Τι σημαίνει το sweet στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sweet στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sweet στο Αγγλικά.
Η λέξη sweet στο Αγγλικά σημαίνει γλυκός, αξιαγάπητος, γλυκός, γλυκός, γλυκός, γλυκό, γλυκός, συμπαθής, αξιαγάπητος, γλυκός, γλυκός, γλυκά, γλυκιά γεύση, πιπεριά, πιπεριά, ζαχαρωτή καραμέλα, μαγαζί με ζαχαρωτά, καστανιά, σέσελι, καραμέλα για τον λαιμό, αγριομπιζελιά, σπίτι μου σπιτάκι μου, γλυκέ μου, γλυκιά μου, ημίγλυκος, λακωνικός, γλυκανάλατος, γλυκερός, υπερβολικά γλυκός, γλυκός σαν μέλι, γλυκός σαν μέλι, γλυκός βασιλικός, γλυκό κεράσι, γλυκό κεράσι, σοκολάτα, αραβόσιτος, επιδόρπιο, γλυκό, όνειρα γλυκά, βουχλόη, Υγράμβαρη η στυρακοφόρος, υγραμβάρη, υγραμβάρη, ερωτόλογα, γλυκόλογα, μου αρέσει κπ, μοσχομπίζελο, ζουζουνάκι, αγαπουλίνι, μωρουλίνι, γλυκουλίνι, κουτσούνι, κουτσουνάκι, γλυκοπατάτα, τσουρεκάκι, πωλητής γλυκών, πωλήτρια γλυκών, δέκατα έκτα γενέθλια, δεκαέξι ετών, δεκαέξι χρονών, το καλύτερο σημείο, γλυκόλογα, γλυκός, ήρεμος, ευγενικός, γλυκατζής, γλυκατζού, γαρύφαλλο των ποιητών, γλυκό κρασί, γλυκόλογα, γλυκόξινος, γλυκόξινη σάλτσα, γλυκός, με ευχάριστο άρωμα, μοσχοβολιστός, πείθω με γλυκόλογα, πείθω κάποιον να κάνει κάτι με γλυκόλογα, κολακευτικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sweet
γλυκόςadjective (sugary) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This dessert is very sweet. Αυτό το επιδόρπιο είναι πολύ γλυκό. |
αξιαγάπητοςadjective (lovable) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You have a sweet dog. Ο σκύλος σου είναι πολύ γλυκός. |
γλυκόςadjective (not salted) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I prefer sweet snacks to salty ones. Προτιμώ τα γλυκά από τα αλμυρά σνακ. |
γλυκόςadjective (figurative (pleasing to the ear) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The band played a sweet melody. Το συγκρότημα έπαιξε μια γλυκιά μελωδία. |
γλυκόςadjective (figurative (pleasing to the smell) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A sweet odour came from the kitchen. Μια γλυκιά μυρωδιά ήρθε από την κουζίνα. |
γλυκόnoun (UK, often plural (piece of candy) We don’t keep any sweets in the house. Δεν έχουμε γλυκίσματα στο σπίτι. |
γλυκόςadjective (water: drinkable) (μτφ: όχι θαλασσινός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This fountain delivers sweet water. |
συμπαθής, αξιαγάπητοςadjective (amiable, kind) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) James is a sweet man. |
γλυκόςadjective (beloved) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Happy birthday to my dear, sweet mother! |
γλυκόςadjective (air: clean) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We breathed the sweet air of the forest. |
γλυκάadverb (informal (sweetly) (μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) He talked sweet to his sister so she would help him with his homework. |
γλυκιά γεύσηnoun (taste: sweetness) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) James prefers salty to sweet. |
πιπεριάnoun (vegetable: mild pepper) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Bell peppers are often used in a salad. Συχνά χρησιμοποιούνται πιπεριές στις σαλάτες. |
πιπεριάnoun (plant: bears peppers) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I planted tomatoes, hot peppers, and bell peppers in my garden last year. Πέρυσι φύτεψα στον κήπο μου ντομάτες, καυτερές πιπεριές και πιπεριές. |
ζαχαρωτή καραμέλαnoun (hard candy) |
μαγαζί με ζαχαρωτάnoun (confectioner's shop) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I am going to the candy store to buy some chocolate. |
καστανιάnoun (sweet chestnut) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Most of America's chestnut trees died from disease in the 20th century. Οι περισσότερες καστανιές της Αμερικής χάθηκαν εξαιτίας ασθένειας τον 20ο αιώνα. |
σέσελιnoun (white-flowered herb) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καραμέλα για τον λαιμόnoun (often plural (throat lozenge) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The cough drops helped to relieve Mac's sore throat. I prefer cherry-flavored cough drops. Οι καραμέλες για τον λαιμό ανακούφισαν τον ερεθισμένο λαιμό του Μακ. Προτιμώ τις καραμέλες για τον λαιμό που έχουν γεύση κεράσι. |
αγριομπιζελιάnoun (plant) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σπίτι μου σπιτάκι μουexpression (preference for own home) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γλυκέ μου, γλυκιά μουnoun (informal (term of affection) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I miss you, my sweet. |
ημίγλυκοςadjective (slightly sweetened) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λακωνικόςadjective (brief, concise) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He kept his answers to the police short and sweet. |
γλυκανάλατος, γλυκερόςadjective (figurative (overly sentimental) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) That movie was so sickly sweet that I had to leave before it finished. |
υπερβολικά γλυκόςadjective (cloying, too sugary) Her apple pie was so sickly sweet it made my teeth hurt! The smell of jasmine at night in the tropics is sickly sweet. |
γλυκός σαν μέλιadjective (very sugary) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) These cupcakes are as sweet as honey! |
γλυκός σαν μέλιadjective (figurative (adorable, very cute) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Your innocent face was as sweet as honey the very first time I met you. |
γλυκός βασιλικόςnoun (herb) |
γλυκό κεράσιnoun (type of cherry tree) (δέντρο) |
γλυκό κεράσιnoun (fruit of this tree) (καρπός) |
σοκολάταnoun (cocoa product with high sugar content) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mrs Reese likes to use sweet chocolate in her recipe for cookies. |
αραβόσιτοςnoun (maize) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sweetcorn can be eaten on the cob, or the kernels can be cut off. |
επιδόρπιο, γλυκόnoun (dessert) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Normally we eat sweet dishes after the savoury ones. |
όνειρα γλυκάinterjection (informal (sleep well) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sweet dreams, my love; see you in the morning. |
βουχλόηnoun (botany) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Υγράμβαρη η στυρακοφόροςnoun (eastern US tree) (δέντρο) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υγραμβάρηnoun (wood of eastern US tree) (ξύλο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υγραμβάρηnoun (amber of eastern US tree) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ερωτόλογα, γλυκόλογαplural noun (terms of endearment) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
μου αρέσει κπverbal expression (informal (be romantically interested in [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μοσχομπίζελοnoun (sweet-smelling flowering vine) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sweet pea blossoms are very fragrant. |
ζουζουνάκι, αγαπουλίνι, μωρουλίνι, γλυκουλίνι, κουτσούνι, κουτσουνάκιnoun (informal, figurative (term of affection) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My little sweet pea kissed me before he went to bed for the night. |
γλυκοπατάταnoun (root vegetable) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sweet potato pie is a common dish in the cuisine of the American South. I like sweet potatoes with grated cheese on them. Η πίτα με γλυκοπατάτα είναι συνηθισμένο πιάτο της κουζίνας του αμερικάνικου Νότου. Μου αρέσουν οι γλυκοπατάτες με τριμμένο τυρί από πάνω. |
τσουρεκάκι(bun) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πωλητής γλυκών, πωλήτρια γλυκώνnoun (UK ([sb] who sells confectionery) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δέκατα έκτα γενέθλιαnoun (informal (girl's 16th birthday) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
δεκαέξι ετών, δεκαέξι χρονώνadjective (informal (girl: 16 years old) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Amy was sweet sixteen and had never been kissed. |
το καλύτερο σημείοnoun (figurative (most favourable point) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
γλυκόλογαnoun (figurative, informal (cajolery, persuasion by flattery) (συχνά ρομαντικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Sweet talk will sometimes help you get what you want. |
γλυκός, ήρεμος, ευγενικόςadjective (mild mannered, good natured) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γλυκατζής, γλυκατζούnoun (figurative (fondness for sugary foods) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) My little boy has a very sweet tooth: he'll eat anything sugary. Ο μικρός μου γιος είναι πολύ γλυκατζής. Τρώει οτιδήποτε έχει ζάχαρη. |
γαρύφαλλο των ποιητώνnoun (flowering plant) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
γλυκό κρασίnoun (wine with high sugar content) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sweet wines are usually served with dessert. |
γλυκόλογαplural noun (terms of affection) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
γλυκόξινοςadjective (combining salty and sugary flavours) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sweet-and-sour pork is a popular dish at Chinese restaurants. |
γλυκόξινη σάλτσαnoun (Oriental sauce of honey and vinegar) Cubes of meat are battered and deep-fried and put in a sweet-and-sour sauce. |
γλυκόςadjective (pleasant personality) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με ευχάριστο άρωμαadjective (having a pleasant smell) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μοσχοβολιστόςadjective (with pleasing scent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πείθω με γλυκόλογαtransitive verb (persuade by flattery) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Whenever my daughter starts trying to sweet-talk me, I know she's after something. |
πείθω κάποιον να κάνει κάτι με γλυκόλογαverbal expression (persuade to do by flattery) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) She was unable to sweet-talk her teacher into giving her a better grade. She batted her eyes at me and then sweet-talked me into buying her a new pair of shoes. Δεν κατάφερε να πείσει με γλυκόλογα τη δασκάλα της να της βάλει καλύτερο βαθμό. Μου έκανε ματάκια και μετά με έπεισε με γλυκόλογα να της αγοράσω ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια. |
κολακευτικόςadjective (using flattery) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sweet στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του sweet
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.