια την εβδομάδα φτάνουν για να τα βγάλεις πέρα. |
φροντίζωphrasal verb, transitive, inseparable (informal (tend or attend to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Your bicycle has a flat tire, sir? We'll see to it right away. Το ποδήλατό σας έχει σκασμένο λάστιχο κύριε; Θα το φροντίσουμε αμέσως. |
όπως το βλέπω εγώadverb (in my opinion) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βλέπω κτ με δυσκολία(have difficulty seeing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She could barely see the road through the thick snow. |
βλέπω με δυσκολίαverbal expression (have poor sight) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χαίρομαι που σε βλέπωexpression (happy to meet you again) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρίχνω μια ματιάverbal expression (informal (take a quick look at [sth]) |
Αγία Έδραnoun (Vatican) On Monday, the Holy See released a statement condemning the violence and calling for a peaceful resolution to the crisis. |
βλέπω πώς θα πάειexpression (informal (see what happens after a while) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατάλαβαinterjection (I understand) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) So, you don't like this office? I see. We'll try to get you moved as soon as possible. Ώστε δεν σου αρέσει αυτό το γραφείο; Κατάλαβα. Θα προσπαθήσουμε να σε μετακινήσουμε το συντομότερο δυνατόν. |
χρόνια και ζαμάνιαinterjection (slang (I haven't seen you for a long time) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hey, Andrew! Long time no see! |
γρήγορη ματιάnoun (informal (quick inspection, look) |
κάνω κπ να καταλάβει κτ, δίνω σε κπ να καταλάβει κτverbal expression (help [sb] understand) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I wish I could make him see how much I love him. |
που πρέπει να το δειςadjective (informal ([sth] recommended to be seen) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Citizen Kane is one of the must-see movies of all time. |
βλέπε παραπάνωverbal expression (document: refers to earlier text) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βλέπε παρακάτω(written (refer to text, etc., further down) |
κατανοώ και τις δύο πλευρέςverbal expression (figurative (be impartial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Even though you see both sides, you still have to make a decision. |
βλέπω φως στο τούνελverbal expression (figurative, informal (reach the end of a project) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) After working 15 hours a day on it for three weeks, he finally started to see daylight. |
πραγματοποιούμαιverbal expression (figurative (come to fruition) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I thought your trip round the world would never see daylight. |
τα βλέπω διπλά, τα βλέπω όλα διπλάverbal expression (have blurred vision) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I thought I was seeing double, but it was just that my glasses were steamed up. Those are twins? I thought I was seeing double! |
τα έχω με κπverbal expression (informal (be dating) (έχω σχέση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω την ίδια άποψηverbal expression (figurative (agree) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We don't always see eye to eye. Δεν έχουμε πάντα την ίδια άποψη. |
κρίνω σκόπιμοtransitive verb (consider appropriate: to do [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Only use as much paint as you see fit. |
βλέπω με άλλο μάτιverbal expression (figurative (fresh perspective) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Since they repainted the town hall I'm seeing it in a new light. |
αποδίδεται δικαιοσύνηverbal expression (ensure fairness) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I don't want revenge; all I want is to see justice done. |
βάζω μυαλόverbal expression (be persuaded to act sensibly) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκνευρίζομαιverbal expression (figurative (get angry) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When he insulted my girlfriend I saw red and hit him. |
διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά μεταξύverbal expression (distinguish between) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She could not see the difference between the identical twins. I do not see the difference between the candidates' economic plans. Δεν μπορούσε να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ των ομοζυγωτικών διδύμων. Δεν αντιλαμβάνομαι τη διαφορά μεταξύ των οικονομικών σχεδίων των υποψηφίων. |
προβλέπω το μέλλονverbal expression (know what will happen) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She claims she can see the future just by reading your hand. If I could see the future, it just might scare me to death. Υποστηρίζει ότι μπορεί να προβλέψει το μέλλον διαβάζοντας απλώς το χέρι σου. Αν μπορούσα να προβλέψω το μέλλον, μπορεί να με τρομοκρατούσε. |
βλέπω κπ για τελευταία φοράverbal expression (informal (not encounter [sb] anymore) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταλαβαίνωverbal expression (figurative (understand) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) After Ann explained it to me I could finally see the light. |
βλέπω το φως της ημέραςverbal expression (figurative (come into being) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Your plan is so bad it will never see the light of day. |
βλέπω μέσα από κτ(look through) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I can see through your curtains! Maybe you should get some thicker ones? Βλέπω μέσα από τις κουρτίνες σου! Μήπως να πάρεις πιο χοντρές; |
δεν ξεγελιέμαι από κτ(figurative (not be deceived) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mom can always see through your excuses. Η μαμά καταλαβαίνει πάντα τις δικαιολογίες σου. |
φροντίζω ναverbal expression (informal (ensure, make sure) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) See to it that you're home by midnight, or you'll be grounded. |
ξεπροβοδίζωverbal expression (show out) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Would you see Mrs. Barlow to the door, please? |
βλέπω τι μπορεί να γίνει, βλέπω τι μπορώ να κάνωverbal expression (try to find solution) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The mechanic said he'd see what can be done to repair my car. |
βλέπω με τα μάτια μου, βλέπω με τα ίδια μου τα μάτιαverbal expression (informal (witness at first hand) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I would never have believed it if I hadn't seen it with my own eyes. |
τα λέμε, γεια χαρά, γειαinterjection (slang (see you: goodbye for now) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα λέμεinterjection (informal (goodbye until we meet again) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) I have to go now - see you again soon! |
Τα λέμε!interjection (informal (Goodbye for now!) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Τα λέμε!interjection (informal (goodbye for now) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) See you soon, Edna! Τα λέμε σύντομα Έντνα! |
Τα λέμε!interjection (informal (Goodbye for now!) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Τα λέμε εκεί!interjection (informal (goodbye until a given future event) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
τα λέμε αύριοinterjection (informal (goodbye until tomorrow) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Τα λέμε!interjection (informal (Goodbye for now!) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
διάφανος, διαφανήςadjective (informal (transparent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Her see-through shirt leaves nothing to the imagination. Το διαφανές πουκάμισό της δεν αφήνει τίποτα στη φαντασία. |
τραμπάλαnoun (child's playground toy) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The sisters played on the seesaw together. |
ταλαντεύομαιintransitive verb (figurative (move back and forth) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περίμενε και θα δειςverbal expression (wait to find out) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Wait and see. You might win the prize. |
βλέπειςexpression (please understand) (σε έναν) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I need money to buy new shoes, you see. |
Για δες με!interjection (informal (I'll show you I'm right) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Περίμενε και θα δεις!interjection (informal (I'll show you I'm right) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του seen στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του seen
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.