Τι σημαίνει το assurer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης assurer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του assurer στο Γαλλικά.
Η λέξη assurer στο Γαλλικά σημαίνει ασφαλίζω, δένω, διασφαλίζω, εξασφαλίζω, εξασφαλίζω, ασφαλίζω, παρέχω, ασφαλίζω, σκίζω, παρακολουθώ, υπογράφω, εξασφαλίζω, μου εξασφαλίζει, τα καταφέρνω, που έχει πάρει φωτιά, τα σπάω, δεν υπάρχω, εγγυώμαι, διαβεβαιώνω, διαβεβαιώνω, επαληθεύω ότι/πως, συντηρώ, εντάσσω, ενσωματώνω, εκπαιδεύω, κρατάω, αυτοεκπροσώπηση, σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαι, διατηρώ τις υψηλότερες προδιαγραφές, βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι, αναλαμβάνω, δίνω παράσταση, είμαι αναπληρωτής, βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι, επιβεβαιώνω, αντικαθιστώ, αναπληρώνω, κάνω την αφήγηση, επιμένω ότι/πώς, ασφαλίζω κτ για κτ, βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι, εξασφαλίζω κτ σε κπ, επιβεβαιώνω, σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαι, εξασφαλίζω, έχω, διευθύνω, καλύπτω, ασφαλίζω, βεβαιώνομαι ότι κάνω κτ, βλέπω, διαβεβαιώ, διαβεβαιώνω, κάνω σέρβις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης assurer
ασφαλίζω(το αυτοκίνητο, το σπίτι κλπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter a assuré sa vie, sa santé et sa voiture avec une même assurance. |
δένωverbe transitif (Sports) (με σχοινί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διασφαλίζω, εξασφαλίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le contrat assure l'annulation de la dette en cas de décès. Το συμβόλαιο διασφαλίζει τη διαγραφή του χρέους σε περίπτωση θανάτου. |
εξασφαλίζω(une place) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'équipe a décroché sa place parmi l'élite. |
ασφαλίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont assuré un montant qui triplera en cas de décès lors d'un déplacement professionnel. |
παρέχωverbe transitif (service) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Est-ce qu'ils assurent le service de bus les jours fériés ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Παρέχετε μέσο μεταφοράς προς και από το πάρτι; |
ασφαλίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκίζω(familier) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παρακολουθώverbe transitif (Musculation) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu peux m'assurer le temps de mon développé couché ? |
υπογράφωverbe transitif (μτφ: κπ/κτ εγγυάται κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le soudain engouement pour le tricot a assuré le succès de l'usine de laine. |
εξασφαλίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faut éviter de boire du café le soir pour s'assurer une bonne nuit de sommeil. |
μου εξασφαλίζει
L'entretien positif qu'il a passé lui a assuré (or: valu) le poste. Η καλή συνέντευξη του εξασφάλισε τη δουλειά. |
τα καταφέρνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που έχει πάρει φωτιά(familier, jeune) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sharon a répondu juste à toutes les questions pour le moment, elle assure aujourd'hui ! Η Σάρον έχει απαντήσει σωστά κάθε ερώτηση μέχρι τώρα· έχει ρέντα σήμερα! |
τα σπάω, δεν υπάρχω(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ces montagnes russes sont géniales ! |
εγγυώμαιverbe transitif (κτ ή ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le vendeur a garanti (or: assuré) que l'article durerait au moins dix ans. |
διαβεβαιώνω(κπ, κπ ότι/πως) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le guide touristique a assuré au groupe qu'ils finiraient par voir les baleines du bateau. Ο ξεναγός διαβεβαίωσε το γκρουπ πως θα μπορούσαν να δουν τις φάλαινες από το πλοίο. |
διαβεβαιώνω(κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marcus a tenté d'assurer Liz de la fiabilité de cette voiture, mais elle ne l'a pas cru. Ο Μάρκους προσπάθησε να διαβεβαιώσει την Λιζ για την αξιοπιστία του αυτοκινήτου, αλλά εκείνη δεν τον πίστεψε. |
επαληθεύω ότι/πως(αν θεωρώ ότι ισχύει) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vérifiez que le solde de mon compte est au moins de quatre cents dollars, s'il-vous-plaît. Παρακαλώ επαληθεύστε ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού μου είναι τουλάχιστον τετρακόσια δολάρια. |
συντηρώ(une machine,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le mécanicien entretenait tous les véhicules dans le parc automobile. Ο μηχανικός συντηρούσε όλα τα οχήματα του στόλου. |
εντάσσω, ενσωματώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'école de Dan était une des dernières au pays à intégrer les minorités. Το σχολείο του Νταν ήταν ένα από τα τελευταία της χώρας που ενσωμάτωσαν μειονότητες. |
εκπαιδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a été éduquée en France. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το κράτος μορφώνει όλα τα παιδιά ως και την ηλικία των 16. |
κρατάω(la caisse) (μτφ, καθομ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je tenais la caisse pendant que Stéphane servait la bière. Εγώ κρατούσα το ταμείο όσο ο Στιβ έβαζε μπύρα. |
αυτοεκπροσώπησηlocution verbale (Droit) (σε δικαστήριο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαιverbe pronominal (ότι/πως) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διατηρώ τις υψηλότερες προδιαγραφές
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'hôpital vise à respecter les critères de qualité les plus stricts en matière de soins de santé. |
βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il s'assura qu'ils écoutaient tous attentivement avant de commencer à parler. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πριν ξεκινήσει να μιλάει, βεβαιώθηκε πως όλοι άκουγαν. |
αναλαμβάνω(familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je garde la boutique pendant que tu prends ta pause-café. New: Θα κρατήσω εγώ το μαγαζί, για να πας τον γιο σου στον γιατρό. |
δίνω παράσταση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les enfants aiment bien jouer des spectacles devant leurs amis. |
είμαι αναπληρωτήςlocution verbale (αρχηγός, πρόεδρος κ.λπ.) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Assurons-nous d'arriver tôt. Je réserve toujours en avance au théâtre pour m'assurer d'être bien assis. |
επιβεβαιώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je crois que le dîner est à six heures, mais je vais appeler Mary pour m'en assurer. Νομίζω το δείπνο είναι στις έξι, αλλά θα πάρω τη Μέρη για να το επιβεβαιώσω. |
αντικαθιστώ, αναπληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω την αφήγηση(για κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le présentateur commenta son diaporama pour l'audience. |
επιμένω ότι/πώς
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle est très pâle mais elle assure qu'elle va bien. |
ασφαλίζω κτ για κτ
|
βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'étais presque certain d'avoir tout ce qu'il me fallait dans ma valise, mais j'ai jeté un dernier coup d'œil à ma liste pour m'en assurer. Ήμουν σχεδόν σίγουρη πως είχα πάρει ότι χρειαζόμουν, έριξα όμως μια τελευταία ματιά στη λίστα μου για να βεβαιωθώ. |
εξασφαλίζω κτ σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sa bonne humeur lui a assuré un accueil chaleureux chez nous. |
επιβεβαιώνω, σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le professeur a compté ses élèves pour s'assurer qu'ils étaient tous présents. Η δασκάλα μέτρησε κεφάλια για να επιβεβαιώσει ότι όλοι οι μαθητές της ήταν παρόντες. |
εξασφαλίζωverbe pronominal (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Comme Georges voulait s'assurer d'obtenir un bon siège, il a acheté ses places de théâtre un mois à l'avance. |
έχω, διευθύνω(une entreprise) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Karen dirige une entreprise de location d'outils à Birmingham. Η Κάρεν διευθύνει μια εταιρεία μίσθωσης εργαλείων στο Μπέρμιγχαμ. |
καλύπτω, ασφαλίζω(κάτι έναντι: με γενική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βεβαιώνομαι ότι κάνω κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Assure-toi de fermer toutes les portes et les fenêtres avant de partir. Πριν φύγεις, βεβαιώσου ότι κλείδωσες όλα τα παράθυρα και τις πόρτες. |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a regardé tout autour pour s'assurer que personne n'était présent. |
διαβεβαιώ, διαβεβαιώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai fait tout le travail, je te l'assure. |
κάνω σέρβις(voiture, machine,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il faut faire réviser sa voiture régulièrement, y compris en changer l'huile. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του assurer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του assurer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.