Τι σημαίνει το throat στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης throat στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του throat στο Αγγλικά.

Η λέξη throat στο Αγγλικά σημαίνει λάρυγγας, λαιμός, του λάρυγγα, στο λάρυγγα, άνοιγμα, άνοιγμα, κάθομαι στον λαιμό, ξεροβήχω, άσπλαχνος, ανελέητος, δολοφόνος, ανελέητος ανταγωνισμός, σκληρός ανταγωνισμός, ωτορινολαρυγγολογίας, είμαι βραχνιασμένος, έχω έναν κόμπο στον λαιμό, επιβάλλω κτ σε κπ με το ζόρι, πονόλαιμος, στρεπτόκοκκος, γλυκάδι, παστίλια για τον λαιμό, καραμέλα για τον λαιμό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης throat

λάρυγγας

noun (passage inside the neck)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Helen swallowed and felt the cool water slip down her throat.
Η Ελένη κατάπιε και ένιωσε το δροσερό νερό να γλιστράει στον λαιμό της.

λαιμός

noun (front of the neck)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The old lady was wearing a choker, with a diamond at her throat.
Η ηλικιωμένη κυρία φορούσε ένα στενό κολιέ με ένα διαμάντι μπροστά στο λαιμό της.

του λάρυγγα, στο λάρυγγα

adjective (relating to the throat)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Barry's got a nasty throat infection.

άνοιγμα

noun (figurative (narrow passageway) (στενό, μικρό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lava spewed from the volcano's throat.

άνοιγμα

noun (part of shoe upper)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There were heavy crease lines on the throats of his shoes.

κάθομαι στον λαιμό

verbal expression (cause [sb] to sob or choke)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He nearly choked when a chicken bone caught in his throat.

ξεροβήχω

verbal expression (cough before speaking)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The butler respectfully cleared his throat.

άσπλαχνος, ανελέητος

adjective (ruthless)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The competition for the job was cutthroat.

δολοφόνος

noun (archaic (murderer)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
The young woman was lured into the woods by a sinister cutthroat.

ανελέητος ανταγωνισμός, σκληρός ανταγωνισμός

noun (ruthless competition)

The company eventually folded in the face of cut-throat competition from its larger rival.

ωτορινολαρυγγολογίας

noun as adjective (initialism (medicine: ear, nose, and throat) (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

είμαι βραχνιασμένος

verbal expression (figurative, informal (be hoarse)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
What's wrong? Have you got a frog in your throat?

έχω έναν κόμπο στον λαιμό

verbal expression (figurative (be moved emotionally)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιβάλλω κτ σε κπ με το ζόρι

verbal expression (figurative, informal (force, impose)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I wish they'd stop ramming their ideas down our throats.

πονόλαιμος

noun (informal (painful throat infection)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sore throats usually indicate an emerging cold.
Ο πονόλαιμος συνήθως υποδηλώνει την αρχή ενός κρυώματος.

στρεπτόκοκκος

noun (US, informal, abbr (painful throat infection)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Strep throat is highly contagious. The bacteria that causes strep throat can also infect the heart.
Ο στρεπτόκοκκος είναι ιδιαίτερα μεταδοτικός. Τα βακτήρια που προκαλούν τον στρεπτόκοκκο μπορούν να επηρεάσουν και την καρδιά.

γλυκάδι

noun (often plural (animal glands eaten as food) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παστίλια για τον λαιμό, καραμέλα για τον λαιμό

noun (cough drop)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του throat στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του throat

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.