Τι σημαίνει το sport στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sport στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sport στο Γαλλικά.
Η λέξη sport στο Γαλλικά σημαίνει άθλημα, άθληση, γυμναστική, καθημερινός, αθλητισμός, γυμναστική, γυμναστική, άθλημα, φυσική αγωγή, γυμναστική, επαρχιώτικος, κτ που θέλει κόπο, αθλητικός, σπαζοκεφαλιά, ηλεκτρονικά αθλήματα, στο γυμναστήριο, μαχητικό άθλημα, σπασουάρ, άθλημα που έχει τηλεθέαση, σπορ πουκάμισο, σπορ αυτοκίνητο, μπλέιζερ, γήπεδο, οικιακό γυμναστήριο, ομαδικό άθλημα σε πανεπιστήμιο, άθλημα επαφής, στρώμα γυμναστικής, αθλητικά ρούχα, σάκος γυμναστηρίου, γυμναστική, συνδρομή γυμναστηρίου, ερασιτεχνικός αθλητισμός, αθλητική υποτροφία, αθλητικό σουτιέν, αθλητικός εξοπλισμός, φίλαθλος, φίλαθλη, αθλητικός τραυματισμός, γυμναστής, γυμνάστρια, ομαδικό άθλημα, αθλητικά ρούχα, αθλητικά ρούχα, αθλητική ένωση νέων, αθλητικά είδη, αθλούμαι, αθλητικός, αθλητικός, καθημερινά ρούχα, ωραίο θέαμα, αθλητικό σακίδιο, άσκηση με video games. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sport
άθλημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le baseball est mon sport préféré. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα χειμερινά σπορ με συναρπάζουν. |
άθληση, γυμναστικήnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'aime la lecture et le sport, mais j'ai peu de temps à leur consacrer. Μου αρέσουν το διάβασμα και τα σπορ, αλλά δεν έχω χρόνο για κανένα από τα δύο. |
καθημερινός(vêtements) (ντύσιμο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Une tenue décontractée est tolérée à ce poste. Το καθημερινό ντύσιμο επιτρέπεται σ' αυτή τη δουλειά. |
αθλητισμόςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Στον Ρόμπιν δεν αρέσουν τα σπορ. Του αρέσουν περισσότερο οι υπολογιστές. |
γυμναστική(Scolaire) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'adore les cours d'anglais et d'histoire, mais je déteste vraiment le sport ! |
γυμναστική(éducation physique et sportive) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'EPS est après le français, le lundi. Το μάθημα γυμναστικής είναι τη Δευτέρα, μετά τα γαλλικά. |
άθλημα(επίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le basket-ball est un jeu agréable à jouer. Το μπάσκετ είναι ένα διασκεδαστικό άθλημα για να παίζει κανείς. |
φυσική αγωγή, γυμναστική(France) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les élèves ont des cours d'éducation physique et sportive en plus des cours de mathématiques, de français, de langues, de sciences et d'histoire. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το μάθημα της φυσικής αγωγής διδάσκεται στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. |
επαρχιώτικοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κτ που θέλει κόπο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Το να πηγαίνεις με ποδήλατο σε ανηφόρα θέλει κόπο. |
αθλητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σπαζοκεφαλιά(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ηλεκτρονικά αθλήματαnom masculin (anglicisme) |
στο γυμναστήριο(sports collectifs) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαχητικό άθλημαnom masculin Les sports de combat sont populaires auprès des adolescents. |
σπασουάρnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
άθλημα που έχει τηλεθέασηnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ma vision de l'exercice, c'est d'allumer la télé pour regarder du sport de spectacle. |
σπορ πουκάμισοnom masculin Les maillots de sport sont-ils autorisés au club de golf ? |
σπορ αυτοκίνητοnom féminin Nous avons compris que Tom était en pleine crise de la quarantaine quand il s'est acheté une voiture de sport. |
μπλέιζερnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Les vestes sport sont habituellement faites d'un tissu différent de celui des pantalons avec lesquelles elles sont portées. Il a mis sa veste sport pour aller à l'école aujourd'hui. |
γήπεδοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
οικιακό γυμναστήριοnom féminin |
ομαδικό άθλημα σε πανεπιστήμιοnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άθλημα επαφήςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
στρώμα γυμναστικής
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Mon club de gym demande à tous les participants des cours de yoga d'apporter leur propre tapis de gym aux cours. |
αθλητικά ρούχα
|
σάκος γυμναστηρίουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
γυμναστικήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mon père m'énerve à toujours dire "cours de gym" alors que le bon terme est "cours de sport" ! |
συνδρομή γυμναστηρίουnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ερασιτεχνικός αθλητισμόςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αθλητική υποτροφίαnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αθλητικό σουτιέν
|
αθλητικός εξοπλισμόςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
φίλαθλος, φίλαθληnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
αθλητικός τραυματισμόςnom féminin |
γυμναστής, γυμνάστρια(Scolaire, France) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
ομαδικό άθλημαnom masculin |
αθλητικά ρούχαnom masculin pluriel Je n'ai pas eu de vêtements de sport depuis l'enfance. |
αθλητικά ρούχαnom féminin pluriel |
αθλητική ένωση νέωνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αθλητικά είδηnom masculin pluriel |
αθλούμαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αθλητικός(équipement,...) (για χρήση στον αθλητισμό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) George aime les activités sportives et passer du temps à l'extérieur. |
αθλητικόςlocution adjectivale (vêtement) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Kayla a toujours des tenues de sport même si elle n'en pratique aucun. Η Κάυλα πάντα φαίνεται αθλητικά ρούχα, αν και στην πραγματικότητα δεν κάνει κανένα άθλημα. |
καθημερινά ρούχαnom masculin pluriel |
ωραίο θέαμαnom masculin Regarder ses amis apprendre à skier est un bon sport spectacle. |
αθλητικό σακίδιοnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άσκηση με video gameslocution verbale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sport στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του sport
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.