Τι σημαίνει το prestar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης prestar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του prestar στο ισπανικά.
Η λέξη prestar στο ισπανικά σημαίνει δανείζω, δανείζω, παρέχω, προσφέρω, δανείζω κτ σε κπ, δίνω προκαταβολή, δίνω κτ δανεικό, παρέχω, δανείζω κτ σε κπ, ακούω, ακούω, υπακούω, ακούω, αφηρημένα, ακούω, αφηρημένα, απρόσεκτα, αγνόησε το, άστο, αδιαφόρησε, σημειωτέον δε, ορκίζομαι, προστρέχω σε βοήθεια, ακούω/παρακολουθώ προσεκτικά, δίνω προσοχή, προσέχω, δίνω προσοχή, προσέχω, προσέχω, δεν δίνω σημασία, δεν προσέχω, δίνω προσοχή, προσέχω, δεν δίνω σημασία σε κπ/κτ, δεν προσέχω κπ/κτ, προσέχω, προσέχω, δεν το 'χω σε τίποτα να κάνω κτ, ακούω προσεκτικά, ακούω, προσφέρω βοήθεια, βοηθώ, προσέχω, προσέχω, που δεν ενδιαφέρεται για κτ, που δε νοιάζεται για κτ, που δε σκέφτεται κτ, αφηρημένα, ακούω, προσέχω ιδιαίτερα, προσέχω ιδιαιτέρως, προσέχω, βοηθάω, βοηθώ, απομακρύνω, διώχνω, προσέχω, προσέχω κάποιον, δανείζω κτ σε κπ, προσέχω, υποβάλλω, διαθέτω, αδιάφορα, συμμετέχω στη λειτουργία, προσοχή σε, προσέχω, μπορώ χωρίς κπ, κάνω χωρίς κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης prestar
δανείζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La biblioteca te presta libros si eres residente local. Η βιβλιοθήκη σου δανείζει βιβλία εάν είσαι κάτοικος της περιοχής. |
δανείζωverbo transitivo (κτ σε κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los padres de Dan le prestaron dinero para pagar las cuentas del hospital. Οι γονείς του Νταν του δάνεισαν μερικά χρήματα για να πληρώσει τους λογαριασμούς του νοσοκομείου. |
παρέχω, προσφέρωverbo transitivo (κτ σε κπ/κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Natalie le prestó sus habilidades a la compañía esperando algo a cambio. Η Ναταλί πρόσφερε τις δεξιότητές της στην εταιρεία περιμένοντας κάποιο αντάλλαγμα. |
δανείζω κτ σε κπverbo transitivo Espero que el banco me preste el dinero. Ελπίζω η τράπεζα να μου δανείσει τα χρήματα. |
δίνω προκαταβολή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Su jefe le prestó trescientos dólares. Το αφεντικό του τού έδωσε προκαταβολή τριακόσια δολάρια. |
δίνω κτ δανεικόverbo transitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
παρέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marilyn proveyó un relato de la serie de eventos que llevaron al robo. Η Μέριλιν παρείχε μια περιγραφή των γεγονότων που οδήγησαν στη ληστεία. |
δανείζω κτ σε κπ
Eh amigo, ¿me puedes prestar veinte dólares? |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ακούω, υπακούω(consejos) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pam acató la alerta de tormenta y entró en el refugio. Η Παμ ακολούθησε την προειδοποίηση για την καταιγίδα και πήγε στο καταφύγιο. |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por favor, escúchame con atención. Σε παρακαλώ, άκουσέ με προσεκτικά. |
αφηρημένα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El encargado escuchará con simpatía si presentas tu argumento con calma. |
αφηρημένα, απρόσεκταlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Dejó su copa sin prestar atención y miró fijamente por la ventana. |
αγνόησε το, άστο, αδιαφόρησεlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No dejes que te moleste, ¡no le prestes atención! Μην σε ανησυχεί. Αγνόησε το (or: Άστο)! |
σημειωτέον δεlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Por favor presten atención a las fechas de entrega del trabajo. |
ορκίζομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El presidente prestó juramento comprometiéndose a defender la Constitución. |
προστρέχω σε βοήθεια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Οι τραυματιοφορείς θα προστρέξουν σε βοήθεια οποιουδήποτε τραυματισμένου. Ο Ερυθρός Σταυρός προσέτρεξε στη βοήθεια χιλιάδων τραυματισμένων και αστέγων μετά τον σεισμό. |
ακούω/παρακολουθώ προσεκτικά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Eso fue interesante! Estuve muy pendiente de cada una de sus palabras. |
δίνω προσοχή, προσέχωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estaba prestando especial atención ¡pero todavía no entiendo cómo hizo el mago para levantar tu reloj! |
δίνω προσοχή, προσέχωlocución verbal (ακούω προσεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prestad atención todos o tendréis problemas. |
προσέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Debes poner atención a la explicación del prospecto antes de tomar la medicación. |
δεν δίνω σημασία, δεν προσέχωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No prestes atención a sus agresiones. |
δίνω προσοχή, προσέχωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El profesor de matemáticas dijo que debíamos prestar especial atención a los signos negativos. |
δεν δίνω σημασία σε κπ/κτ, δεν προσέχω κπ/κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No puso atención (or: no prestó atención) a sus payasadas. |
προσέχωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσέχωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es hora de que te sientes y prestes atención. |
δεν το 'χω σε τίποτα να κάνω κτ
|
ακούω προσεκτικάlocución verbal Si prestas atención podrás diferenciar varios pájaros según sus diferentes melodías. |
ακούωlocución verbal (formal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Habiendo prestado oídos al consejo de mi madre no debería encontrarme ahora en esta condición tan desdichada. |
προσφέρω βοήθεια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La ley del buen samaritano presta asistencia a los enemigos. |
βοηθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προσέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Presta atención! ¡No leas cuando te estoy hablando! Πρόσεχε! Μην συνεχίζεις το διάβασμα όταν σου μιλάω! |
που δεν ενδιαφέρεται για κτ, που δε νοιάζεται για κτ, που δε σκέφτεται κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los padres de niños pequeños no pueden ser descuidados con los objetos peligrosos que puede haber en casa. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η Έμιλυ δεν νοιάζεται για τα συναισθήματα της μητέρας της και συχνά λέει λόγια που πονούν. |
αφηρημένα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tina sonrió sin atención, con la mirada perdiéndose hacia la televisión, mientras Bolly hablaba sobre su día. |
ακούωlocución verbal (antiguo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσέχω ιδιαίτερα, προσέχω ιδιαιτέρως
Presten mucha atención a lo que digo porque no voy a repetirlo. |
προσέχωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βοηθάω, βοηθώ(formal) (σε κάτι, με κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El agente Blue prestó asistencia en la reciente investigación de homicidio. Ο Αστυνόμος Μπλου βοήθησε στην πρόσφατη εξιχνίαση φόνου. |
απομακρύνω, διώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Algunos abusan de las drogas o el alcohol para no prestar atención a sus malos recuerdos. Μερικοί άνθρωποι κάνουν κατάχρηση ναρκωτικών και αλκοόλ για να κρατήσουν μακριά τις δυσάρεστες αναμνήσεις. |
προσέχωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les dijo a los estudiantes que prestasen atención a sus instrucciones mientras él realizaba el experimento. |
προσέχω κάποιονlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δανείζω κτ σε κπlocución verbal Ella me prestó su auto por el día. Μου δάνεισε το αυτοκίνητό της για την ημέρα. |
προσέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Debes estar atento a dónde pisas, estas piedras son resbaladizas. Να προσέχεις πως πατάς, γιατί οι πέτρες γλιστράνε. |
υποβάλλωlocución verbal (respeto) (τα σέβη μου σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él le presentó sus respetos al rey. Υπέβαλε τα σέβη του στο βασιλιά. |
διαθέτω(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Me puedes prestar cinco minutos de tu tiempo? Μπορείς να μου διαθέσεις πέντε λεπτά από τον χρόνο σου; |
αδιάφοραlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
συμμετέχω στη λειτουργίαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El monaguillo tiene que prestar su servicio los domingos. |
προσοχή σε
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Presta atención a los escalones resbaladizos. Πρόσεξε τα σκαλοπάτια, γιατί γλιστράνε. |
προσέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Presta atención a los letreros que hay adelante. |
μπορώ χωρίς κπ, κάνω χωρίς κπ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Me prestas a Emma unas horas? Να σου πάρω την Έμμα για λίγες ώρες; |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του prestar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του prestar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.