Τι σημαίνει το soirée στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης soirée στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του soirée στο Γαλλικά.
Η λέξη soirée στο Γαλλικά σημαίνει βράδυ, σουαρέ, έξοδος, σουαρέ, βράδυ, συγκέντρωση, συνάθροιση, συγκέντρωση, συνάντηση, μπίμποπ, στο σπίτι, πάρτι, πάρτυ, εσπέρα, πάρτυ, διανυκτέρευση ενός παιδιού στο σπίτι ενός φίλου, παρείσακτος, απρόσκλητος επισκέπτης, πάρτυ, πάρτι, πάρτυ μεταμφιεσμένων, κοστούμι, δεξίωση γάμου, ένδυμα δεξιώσεων, επίσημο ένδυμα, πιτζάμα πάρτι, επίσημο ένδυμα, πυτζάμα πάρτι, πιτζάμα πάρτι, κοινωνική εκδήλωση, θεματική βραδιά, μέλος της παρέας που δεν πίνει για να οδηγήσει με ασφάλεια τους υπόλοιπους στον προορισμό τους, επίσημη ενδυμασία, επίσημο ένδυμα, εκδήλωση όπου θα κυριαρχεί το γλύψιμο, το απόγευμα, καληνύχτα, καλλονή, πεντάμορφη, συγκέντρωση μόνο για γυναίκες, μουσική βραδιά, που απαιτεί επίσημο ένδυμα, τουαλέτα, φιλανθρωπική εκδήλωση, χορός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης soirée
βράδυ
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'est très beau ici le soir. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα γυρίσω κατά το βραδάκι. |
σουαρέnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Est-ce que tu peux venir à une soirée samedi ? Μπορείς να έρθεις στο σουαρέ το σαββατόβραδο; |
έξοδοςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nous avons passé une super soirée vendredi, tu aurais dû venir. |
σουαρέnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Le club a organisé une soirée avec des célébrités du coin. Ο σύλλογος οργάνωσε ένα σουαρέ με επώνυμους της περιοχής. |
βράδυ
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ο νεαρός δούλευε από το πρωί ως το βράδυ, χωρίς σταματημό. |
συγκέντρωση, συνάθροισηnom féminin (fête) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La fête était une soirée décontractée avec pizza et vins de la région. |
συγκέντρωση, συνάντησηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a une soirée au profit de l'association. Voulez-vous y aller ? |
μπίμποπ
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Danny et Sandy ont dansé le bop ensemble lors de la soirée du lycée. |
στο σπίτιnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάρτι, πάρτυ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Je fais une fête ce soir. Το βράδυ θα κάνω πάρτι. |
εσπέρα(παλαιό) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πάρτυnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) L'université organise toujours une fête en début d'année afin que les nouveaux étudiants fassent connaissance. Ce café organise une soirée pour les indépendants travaillant dans les arts. |
διανυκτέρευση ενός παιδιού στο σπίτι ενός φίλου
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Les garçons font une soirée pyjama chez Chris. Τα αγόρια θα κοιμηθούν το βράδυ στο σπίτι του Κρις. |
παρείσακτος, απρόσκλητος επισκέπτης(événement payant) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πάρτυ, πάρτιnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Nous sommes allés à une fête hier. Je n'ai pas pu dormir car les voisins faisaient une soirée et ont fait du bruit. |
πάρτυ μεταμφιεσμένων
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Τα παιδιά ντύνονται στη γιορτή του Halloween και πηγαίνουν σε πάρτυ μεταμφιεσμένων. |
κοστούμιnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δεξίωση γάμουnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ένδυμα δεξιώσεων, επίσημο ένδυμαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πιτζάμα πάρτιnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) À sa soirée pyjama, Emma et ses copines ont fait des jeux et se sont maquillées. |
επίσημο ένδυμαnom féminin |
πυτζάμα πάρτι, πιτζάμα πάρτι
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Les garçons font une soirée pyjama chez Chris. |
κοινωνική εκδήλωσηnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
θεματική βραδιάnom féminin |
μέλος της παρέας που δεν πίνει για να οδηγήσει με ασφάλεια τους υπόλοιπους στον προορισμό τουςnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
επίσημη ενδυμασίαnom féminin |
επίσημο ένδυμα
|
εκδήλωση όπου θα κυριαρχεί το γλύψιμοnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
το απόγευμα(νωρίς, μέχρι τις 7-8) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Le soir, juste après le dîner, j'ai joué à un jeu sur l'ordinateur. |
καληνύχτα
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
καλλονή, πεντάμορφηnom féminin (η ομορφότερη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lorsqu'elle était jeune, elle a été élue reine de la ville. Στα νιάτα της ήταν καλλονή (or: πεντάμορφη). |
συγκέντρωση μόνο για γυναίκεςnom féminin (ΗΠΑ, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Samedi, on fait une soirée entre copines : tu veux venir ? |
μουσική βραδιάnom féminin |
που απαιτεί επίσημο ένδυμαlocution adjectivale (évènement) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τουαλέταnom féminin (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φιλανθρωπική εκδήλωση
L'hôpital organise un dîner de charité pour récolter des fonds. |
χορόςnom féminin (événement mondain) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il a emmené sa petite amie à la soirée. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του soirée στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του soirée
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.