Τι σημαίνει το service στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης service στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του service στο Αγγλικά.

Η λέξη service στο Αγγλικά σημαίνει εξυπηρέτηση, δρομολόγιο, συντήρηση, σέρβις, βοήθεια, εξυπηρέτηση, υπηρεσία, υπηρεσία, θητεία, υπηρεσία, σέρβις, κουβέρ, σερβίτσιο, υπηρεσία, υπηρεσία, ένοπλες δυνάμεις, επίδοση, θεία λειτουργία, σερβίς, οι ένοπλες δυνάμεις, υπηρεσίες, υπηρεσίες, κάνω σέρβις, προμηθεύω, ζευγαρώνω με κτ, συμβουλευτική υπηρεσία, εξυπηρέτηση μετά την πώληση, τηλεφωνητής, υπηρεσία που δέχεται τηλεφωνήματα, στη διάθεση σου, σέρβις αυτοκινήτου, υπηρεσία τροφοδοσίας, υπηρεσία catering, εκκλησιαστική λειτουργία, πολιτική υπηρεσία, κοινωφελής εργασία, υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, πορτιέρης ξενοδοχείου, συμβουλευτική υπηρεσία, συμβουλευτική υπηρεσία, εταιρεία ταχυμεταφορών, CPS, Eισαγγελία, εξυπηρέτηση πελατών, τμήμα εξυπηρέτησης πελατών, αντιπρόσωπος τμήματος εξυπηρέτησης πελατών, εξυπηρέτηση χρέους, κάλυψη εξυπηρέτησης χρέους, υπηρεσία παράδοσης, σετ με πιάτα και μαχαιροπήρουνα, διπλωματική υπηρεσία, υπηρεσία έκτακτης ιατρικής βοήθειας, υπηρεσία πρώτων βοηθειών, πρώτες βοήθειες, υπηρεσία εστίασης, διπλωμάτης, διπλωμάτισσα, νεκρώσιμη ακολουθία, σύστημα υγείας, εν ενεργεία, εν ενεργεία, -, εκπαίδευση/κατάρτιση κατά τη διάρκεια της εργασίας, Υπηρεσία Εσωτερικού Εισοδήματος, η Εφορία, υπηρεσία ως ένορκος, καθαριστήριο, προσποίηση, συνεργείο καθαρισμού, μνημόσυνο, στρατιωτική θητεία, Εθνικό Σύστημα Υγείας, στην υπηρεσία της Μεγαλειοτάτης, εξαιρετικές υπηρεσίες, εξαίρετες υπηρεσίες, ασχολούμαι με κτ μόνο στα λόγια, υπηρεσία μεταφοράς αποσκευών, ταχυδρομική υπηρεσία, κοινωφελής υπηρεσία, κοινωφελής παροχή, δημόσιος τομέας, υπηρεσία δωματίου, μυστική υπηρεσία, στρατιωτική θητεία, σελφ σέρβις, με αυτοεξυπηρέτηση, σταθμός εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών, κέντρο συντήρησης, κουβέρ, φιλοδώρημα, κόστος υπηρεσίας, παροχή υπηρεσιών, γραφείο εξυπηρέτησης, είσοδος προσωπικού και προμηθευτών, εμπορικός τομέας/βιομηχανία υπηρεσιών, συμφωνία επιπέδου παροχής υπηρεσιών, διάρκεια ζωής, γραμμή του σερβίς, σήμα υπηρεσίας, επίδοση δικογράφου, πάροχος υπηρεσιών διαδικτύου, ιστορικό απασχόλησης, φάκελος/μητρώο στρατιωτικού, ιστορικό συντήρησης οχήματος, παράδρομος, βενζινάδικο, Σταθμός Εξυπηρέτησης Αυτοκινητιστών, υπηρεσία με τακτικά/πυκνά δρομολόγια, αγγλικός τρόπος σερβιρίσματος, κοινωνικές υπηρεσίες, σερβίτσιο τσαγιού, πάροχος τηλεφωνικών υπηρεσιών, υπηρεσία απομάκρυνσης οχημάτων, σιδηροδρομικές υπηρεσίες, ειδησιογραφικό πρακτορείο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης service

εξυπηρέτηση

noun (help, assistance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The service at the store is excellent. They really know what they are doing.
Η εξυπηρέτηση στο κατάστημα είναι έξοχη. Ξέρουν καλά τι κάνουν.

δρομολόγιο

noun (provision for public need) (μέσα συγκοινωνίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The bus service in the city is excellent.
Τα δρομολόγια των λεωφορείων στην πόλη είναι άψογα.

συντήρηση

noun (maintenance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This dealer offers full parts and service.
Αυτός ο έμπορος προσφέρει εξαρτήματα και συντήρηση.

σέρβις

noun (mechanical check-up)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
We bring the car for service every ten thousand miles.
Φέρνουμε το αυτοκίνητο για σέρβις κάθε δέκα χιλιάδες μίλια.

βοήθεια, εξυπηρέτηση

noun (act of serving, helping)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her service as a greeter that day really helped us out.

υπηρεσία

noun (being a servant)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her service at the house has lasted four years.

υπηρεσία, θητεία

noun (employment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He retired after twenty years of service to the company.
Πήρε σύνταξη μετά από είκοσι πέντε χρόνια υπηρεσίας στην εταιρεία.

υπηρεσία

noun (useful function)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The new daycare facility will provide a much-needed service to working parents.

σέρβις

noun (distribution of food) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The service at this restaurant was quick and efficient.

κουβέρ

noun (service charge)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The Americans were not happy about finding service included in the bill at the restaurant.

σερβίτσιο

noun (countable (set of dishes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We bought a service for six. The plates are beautiful.

υπηρεσία

noun (utility provision)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The phone company cut off his service because he hadn't paid his bill.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κύριε, αν δεν τακτοποιήσετε τον λογαριασμό σας θα προβούμε σε διακοπή της υπηρεσίας.

υπηρεσία

noun (government department)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This organization is part of the government medical information service.

ένοπλες δυνάμεις

noun (armed forces)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
He joined the service five years ago and enjoys being in the army.

επίδοση

noun (delivery of a legal document)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The service of the protection order was done by a deputy sheriff.

θεία λειτουργία

noun (countable (worship)

The service lasted for 50 minutes on Sunday morning.

σερβίς

noun (tennis: act of serving the ball)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The pro's service was hard to return.

οι ένοπλες δυνάμεις

plural noun (armed forces, collectively)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
That couple's son and daughter are both in the services.

υπηρεσίες

plural noun (work done for pay)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The company sent him an invoice for services rendered.

υπηρεσίες

plural noun (economics: intangible commodities)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κάνω σέρβις

transitive verb (maintain: vehicle, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
One should service a car periodically, including oil changes.

προμηθεύω

transitive verb (supply) (κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The company serviced them with office supplies.

ζευγαρώνω με κτ

transitive verb (animals: copulate with)

The bull services all the cows on the farm.
Ο ταύρος βατεύει όλες τις αγελάδες του αγροκτήματος.

συμβουλευτική υπηρεσία

noun (counseling clinic)

εξυπηρέτηση μετά την πώληση

noun (customer care: repair, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τηλεφωνητής

noun (receptionist: takes phone calls)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She couldn't tell me when the doctor would arrive since she was just the answering service.

υπηρεσία που δέχεται τηλεφωνήματα

noun (US (outside service: takes calls)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The doctor's answering service is on duty whenever his office is closed.

στη διάθεση σου

adverb (ready to help you)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I am at your service.

σέρβις αυτοκινήτου

noun (maintenance work done on a car)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υπηρεσία τροφοδοσίας, υπηρεσία catering

noun (food provision at events, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκκλησιαστική λειτουργία

noun (gathering for formal worship)

πολιτική υπηρεσία

noun (government workers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Denise had spent her entire career working for the civil service.

κοινωφελής εργασία

noun (work done as punishment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He was sentenced to 100 hours of community service.
Καταδικάστηκε σε 100 ώρες κοινωφελούς εργασίας.

υποχρεωτική στρατιωτική θητεία

noun (required time in the military)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Compulsory military service was known as "National Service" in the UK.
Η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία ήταν γνωστή στη Μεγάλη Βρετανία ως «Εθνική Θητεία».

πορτιέρης ξενοδοχείου

noun (hotel errand-running service)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The hotel concierge service was able to get a couple of tickets for me.

συμβουλευτική υπηρεσία

noun (service offering talk therapy) (ψυχολογία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συμβουλευτική υπηρεσία

noun (service offering guidance) (παροχή συμβουλών γενικότερα)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εταιρεία ταχυμεταφορών

noun (delivery service)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

CPS

noun (UK, initialism (Crown Prosecution Service) (συντομογραφία)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The CPS examined the evidence the police had gathered and decided to proceed with the prosecution.

Eισαγγελία

noun (UK (CPS: state prosecution service)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξυπηρέτηση πελατών

noun (care of customers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm constantly having to complain about customer service in this shop.
Διαρκώς πρέπει να υποβάλλω παράπονα για την εξυπηρέτηση πελατών σε αυτό το κατάστημα.

τμήμα εξυπηρέτησης πελατών

noun (team handling clients' enquiries)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντιπρόσωπος τμήματος εξυπηρέτησης πελατών

noun ([sb] who handles clients' enquiries)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξυπηρέτηση χρέους

(economics)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κάλυψη εξυπηρέτησης χρέους

noun (cash available to pay debts)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπηρεσία παράδοσης

noun (transportation of goods)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The store still provides free home delivery service.
Το κατάστημα ακόμα προσφέρει δωρεάν κατ' οίκον παράδοση.

σετ με πιάτα και μαχαιροπήρουνα

noun (set of crockery and cutlery)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The wedding gifts included a dinner service for twelve.

διπλωματική υπηρεσία

noun (diplomatic corps)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Donald had a successful career in the diplomatic service.

υπηρεσία έκτακτης ιατρικής βοήθειας, υπηρεσία πρώτων βοηθειών

noun (often plural (paramedics)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρώτες βοήθειες

noun (initialism (emergency medical service)

υπηρεσία εστίασης

(provision of meals)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διπλωμάτης, διπλωμάτισσα

noun (US (member of the US Foreign Service)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

νεκρώσιμη ακολουθία

noun (ceremony at a burial or cremation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σύστημα υγείας

noun (system of medical care)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Some Americans are against the idea of having a health service like the British NHS.

εν ενεργεία

adjective (soldier: engaged in combat)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
In-service soldiers who possess baccalaureate degrees may apply for Officer Candidate School.

εν ενεργεία

adjective (in or available for use)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Indonesia's Lion Air has a fleet of 94 in-service aircraft.

-

adjective (dated (working as a servant) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Martha was in service as a maid.
Η Μάρθα δούλευε ως υπηρέτρια.

εκπαίδευση/κατάρτιση κατά τη διάρκεια της εργασίας

noun (professional training while on the job)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We all had to attend an in-service training session before we could use the new computer system.

Υπηρεσία Εσωτερικού Εισοδήματος

noun (US tax collection agency) (στις ΗΠΑ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The Internal Revenue Service collects trillions of dollars each year.

η Εφορία

noun (US, initialism (Internal Revenue Service)

I owe money to the IRS this year.

υπηρεσία ως ένορκος

noun (service on a court jury)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jury duty might seem like a break from work, but really it's very boring.

καθαριστήριο

noun (clothes-washing business)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

προσποίηση

noun (figurative (acknowledge superficially) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Obama paid lip service to closing Guantanamo, but he hasn't taken action yet.

συνεργείο καθαρισμού

noun (cleaner, cleaning business)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μνημόσυνο

noun (ceremony held in commemoration)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στρατιωτική θητεία

noun (compulsory period spent in the army)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Compulsory military service was abolished in Spain in 2001.

Εθνικό Σύστημα Υγείας

noun (UK (British National Health Service)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στην υπηρεσία της Μεγαλειοτάτης

expression (dated, initialism (On Her Majesty's Service)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξαιρετικές υπηρεσίες, εξαίρετες υπηρεσίες

noun (excellent professional contribution)

ασχολούμαι με κτ μόνο στα λόγια

verbal expression (figurative (give superficial attention)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Obama paid lip service to closing Guantanamo, but he hasn't taken action yet.

υπηρεσία μεταφοράς αποσκευών

noun (carrying luggage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταχυδρομική υπηρεσία

noun (organized handling and delivery of mail)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοινωφελής υπηρεσία

noun (supplying of a service)

κοινωφελής παροχή

noun (often plural (service provided)

δημόσιος τομέας

noun (Aus, NZ (civil service)

υπηρεσία δωματίου

noun (hotel service providing food in room)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I ordered room service half an hour ago! - where have you been? Instead of going down to the dining room tonight, let's call room service and have dinner right here.

μυστική υπηρεσία

noun (government intelligence agency)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στρατιωτική θητεία

noun (compulsory period spent in the military)

σελφ σέρβις

noun (facilities that are unstaffed)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

με αυτοεξυπηρέτηση

noun as adjective (unstaffed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'd rather be served by a waiter than eat in a self-service restaurant.

σταθμός εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών

noun (UK (motorway facilities)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
He drove the car off the highway and into the service area so he could eat lunch and use the bathroom.

κέντρο συντήρησης

noun (repair shop)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κουβέρ, φιλοδώρημα

noun (tip paid to serving staff)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There is a 10% service charge added to the restaurant bill.

κόστος υπηρεσίας

noun (charge for providing [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παροχή υπηρεσιών

noun (provision of [sth])

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γραφείο εξυπηρέτησης

noun (help desk, IT support desk)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She went to the service desk at the train station to ask for a train timetable.

είσοδος προσωπικού και προμηθευτών

noun (tradesman's door)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The restaurant owner asks that all deliveries be brought to the service entrance.

εμπορικός τομέας/βιομηχανία υπηρεσιών

noun (business providing a service)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Catering is part of the service industry, as is dry-cleaning.

συμφωνία επιπέδου παροχής υπηρεσιών

noun (contract defining scope of [sth] to be provided)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διάρκεια ζωής

noun (period a product is expected to last)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γραμμή του σερβίς

noun (tennis: boundary marking) (τένις)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The serve didn't count because the player's foot was over the service line.

σήμα υπηρεσίας

noun (logo of a commercial service)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The service mark appears on the uniforms of the company's employees.

επίδοση δικογράφου

noun (law: notice of action)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πάροχος υπηρεσιών διαδικτύου

noun (company: provides internet)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ιστορικό απασχόλησης

noun (employment history)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you don't think he can do the job, you can always check his service record at the employment office.

φάκελος/μητρώο στρατιωτικού

noun (US (history of military service)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The sergeant had a great service record and had won many medals.

ιστορικό συντήρησης οχήματος

noun (vehicle: record of maintence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When they repaired the car's engine they made an entry on the service record.

παράδρομος

noun (road alongside expressway) (στην εθνική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βενζινάδικο

noun (gas station) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Σταθμός Εξυπηρέτησης Αυτοκινητιστών

noun (motorway rest-stop)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

υπηρεσία με τακτικά/πυκνά δρομολόγια

noun (transport going back and forth)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There's a free shuttle service from the car park to the shopping centre.

αγγλικός τρόπος σερβιρίσματος

noun (UK (formal method of serving dinner)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοινωνικές υπηρεσίες

plural noun (amenities and assistance to community)

Some people think that immigrants shouldn't have automatic access to social services.

σερβίτσιο τσαγιού

noun (set of teapot and cups)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My grandmother has a silver tea service that she uses on special occasions.

πάροχος τηλεφωνικών υπηρεσιών

noun (company: provides phone)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

υπηρεσία απομάκρυνσης οχημάτων

noun (company that hauls away vehicles)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σιδηροδρομικές υπηρεσίες

noun (provision of railway transport)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Unfortunately there's no train service to Bexhill so we'll have to take the bus.

ειδησιογραφικό πρακτορείο

noun (agency that sends news stories)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του service στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του service

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.