Τι σημαίνει το approaching στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης approaching στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του approaching στο Αγγλικά.
Η λέξη approaching στο Αγγλικά σημαίνει επικείμενος, ερχόμενος, που πλησιάζει, που προσεγγίζει, πλησιάζω, προσεγγίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω, προσεγγίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, προσεγγίζω, πλησιάζω, προσεγγίζω, είμαι στα όρια, προσέγγιση, ερχομός, προσέγγιση, προσέγγιση, προσέγγιση, δρόμος, βολή προσέγγισης, προσέγγιση, κίνηση, κάνω προσέγγιση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης approaching
επικείμενος, ερχόμενοςadjective (time: imminent) (χρόνος: πολύ σύντομα) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) The paper has several articles about the approaching G8 summit. Η εφημερίδα περιέχει αρκετά άρθρα για την επικείμενη (or: προσεχή) συνάντηση κορυφής των G8. |
που πλησιάζει, που προσεγγίζειadjective (distance: getting closer) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The approaching storm soon turned the sky black. Η καταιγίδα που πλησίαζε έκανε σύντομα τον ουρανό μαύρο. |
πλησιάζω, προσεγγίζωintransitive verb (move closer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The deer began to run as the wolves approached. Το ελάφι άρχισε να τρέχει καθώς πλησίαζαν οι λύκοι. |
πλησιάζω, φτάνω, έρχομαιintransitive verb (figurative (time: get nearer) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As her wedding date approached, Martha became more nervous. |
πλησιάζω, προσεγγίζωtransitive verb (move closer physically) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The boxer approached his opponent carefully. Ο μποξέρ ζύγωσε (or: πλεύρισε) τον αντίπαλό του προσεκτικά. |
πλησιάζω, φτάνω, έρχομαιtransitive verb (figurative (move closer in time) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As we approach the end of the school year, I hope you'll remember to stay focused on academics. Καθώς πλησιάζουμε στο τέλος της σχολικής χρονιάς, ελπίζω ότι θα παραμείνετε συγκεντρωμένοι στα μαθήματά σας. |
προσεγγίζωtransitive verb (figurative (tackle) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Einstein approached problems in a unique way. Ο Αϊνστάιν προσέγγιζε τα προβλήματα με μοναδικό τρόπο. |
πλησιάζω, προσεγγίζωtransitive verb (speak to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Edwin is very nervous when he approaches girls. Ο Έντγουιν είναι πολύ νευρικός όταν πλησιάζει (or: προσεγγίζει) τα κορίτσια. |
είμαι στα όριαtransitive verb (figurative (be similar) (κάποιου πράγματος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He spoke in a manner that was approaching sarcasm. Μιλούσε με τρόπο που ήταν στα όρια του σαρκασμού. |
προσέγγισηnoun (act of moving closer) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The islanders are all preparing for the hurricane's approach. |
ερχομόςnoun (figurative (act of getting nearer in time) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The approach of spring brought leaves to the trees. Ο ερχομός της άνοιξης έκανε τα δέντρα να βγάλουν φύλλα. |
προσέγγισηnoun (approximation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Can you at least work out an approach, if not the actual figure? |
προσέγγισηnoun (strategy, way) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The army is planning its approach in case of invasion. |
προσέγγισηnoun (speaking) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His approach was hesitant, but then conversation became easier. |
δρόμοςnoun (driveway, path) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The approach to the house was lined with trees. |
βολή προσέγγισηςnoun (golf) (γκολφ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) There is a water hazard in the approach to the green. |
προσέγγισηnoun (aircraft manoeuver) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The plane's approach to the runway was smooth and steady. |
κίνησηplural noun (sexual advances) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The princess rejected the prince's approaches. |
κάνω προσέγγισηintransitive verb (golf) (γκολφ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The golfer approached confidently. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του approaching στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του approaching
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.