Τι σημαίνει το soi-même στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης soi-même στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του soi-même στο Γαλλικά.
Η λέξη soi-même στο Γαλλικά σημαίνει ο εαυτός σου, ο εαυτός σου, εαυτός, τον εαυτό του, ίδιος, ο εαυτός μου, μόνος του, ο εαυτός μου, ο εαυτούλης μου, η πάρτη μου, βιτζιλαντισμός, από πρώτο χέρι, που τον προκαλεί κπ στον εαυτό του, αυτοσυναρμολογούμενος, αυτοπροκαλούμενος, αυτοενισχυόμενος, κατά βάθος, για μένα, στον εαυτό σου να είσαι αληθινός, σκιά, αγάπη για τον εαυτό μου, αυτοαντίληψη, αυτολύπηση, αυτοδιάλογος, μίσος για τον εαυτό μου, αυτοεκπροσώπηση, παίρνω το νόμο στα χέρια μου, το να είσαι σωστός με τον εαυτό σου, βγαίνω μπροστά, επανέρχομαι στο κανονικό, σκέφτομαι αυτόνομα, είμαι άνετος, παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιος, σκέφτομαι συνέχεια κτ, υποχωρώ, γιατρεύομαι, γιάνω, κλειστός, εσωστρεφής, χαρακτηριστικός, προς τα μέσα, μόνος μου, εγωισμός, μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις, κυλιέμαι σε κτ, βυθίζομαι σε κτ, περιστρέφομαι, μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις για να κάνω κτ, βρίσκω τον εαυτό μου, μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις, εσωτερική αντίφαση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης soi-même
ο εαυτός σου(avec verbes pronominaux) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Arrête de te regarder tout le temps dans le miroir. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Σταμάτα να κοιτάζεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη όλη την ώρα. |
ο εαυτός σου(après prépositions) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Il n'y a personne d'autre que toi ici. Δεν είναι κανείς εδώ εκτός από σένα. |
εαυτόςpronom (ταυτότητα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Elle est redevenue elle-même. Είναι πάλι ο παλιός εαυτός της. |
τον εαυτό του(réfléchi : avec "on") (αυτοπαθές) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Ο τύπος δεν μπορεί να αυτολογοκριθεί. |
ίδιος(emphatique : avec "on") (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) |
ο εαυτός μουpronom (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Voyage et méditation ont été longtemps considérés comme de bonnes manières de se trouver soi-même. |
μόνος τουpronom (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η ουσία είναι ακίνδυνη από μόνη της. |
ο εαυτός μουpronom (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Il faut savoir rire de soi-même. |
ο εαυτούλης μου, η πάρτη μουpronom (αργκό, παλαιό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Prends soin de toi. Πρόσεχε την πάρτη σου. |
βιτζιλαντισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
από πρώτο χέρι(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il m'a donné l'information directement. |
που τον προκαλεί κπ στον εαυτό του
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυτοσυναρμολογούμενοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αυτοπροκαλούμενος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
αυτοενισχυόμενοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατά βάθοςadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Elle a l'air heureuse, mais au fond d'elle-même elle se sent très seule. Φαίνεται χαρούμενη, αλλά κατά βάθος αισθάνεται μεγάλη μοναξιά. |
για μέναlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lola met du maquillage pour elle-même, pas pour impressionner les autres. |
στον εαυτό σου να είσαι αληθινός
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκιάlocution verbale (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Depuis sa longue maladie, il n'est que l'ombre de l'homme qu'on a connu. Μετά τη μακρόχρονη ασθένειά του δεν είναι παρά μια σκιά του παλιού του εαυτού. |
αγάπη για τον εαυτό μουverbe pronominal (αυτοεκτίμηση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Certains adeptes de l’épanouissent personnel insistent : s'aimer soi-même est nécessaire pour aimer les autres. |
αυτοαντίληψηnom féminin (θεώρηση του εαυτού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ils ont une haute opinion d'eux-mêmes. |
αυτολύπησηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αυτοδιάλογοςlocution verbale (συνομιλία με τον εαυτό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μίσος για τον εαυτό μουnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αυτοεκπροσώπησηlocution verbale (Droit) (σε δικαστήριο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παίρνω το νόμο στα χέρια μουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si tu te fais cambrioler, n'essaie pas de faire justice toi-même. |
το να είσαι σωστός με τον εαυτό σου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βγαίνω μπροστάverbe pronominal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si les coupables ne se dénoncent pas, toute la classe sera punie. |
επανέρχομαι στο κανονικόverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκέφτομαι αυτόνομαlocution verbale |
είμαι άνετοςlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sois toi-même. Je sais au fond de moi que je n'étais pas moi-même quand j'ai crevé les pneus de ta voiture. |
παραμένω ο ίδιος, μένω ο ίδιοςlocution verbale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Dans des moments de doute, l'important est de rester fidèle à soi-même. |
σκέφτομαι συνέχεια κτverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) D'accord, tu as perdu ton travail mais il ne sert à rien de s'apitoyer sur ton sort (or: sur toi-même). Sors et trouve-toi un autre boulot. |
υποχωρώ(κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Όταν υποχώρησαν τα στηρίγματα της οροφής, το ορυχείο κατέρρευσε και οι πάντες παγιδεύτηκαν μέσα. |
γιατρεύομαι, γιάνωverbe intransitif (τραύμα, πληγή) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) C'est vrai qu'avec le temps, un cœur brisé se guérit de lui-même. |
κλειστός, εσωστρεφήςlocution adjectivale (personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mon père était un homme calme, timide et replié sur lui-même. |
χαρακτηριστικόςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προς τα μέσα(μεταφορικά) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
μόνος μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Εξ αιτίας του αυτισμού της, η Έλεν δυσκολεύεται να λειτουργήσει μόνη της. |
εγωισμόςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Son nouveau mari semble avoir une haute opinion de lui-même. |
μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμειςlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le coureur a dû puiser au fond de lui-même pour conserver son avance. |
κυλιέμαι σε κτ, βυθίζομαι σε κτ(μεταφορικά) Il n'aime rien de plus au monde que de se complaire dans la misère. Αυτό που του αρέσει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι να βυθίζεται στη μιζέρια. |
περιστρέφομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pourquoi ai-je le tournis quand je tourne sur moi-même ? |
μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις για να κάνω κτlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le coureur a dû puiser au fond de lui-même pour conserver son avance. |
βρίσκω τον εαυτό μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je prends une année de congé pour voyager et me trouver. |
μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puise au fond de toi-même et tu réaliseras que tu peux vaincre n'importe quelle peur. |
εσωτερική αντίφασηnom féminin |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του soi-même στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του soi-même
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.