Τι σημαίνει το assurance στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης assurance στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του assurance στο Γαλλικά.
Η λέξη assurance στο Γαλλικά σημαίνει ασφάλεια, ασφάλιση, ασφάλεια, ασφάλιση, βεβαιότητα, ασφάλεια, ασφάλιση, ασφάλεια, ασφάλιση, ασφάλεια, ασφαλιστική εταιρεία, αυτοπεποίθηση, αυτοπεποίθηση, σιγουριά, σιγουριά, βεβαιότητα, σιγουριά, αυτοπεποίθηση, αυτοπεποίθηση, αυτοέλεγχος, αυτοπεποίθηση, αυτοπεποίθηση, βεβαιότητα, ακεραιότητα, σταθερότητα, αφάλεια ζωής, κάνω ασφάλεια, δυναμικός, αποφασιστικός, ανασφαλής, με αυτοπεποίθηση, με σιγουριά, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ασφάλεια κατά της πυρκαϊάς, μικτή ασφάλεια, ασφάλεια ατυχήματος, παροχές μητρότητας, φόρος κοινωνικής αλληλεγγύης, ασφαλιστήριο συμβόλαιο, ασφάλιστρο, διασφάλιση ποιότητας, ασφαλιστικός φορέας, ασφάλεια ζωής, διακανονισμός ασφάλειας ζωής, ιατρικά ασφάλιστρα, ιατρικά ασφάλιστρα, ασφάλιση υποθήκης, Aρχή Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης, ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης, ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης, Σύμβουλος Διαχείρισης Ασφαλιστικού Κινδύνου, ασφάλεια υγείας, ασφάλιση υγείας, ασφάλεια αστικής ευθύνης, ασφάλεια υγείας, προκαταρκτική βεβαίωση ασφαλιστικής κάλυψης, ασφάλεια για ορισμένο χρονικό διάστημα, ασφαλιστικές παροχές, χάνω την αυτοπεποίθηση μου, είμαι ασφαλισμένος για αστική ευθύνη έναντι τρίτων, ανασφαλής, μεικτή ασφάλεια, εταιρεία υγειονομικής περίθαλψης, παροχές υγείας, αξιολογητής, αξιολογήτρια, κοινωνική ασφάλιση, ασφάλιση ευθύνης, ασφάλιση τίτλου, με σιγουριά, με αυτοπεποίθηση, με αυτοπεποίθηση, με σιγουριά, προασφαλιστήριο, ταξιδιωτική ασφάλεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης assurance
ασφάλεια, ασφάλισηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La nouvelle loi exigeait que chaque individu ait une assurance médicale. Ο νέος νόμος απαιτούσε από όλους να έχουν ασφάλεια υγείας. |
ασφάλεια, ασφάλισηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dan a été signalé pour conduite sans assurance. Ο Νταν έλαβε μια κλήση επειδή οδηγούσε χωρίς να έχει ασφάλεια. |
βεβαιότηταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Henry m'a dit avec assurance que le réparateur viendrait aujourd'hui. Ο Χένρυ μου είπε με βεβαιότητα πως ο μάστορας θα ερχόταν σήμερα. |
ασφάλεια, ασφάλισηnom féminin (police) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quand Sabrina a acheté la maison, le prêteur l'a poussée à souscrire à une police d'assurance. Όταν η Σαμπρίνα αγόρασε σπίτι, ο δανειστής της επέβαλε να κάνει ασφάλεια ζωής με ισχύ για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. |
ασφάλεια, ασφάλιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fred a contracté une assurance contre les tremblements de terre, les incendies et les inondations. |
ασφάλεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gary a cousu de l'argent dans ses vêtements comme assurance contre le vol. |
ασφαλιστική εταιρεία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυτοπεποίθηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La confiance en soi est dure à acquérir. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Επάνω στη σκηνή ο τραγουδιστής του συγκροτήματος ήταν γεμάτος αυτοπεποίθηση. |
αυτοπεποίθηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σιγουριά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σιγουριά, βεβαιότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vous avez l'assurance que tout se déroulera comme prévu. |
σιγουριά, αυτοπεποίθησηnom féminin (attitude) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Bill a fait preuve d'assurance tout au long des négociations. |
αυτοπεποίθηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Bien qu'elle n'ait que 17 ans, Clara débat avec un aplomb impressionnant. |
αυτοέλεγχος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αυτοπεποίθηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ο ζαχαροπλάστης έβαζε το γλάσο πάνω στην τούρτα με σιγουριά. |
αυτοπεποίθηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La confiance en lui de l'homme d'affaires est pour beaucoup dans sa réussite. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η αυτοπεποίθησή του τον βοήθησε να πετύχει. |
βεβαιότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ακεραιότητα, σταθερότηταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Malgré son jeune âge, Ray faisait preuve d'une grande assurance intellectuelle. |
αφάλεια ζωήςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) J'ai contracté une assurance-vie pour aider ma famille s'il m'arrivait quelque chose. |
κάνω ασφάλεια
|
δυναμικός, αποφασιστικός(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sidney n'a jamais été très sûre d'elle, et c'est peut-être pour cela qu'elle n'a pas encore été promue. Η Σίδνεϋ δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα δυναμική κι ενδεχομένως γι' αυτό δεν έχει πάρει ακόμα προαγωγή. |
ανασφαλήςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με αυτοπεποίθησηadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με σιγουριάlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ιατροφαρμακευτική περίθαλψη(των ΗΠΑ) |
ασφάλεια κατά της πυρκαϊάςnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μικτή ασφάλειαnom féminin Tu peux prendre une assurance sans égard à la responsabilité où l'assureur paie le coût de toutes les blessures légères causées par un accident. |
ασφάλεια ατυχήματοςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
παροχές μητρότηταςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Son assurance maternité comprend 10 semaines de congé de maternité. |
φόρος κοινωνικής αλληλεγγύηςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ασφαλιστήριο συμβόλαιοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ma police d'assurance ne couvrira pas mes médicaments pour le diabète. |
ασφάλιστροnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
διασφάλιση ποιότηταςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ασφαλιστικός φορέαςnom féminin |
ασφάλεια ζωήςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Les personnes qui ont de jeunes enfants ont davantage tendance à souscrire à une assurance vie. |
διακανονισμός ασφάλειας ζωήςnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ιατρικά ασφάλιστραnom masculin pluriel |
ιατρικά ασφάλιστραnom masculin pluriel |
ασφάλιση υποθήκηςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Aρχή Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης(France) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) En France, l'assurance responsabilité civile professionnelle couvre notamment la faute professionnelle. |
ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Σύμβουλος Διαχείρισης Ασφαλιστικού Κινδύνου
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
ασφάλεια υγείας, ασφάλιση υγείαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ασφάλεια αστικής ευθύνηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ασφάλεια υγείαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προκαταρκτική βεβαίωση ασφαλιστικής κάλυψηςnom féminin (μέχρι να εκδοθεί το ασφαλιστήριο) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ασφάλεια για ορισμένο χρονικό διάστημαnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ασφαλιστικές παροχέςnom féminin pluriel |
χάνω την αυτοπεποίθηση μουlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι ασφαλισμένος για αστική ευθύνη έναντι τρίτων(νομική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανασφαλής(μτφ, χαρακτήρας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle a paru assez peu sûre d'elle (or: peu assurée) au cours de l'entretien. Στη συνέντευξη έδωσε την εντύπωση ότι είναι κάπως ανασφαλής. |
μεικτή ασφάλειαnom féminin (αυτοκίνητο) Ayant acheté une voiture neuve et chère, j'ai souscrit à une assurance tous risques. |
εταιρεία υγειονομικής περίθαλψηςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παροχές υγείαςnom féminin |
αξιολογητής, αξιολογήτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
κοινωνική ασφάλιση(France, équivalent) |
ασφάλιση ευθύνηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ασφάλιση τίτλουnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
με σιγουριά, με αυτοπεποίθησηadverbe (avec confiance) Il traversa avec assurance la pièce sombre jusqu'à la fenêtre. |
με αυτοπεποίθηση, με σιγουριάlocution adverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tiens-toi droit et parle avec assurance quand tu fais un discours. |
προασφαλιστήριοnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ταξιδιωτική ασφάλειαnom féminin |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του assurance στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του assurance
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.