Τι σημαίνει το ayuda στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ayuda στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ayuda στο ισπανικά.
Η λέξη ayuda στο ισπανικά σημαίνει βοήθεια, βοήθεια, περιποίηση, φροντίδα, βοήθημα, βοήθεια, βοήθεια, συμπαραστάτης, συμπαραστάτρια, ώθηση, βοήθεια, ευεργετική παρέμβαση, βοήθεια, καθοδήγηση, θείο δώρο, βοήθεια, κρατικό επίδομα, χορηγία, βοήθεια, επίδομα, στήριξη, υποστήριξη, χέρι, χεράκι, χείρα βοηθείας, μπορώ να βοηθήσω, βοηθώ, βοηθώ, βοηθώ, βοηθάω, βοηθώ, βοηθάω, βοηθώ, βοηθάω, βοηθώ, βοηθάω, βοηθώ, βοηθώ, σχεδιομελέτη και παραγωγή με χρήση Η/Υ, σκαρφαλώνω, μόνος μου, υπενθύμιση, καλώ, αβοήθητος, που δεν είναι εξυπηρετικός, που έγινε χωρίς βοήθεια, με γυμνά χέρια, συν Αθηνά και χείρα κίνει, το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι, κέντρο εξυπηρέτησης, συσσίτιο, υπηρέτης, οικονομική ενίσχυση, οικονομική υποστήριξη, οικονομική ενίσχυση, συνδρομή ξένων δυνάμεων, αλληλοβοήθεια, αμοιβαία υποστήριξη,βοήθεια, συντήρηση από μακριά, κυβερνητική υποστήριξη, οικονομική βοήθεια, οικονομική ενίσχυση, γραμμή βοήθειας, ανθρωπιστική βοήθεια, κραυγή βοηθείας, συμβουλή, οπτικό βοήθημα, ανθρωπιστική βοήθεια, με την βοήθεια του, με τη βοήθεια, προστρέχω σε βοήθεια, στρέφομαι σε κπ για βοήθεια, χρήσιμος, προσφέρω βοήθεια, μόνος, μοναχός, μονάχος, ολομόναχος, από μόνος μου, μόνος μου, γραφείο πληροφοριών, ιατρική βοήθεια, βοήθημα όρασης, σε συνδρομή, βοηθάω, βοηθώ, βαλές. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ayuda
βοήθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Cuando estaba enferma, Linda la pidió ayuda a sus vecinos. Όταν η Λίντα ήταν άρρωστη, ζήτησε βοήθεια από τους γείτονές της. |
βοήθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lucy terminó de construir el cenador con la ayuda de Dexter y sus amigos. Η Λούσι ολοκλήρωσε το κιόσκι με τη βοήθεια του Ντέξτερ και των φίλων του. |
περιποίηση, φροντίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βοήθημαnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βοήθειαnombre femenino (πράξη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Louise necesitaba ayuda. Η Λουίζ χρειαζόταν βοήθεια. |
βοήθειαnombre femenino (υποστήριξη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los diccionarios pueden ser de ayuda al escribir ensayos. Η συνδρομή σας στην πραγματοποίηση του έργου ήταν σημαντική. |
συμπαραστάτης, συμπαραστάτριαnombre femenino (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Ella fue de gran ayuda. Ήταν μεγάλη συμπαραστάτρια. |
ώθηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El auto que le regalaron sus padres fue una gran ayuda para Rose. |
βοήθειαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ευεργετική παρέμβαση(beneficiosa) Gracias a su ayuda pudimos terminar el trabajo. |
βοήθεια
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) ¡Ayúdenme! ¡Ese hombre me robó el bolso! |
καθοδήγηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Es gracias al entrenamiento del Dr. Smith que gané el concurso. |
θείο δώρο(μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Las nuevas regulaciones son una bendición para la industria petrolera. |
βοήθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κρατικό επίδομα
|
χορηγία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Con un subsidio de mis padres pude pagar un departamento más lindo. Με μια οικονομική ενίσχυση από τους γονείς μου είχα τα μέσα για το καλύτερο διαμέρισμα. |
βοήθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επίδομα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Todavía reclama los beneficios por desempleo aunque ya ha encontrado trabajo. Εξακολουθεί να λαμβάνει επίδομα ανεργίας παρόλο που έχει βρει δουλειά. |
στήριξη, υποστήριξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hay mucho apoyo popular para el movimiento en favor de la comida orgánica. Υπάρχει μεγάλη στήριξη από τον κόσμο για το κίνημα βιολογικών τροφίμων. |
χέρι, χεράκι(καθομ, μτφ: βοήθεια) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ¿Puedo echarte una mano con esa caja? Να σου δώσω ένα χέρι (or: χεράκι) με αυτό το κουτί; |
χείρα βοηθείας(coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nunca olvidaré la mano amiga que me diste cuando estaba en problemas. |
μπορώ να βοηθήσω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βοηθώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dijo que me iba a ayudar a mudar los muebles, pero al final ni apareció. Είπε πως θα βοηθούσε στη μετακίνηση των επίπλων, αλλά τελικά δεν εμφανίστηκε ποτέ. |
βοηθώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βοηθώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me gustaría ayudarte, pero estoy corto de plata en este momento. Θα ήθελα να σε βοηθήσω, αλλά αυτή τη στιγμή έχω ξεμείνει και εγώ από χρήματα. |
βοηθάω, βοηθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) John le pidió ayuda a Mary y ella estuvo feliz de ayudar. Ο Τζον ζήτησε από τη Μαίρη βοήθεια και εκείνη με χαρά τον εξυπηρέτησε. |
βοηθάω, βοηθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Ayúdenle! ¡Está sufriendo un ataque cardíaco! Βοήθησέ τον! Παθαίνει καρδιακή προσβολή! |
βοηθάω, βοηθώverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pedimos la colaboración de todos los que puedan ayudar. Ζητάμε να επικουρήσουν όλοι όσοι μπορούν. |
βοηθάω, βοηθώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Realmente me ayudó cuando estaba hundido. |
βοηθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σχεδιομελέτη και παραγωγή με χρήση Η/Υ(sigla en inglés) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σκαρφαλώνω(κάτι ή σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Él escaló con habilidad el árbol y cogió un mango. |
μόνος μου
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Estoy orgulloso de haber armado el mueble solo. |
υπενθύμιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καλώ(MX) (σε βοήθεια) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Uno de los alpinistas se había caído y roto la pierna así que su guía radió ayuda. |
αβοήθητοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που δεν είναι εξυπηρετικός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El poco cooperador hombre de la taquilla no sabía desde qué andén salía mi tren. |
που έγινε χωρίς βοήθειαlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με γυμνά χέρια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συν Αθηνά και χείρα κίνει
Rezaba para que él se fijara en ella, pero Dios ayuda a quienes se ayudan a sí mismos. |
το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι(αγγλισμός, γλωσσικά αποδεκτός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κέντρο εξυπηρέτησης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Seguramente alguien en el servicio de asistencia podrá arreglar el problema de tu computadora. |
συσσίτιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υπηρέτης(formal) (παλαιότερο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
οικονομική ενίσχυσηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οικονομική υποστήριξηnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οικονομική ενίσχυση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συνδρομή ξένων δυνάμεωνnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αλληλοβοήθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αμοιβαία υποστήριξη,βοήθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tenían una relación de ayuda mutua, cuando ella necesitó ayuda, él rápidamente acudió a apoyarla. |
συντήρηση από μακριάlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κυβερνητική υποστήριξη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ella no trabajaba cuando iba a la escuela, recibía ayuda del gobierno. |
οικονομική βοήθεια, οικονομική ενίσχυση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La oficina de ayuda financiera del instituto lidia con ayudas basadas en la necesidad y con otras basadas en el mérito. |
γραμμή βοήθειας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Cuando Nelly pensó en suicidarse, llamó a una línea de emergencia. |
ανθρωπιστική βοήθειαnombre femenino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κραυγή βοηθείας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συμβουλή(informática) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οπτικό βοήθημα
|
ανθρωπιστική βοήθειαlocución nominal femenina |
με την βοήθεια τουlocución preposicional (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Con la ayuda de mis amigas, pude superar el mal momento. |
με τη βοήθειαlocución adverbial (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προστρέχω σε βοήθειαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Acudió en mi ayuda de inmediato cuando la necesité. |
στρέφομαι σε κπ για βοήθειαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χρήσιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Espero que esta información sea de cierta utilidad. |
προσφέρω βοήθεια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La ley del buen samaritano presta asistencia a los enemigos. |
μόνος, μοναχός, μονάχος, ολομόναχος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Muchas mujeres en países del tercer mundo dan a luz a solas. |
από μόνος μουlocución adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μόνος μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Debido al autismo, a Ellen le cuesta bastante hacer las cosas por sí misma. Εξ αιτίας του αυτισμού της, η Έλεν δυσκολεύεται να λειτουργήσει μόνη της. |
γραφείο πληροφοριών
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nuestra empresa no tiene una oficina de información. Si tienes algún problema, pregúntale a tu supervisor. |
ιατρική βοήθεια
|
βοήθημα όρασης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σε συνδρομή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hubo muchas empresas patrocinadoras que donaron equipamiento en apoyo al equipo. |
βοηθάω, βοηθώ(formal) (σε κάτι, με κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El agente Blue prestó asistencia en la reciente investigación de homicidio. Ο Αστυνόμος Μπλου βοήθησε στην πρόσφατη εξιχνίαση φόνου. |
βαλέςlocución nominal común en cuanto al género (παλαιότερος τύπος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Geoffrey fue ayuda de cámara en la corte del rey Eduardo III. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ayuda στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του ayuda
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.