Τι σημαίνει το throwing στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης throwing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του throwing στο Αγγλικά.
Η λέξη throwing στο Αγγλικά σημαίνει ρίχνω, πετάω, πετάω κτ σε κπ, πετάω κτ σε κπ, πετάω κτ σε κπ/κτ, πάσα, βολή, κουβέρτα, πασμίνα, εσάρπα, ζαριά, ζαριά, λαβή, ρίχνω κπ/κτ έξω από κτ, πετάω κπ/κτ έξω από κτ, ρίχνω, κουνάω, αναστατώνω, σαστίσω, συγχίζω, ρίχνω, φτιάχνω, ρίχνω, πατάω, πιέζω, διοργανώνω, δημιουργώ κτ σε κτ, προκαλώ κτ σε κτ, κατεβάζω ιδέες, αγριεύω, απορρίπτω, πετάω, ξεφορτώνομαι, σπαταλώ, σκορπάω, χαλώ, χαραμίζω, πετάω, κατεβάζω, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, ξεφορτώνομαι, ξεφεύγω από κπ, παραπλανώ, μπερδεύω, αποσυντονίζω, αποσπώ, ρίχνω πάνω μου, πετάω, πετώ, απορρίπτω, πετάω έξω, ρίχνω, κάνω εμετό, κάνω εμετό, ξεπετώ, παράγω, δημιουργώ, δυο βήματα, στα δυο βήματα, δυο λεπτά, δυο βήματα, γραμμή του φάουλ, ελεύθερη βολή, σφυροβολία, ρίχνω φως, πετάω ένα ξεροκόμματο σε κπ, ξαφνιάζω, τη φέρνω σε κπ, παθαίνω κρίση, με πιάνει κρίση, παθαίνω κρίση, κάνω χαλάστρα, κάνω γιορτή, ρίχνω μία μπουνιά, το παίζω άρρωστος, δημιουργώ πρόβλημα, ρίχνω πίσω, χαλάω, ρίχνω κτ κάτω, αναμέτρηση, πετάω το γάντι, αναστατώνω, σοκάρω, παραδέχομαι την ήττα μου, τα χάνω, αποτινάζω τον ζυγό, ανοίγω, μαξιλαράκι, δίνω τροφή, χαλάκι, πατάκι, ρίχνω κπ στο στόμα του λύκου, πετάω στα μούτρα, μαζέυω βιαστικά, συγκεντρώνω στα γρήγορα, βάζω μαζί, φέρομαι αυταρχικά, επαναφορά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης throwing
ρίχνω, πετάωtransitive verb (propel through the air) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hurry up and throw the ball! Βιάσου και ρίξε την μπάλα! |
πετάω κτ σε κπ(hurl for [sb] to catch) Steve threw the keys to Janet so that she could unlock the door. |
πετάω κτ σε κπtransitive verb (hurl for [sb] to catch) Throw me that towel, would you? |
πετάω κτ σε κπ/κτ(hurl in the direction of) Johnny was told off for throwing a book at his brother. |
πάσα, βολήnoun (toss) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The throw was a good one and went right to the other guy. Η πάσα (or: βολή) ήταν καλή και πήγε κατευθείαν στον άλλον. |
κουβέρταnoun (US (blanket) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There is a throw beside the couch that you could use to cover yourself if you get cold. |
πασμίνα, εσάρπαnoun (US (scarf) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You should wear your new velvet throw with that dress. |
ζαριάnoun (act of throwing dice) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It was a strong throw that bounced off the side of the table. |
ζαριάnoun (result of dice toss) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The throw showed a five and a four, so he lost his money. |
λαβήnoun (in wrestling) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The wrestler's opponent landed heavily after the throw. |
ρίχνω κπ/κτ έξω από κτ, πετάω κπ/κτ έξω από κτverbal expression (eject from) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Train passengers must not throw rubbish out of the window. |
ρίχνωintransitive verb (toss the dice) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It is your turn to throw. |
κουνάωtransitive verb (cause to move violently) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The rough seas threw the ship from side to side. |
αναστατώνωtransitive verb (overwhelm) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The way he lost his temper totally threw me and I had to leave. |
σαστίσω, συγχίζωtransitive verb (confuse) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The news threw him because it was not what he expected. |
ρίχνωtransitive verb (cause to fall) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He was thrown to the ground when the other skier hit him. |
φτιάχνωtransitive verb (pottery) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She threw a new vase in her pottery class. |
ρίχνωtransitive verb (cast dice) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He blows on the dice before throwing them. |
πατάω, πιέζωtransitive verb (flip a switch) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She threw the switch and the Christmas tree lit up. |
διοργανώνωtransitive verb (host: a party) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We threw a party to celebrate the new house. |
δημιουργώ κτ σε κτ, προκαλώ κτ σε κτ(cause to be in specific condition) The process was thrown into disarray when the boss changed his mind. The protesters were thrown into a panic by the arrival of the police. |
κατεβάζω ιδέεςphrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (ideas, etc.: exchange, brainstorm) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγριεύωphrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (treat roughly) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
απορρίπτωphrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (get rid of [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω, ξεφορτώνομαιphrasal verb, transitive, separable (dispose of, discard) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I had to throw away a lot of old books that nobody wanted. Αναγκάστηκα να πετάξω πολλά παλιά βιβλία που δεν τα ήθελε κανείς. |
σπαταλώ, σκορπάω, χαλώ, χαραμίζω, πετάωphrasal verb, transitive, separable (figurative (waste, squander) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It would be a shame to throw away your talent by doing nothing with it. Θα ήταν κρίμα να χαραμίσεις το ταλέντο σου με το να μην το αξιοποιήσεις. |
κατεβάζωphrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (drink or consume quickly) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I threw back a shot of whisky and then ordered another one. |
περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνωphrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (include) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you buy this computer, I'll throw in a printer for free. Αν αγοράσεις αυτό τον υπολογιστή, θα συμπεριλάβω και έναν εκτυπωτή δωρεάν. |
ξεφορτώνομαιphrasal verb, transitive, separable (figurative (free yourself) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I can't seem to throw off the depression I've been feeling. She managed to throw off her doubts. Δε μπορώ να ξεφορτωθώ την κατάθλιψη που νιώθω. Κατάφερε να ξεφορτωθεί τις αμφιβολίες της. |
ξεφεύγω από κπphrasal verb, transitive, separable (figurative (lose: [sb] following) |
παραπλανώphrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (mislead) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μπερδεύω, αποσυντονίζω, αποσπώphrasal verb, transitive, separable (figurative informal (confuse, distract) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Her silly answers threw me off. Οι ανόητες απαντήσεις της με μπέρδεψαν (or: αποσυντόνισαν). |
ρίχνω πάνω μουphrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (clothing: put on hastily) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πετάω, πετώphrasal verb, transitive, separable (dispose of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kate decided it was time to throw out her old running shoes and get new ones. Η Κέιτ αποφάσισε ότι ήταν καιρός να πετάξει τα παλιά της αθλητικά παπούτσια και να πάρει καινούρια. |
απορρίπτωphrasal verb, transitive, separable (figurative (reject, dismiss) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The case was thrown out of court due to lack of evidence. We can throw out some of the more stupid ideas right away. Η υπόθεση απορρίφθηκε από το δικαστήριο λόγω έλλειψης στοιχείων. |
πετάω έξωphrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (expel, evict) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Alan's parents threw him out when he refused to pay rent. Οι γονείς του Άλαν τον έδιωξαν, όταν αυτός αρνήθηκε να πληρώσει το ενοίκιο. |
ρίχνωphrasal verb, transitive, separable (propose or suggest casually) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'm just throwing out a suggestion here: what if Liz learned to drive? Μια ιδέα ρίχνω: τι θα έλεγες να μάθαινε η Λιζ να οδηγεί; |
κάνω εμετόphrasal verb, intransitive (informal (vomit) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I always have to throw up after drinking too much. Πάντα μου έρχεται να ξεράσω όταν πιω υπερβολικά πολύ. |
κάνω εμετόphrasal verb, transitive, separable (informal (eject by vomiting) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When I'm sick, I throw everything up. Όταν είμαι άρρωστος κάνω εμετό. |
ξεπετώphrasal verb, transitive, separable (informal (build) (ελαφρώς αρνητικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The builder threw up the house in less than two months. Ο οικοδόμος ξεπέταξε το σπίτι σε λιγότερο από δύο μήνες. |
παράγω, δημιουργώphrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (generate, produce) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Our new computer system has thrown up a few problems. Το καινούριο μας σύστημα υπολογιστών δημιούργησε λίγα προβλήματα. |
δυο βήματαnoun (figurative, informal (short distance) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The distance from our house to hers is a stone's throw. |
στα δυο βήματαexpression (figurative, informal (nearby) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We can easily walk to Martha's house; she lives a stone's throw away. |
δυο λεπτά, δυο βήματαexpression (figurative, informal (near) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The shop is just a stone's throw from my house. Το κατάστημα είναι δυο λεπτά από το σπίτι μου. Το κατάστημα είναι δυο βήματα από το σπίτι μου. |
γραμμή του φάουλnoun (on basketball court) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The crowd fell silent as the player stepped up to the foul line. |
ελεύθερη βολήnoun (basketball throw) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σφυροβολίαnoun (sport: throwing event) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ρίχνω φωςverbal expression (figurative (clarify, explain) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The research project sheds light on how dolphins communicate with each other. |
πετάω ένα ξεροκόμματο σε κπverbal expression (informal, figurative (do small favor for) (μεταφορικά) |
ξαφνιάζωverbal expression (US, informal, figurative (do [sth] unexpected) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τη φέρνω σε κπverbal expression (US, informal, figurative (do [sth] misleading) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παθαίνω κρίσηverbal expression (informal (suffer a seizure) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με πιάνει κρίσηverbal expression (figurative, slang (get angry) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παθαίνω κρίσηverbal expression (figurative, slang (child: have a tantrum) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The child throws a fit when he doesn't like his food. |
κάνω χαλάστραverbal expression (US, figurative, slang (disrupt) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He was spiteful and enjoyed throwing a monkey wrench into their plans whenever he could. Ήταν κακεντρεχής και του άρεσε να κάνει χαλάστρα στα σχέδιά τους όποτε μπορούσε. |
κάνω γιορτήverbal expression (host a celebration) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I will throw a party at my house for my birthday. |
ρίχνω μία μπουνιάverbal expression (try to hit [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) After hearing Bob's insult, Paul threw a punch. |
το παίζω άρρωστοςverbal expression (UK, slang (take day off, pretend to be ill) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δημιουργώ πρόβλημαverbal expression (figurative (thwart [sth]) |
ρίχνω πίσω(return by tossing) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wally threw me the ball and I threw it back. |
χαλάωverbal expression (figurative (be discouraging) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They threw cold water on her plan. |
ρίχνω κτ κάτω(toss downward) The tennis player angrily threw down his racquet when he lost the game. |
αναμέτρησηnoun (competition) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In next week's throwdown, up to one hundred graffiti artists will be competing to win the $100,000 first prize. |
πετάω το γάντιverbal expression (figurative (issue a challenge) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The boss threw down the gauntlet by doubling the sales targets for the month. |
αναστατώνω, σοκάρωverbal expression (upset, shock) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The news of her brother’s death really threw Evie for a loop. Discovering his wife had been cheating on him with his best friend knocked Stuart for a loop. |
παραδέχομαι την ήττα μουverbal expression (figurative, informal (give up, admit defeat) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) David knew he'd lost the match, but he refused to throw in the towel. |
τα χάνωverbal expression (figurative (disorient) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It threw me off center when my parents told me to pack my bags. |
αποτινάζω τον ζυγόverbal expression (figurative (free yourself: from a burden) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανοίγω(door, window: open with force) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαξιλαράκιnoun (often plural (small cushion) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δίνω τροφήverbal expression (US, figurative (incite or appease one's followers) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χαλάκι, πατάκι(small rug) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ρίχνω κπ στο στόμα του λύκουverbal expression (figurative (force [sb] into a dangerous situation) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πετάω στα μούτραverbal expression (figurative (charge with past misdeeds) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I wish you wouldn't throw that incident back in my face every time we have a row! |
μαζέυω βιαστικά, συγκεντρώνω στα γρήγορα(informal (assemble hastily) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) For dinner Thursday night I just threw some stuff together. My presentation was just thrown together at the last minute. |
βάζω μαζί(put in each other's company) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A lot of very different people were thrown together in the lifeboat. |
φέρομαι αυταρχικάverbal expression (figurative, informal (be bossy, self-important) Charles is a bossy guy who likes throwing his weight around. |
επαναφοράnoun (soccer, rugby: restarts play) (ποδόσφαιρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The referee stopped the game soon after the throw-in. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του throwing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του throwing
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.