Τι σημαίνει το direct στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης direct στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του direct στο Αγγλικά.
Η λέξη direct στο Αγγλικά σημαίνει απευθείας, άμεσος, αναλογικός, ευθύς, ξεκάθαρος, άμεσος, ξεκάθαρος, απευθείας, απευθύνομαι, καθοδηγώ, κατευθύνω, κατά πρόσωπο, ακριβώς, άμεσος, ακριβής, στα ίσια, κατευθύνω κπ/κτ μακριά από κτ, διατάζω κπ να κάνει κτ, σκηνοθετώ, ρυθμίζω, διατάζω, προστάζω, διευθύνω, σκηνοθετώ, καθοδηγώ, κατευθύνω, σκηνοθετώ, απευθύνω, απευθύνω κτ σε κπ, στρέφω, κατευθύνω κπ για κτ, καθοδηγώ κπ για κτ, απευθύνω κτ σε κπ, συνεχές ρεύμα, άμεση πρόσβαση, άμεση πρόσβαση, επισημαίνω, απευθείας μετάδοση, άμεση επαφή, άμεση επικοινωνία, άμεσα έξοδα, συνεχές ρεύμα, πάγια εντολή πληρωμής, απευθείας κατάθεση, απευθείας κλήσεις, ακλόνητη, ατράνταχτη απόδειξη, απευθείας πτήση, απευθείας πρόσληψη, άμεση εργασία, απευθείας γραμμή επικοινωνίας, διαφημιστικό ταχυδρομείο, άμεσο αντικείμενο, αντωνυμία σε θέση άμεσου αντικειμένου, ευθεία ερώτηση, αυτολεξεί μεταφορικά, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, άμεσο τραπεζικό έμβασμα, ευθύς λόγος, έχω άμεση πρόσβαση σε κπ, σε ευθεία γραμμή, απευθείας πτήση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης direct
απευθείαςadjective (straight) (ευθύς, άμεσος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This is a direct route to the airport. Αυτός ο δρόμος οδηγεί ντουγρού στο αεροδρόμιο. |
άμεσοςadjective (lineal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He is a direct descendant of Thomas Jefferson. Είναι άμεσος απόγονος του Τόμας Τζέφερσον. |
αναλογικόςadjective (math: proportion) (μαθ: αναλογία, συνάρτηση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The positive slope of this graph indicates a direct relationship between the x and y variables. Η θετική κλίση αυτής της γραφικής παράστασης υποδεικνύει την αναλογική σχέση μεταξύ των μεταβλητών x και y. |
ευθύς, ξεκάθαροςadjective (plain speaking) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He was direct with her and told her that she had to stop. Ήταν ξεκάθαρος μαζί της και της είπε πως έπρεπε να σταματήσει. |
άμεσοςadjective (consequential) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This was a direct result of his actions on Tuesday. Αυτό ήταν το άμεσο αποτέλεσμα των όσων έκανε την Πέμπτη. |
ξεκάθαροςadjective (straightforward) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Please give me a direct answer. "Yes" or "no"? Παρακαλώ δώστε μου μία ξεκάθαρη απάντηση. «Ναι» ή «Όχι»; |
απευθείαςadverb (without interruption) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I flew to Paris direct. Πέταξα απευθείας στο Παρίσι. |
απευθύνομαιtransitive verb (aim, target) (σε κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The marketing campaign was directed at young women. Η διαφημιστική καμπάνια απευθυνόταν στις νέες γυναίκες. |
καθοδηγώ, κατευθύνωtransitive verb (guide, instruct) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The supervisor was directing a trainee to operate the machine. Ο υπεύθυνος καθοδηγούσε έναν εκπαιδευόμενο στο χειρισμό ενός μηχανήματος. |
κατά πρόσωποadjective (with personal contact) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) He had a direct conversation with her. |
ακριβώςadjective (exact) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) They're twins, but they're direct opposites in character. Είναι δίδυμοι, αλλά ακριβώς αντίθετοι στον χαρακτήρα. |
άμεσοςadjective (accounting: cost type) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We need to keep track of all direct and indirect costs associated with the merger. |
ακριβήςadjective (quotation, equivalent: exact) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The direct translation for "book" in French is "livre." |
στα ίσιαadverb (colloquial (directly) (καθομιλουμένη) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Her friends said that she should tell him direct that she liked him. |
κατευθύνω κπ/κτ μακριά από κτverbal expression (point in different direction) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The police were directing traffic away from the street where they were repairing the gas leak. |
διατάζω κπ να κάνει κτverbal expression (command) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The man directed his children to clean the house. |
σκηνοθετώintransitive verb (play, film) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) After many years as an actor, he wanted to direct. |
ρυθμίζωtransitive verb (manage) (τροχαία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The police officer directed traffic. Ο αστυφύλακας ρύθμιζε την τροχαία (κίνηση). |
διατάζω, προστάζωtransitive verb (command) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The man directed his children to clean the house. |
διευθύνωtransitive verb (theatre, music: lead) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He directed the orchestra. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Την ορχήστρα διευθύνει ο Μίκης Θεοδωράκης. |
σκηνοθετώtransitive verb (play, film) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Who directed "Gone with the Wind"? |
καθοδηγώ, κατευθύνωtransitive verb (give directions) (κυριολεξία: πρόσβαση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Can you please direct me to the museum? ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μην ανησυχείς! Θα μας οδηγήσει το gps στον προορισμό μας! |
σκηνοθετώtransitive verb (actor) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He directed Peter O'Toole in "Lawrence of Arabia". |
απευθύνω(address in speech) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The politician directed his speech at undecided voters. |
απευθύνω κτ σε κπ(address: a letter, package) To whom shall I direct the letter? Ποιον να βάλω ως παραλήπτη στο γράμμα; |
στρέφω(aim: remarks) (σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You should direct your criticisms to the person responsible. |
κατευθύνω κπ για κτ, καθοδηγώ κπ για κτ(guide, instruct) The trainer directed her in the best way to lift weights. |
απευθύνω κτ σε κπ(address in speech) The professor directed his comments to the two noisy girls in the back of the classroom. |
συνεχές ρεύμαnoun (initialism (direct current) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
άμεση πρόσβασηnoun (to [sb]: without intermediary) (σε κάποιον: χωρίς μεσάζοντα) She has direct access to the prime minister. Έχει άμεση πρόσβαση στον πρωθυπουργό. |
άμεση πρόσβασηnoun (to [sth]: without intervening places) (σε κάτι) A gate at the end of the garden gives direct access to the beach. |
επισημαίνωverbal expression (attract notice, highlight) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'd like to direct your attention to the graph at the top of Page 5 in the report. |
απευθείας μετάδοσηnoun (satellite broadcasting) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) We don't have cable in this village so we get direct broadcast via satellite. Δεν έχουμε καλωδιακή σε αυτό το χωριό οπότε λαμβάνουμε τις απευθείας μεταδόσεις μέσω δορυφόρου. |
άμεση επαφή, άμεση επικοινωνίαnoun (communication without intermediary) (χωρίς μεσάζοντα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The pilot is in direct communication with the control tower. |
άμεσα έξοδαplural noun (expense of goods and services) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Direct costs include salaries, materials, supplies, and equipment. |
συνεχές ρεύμαnoun (electrical flow in one direction) |
πάγια εντολή πληρωμήςnoun (regular automatic bank payment) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απευθείας κατάθεση(direct payment) |
απευθείας κλήσειςnoun (phone service: no operator) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It amazes me that I have direct dial telephone service from the U.S. to Africa. |
ακλόνητη, ατράνταχτη απόδειξηnoun (law: first-hand proof) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) There's still not enough direct evidence to know the full truth. |
απευθείας πτήσηnoun (nonstop flight) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) I paid extra for a direct flight from Lyon to London. |
απευθείας πρόσληψηnoun (targeted recruitment) (διαδικασία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) After a successful internship at Flapjack Inc., Julia was a direct hire from college. |
άμεση εργασίαnoun (production work) (όχι διοίκηση, διαδικαστικά κλπ.) |
απευθείας γραμμή επικοινωνίαςnoun (immediate access by phone) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The vice president has a direct line to the president. |
διαφημιστικό ταχυδρομείοnoun (advertising sent by mail) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The effectiveness of advertising by direct mail depends on the quality of the mailing list. |
άμεσο αντικείμενοnoun (grammar) (γραμματική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The direct object comes immediately after the verb. |
αντωνυμία σε θέση άμεσου αντικειμένουnoun (grammar: type of object) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) "It" can be a direct object pronoun in English. |
ευθεία ερώτησηnoun (interrogative sentence) (ερωτηματική πρόταση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A question mark always comes at the end of a direct question. |
αυτολεξεί μεταφορικάnoun (exact wording as uttered) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It is true that it was a direct quotation but it was taken entirely out of context. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (animal's walking pattern) A coyote normally travels in a direct register trot. |
άμεσο τραπεζικό έμβασμαnoun (payment system) (μέθοδος πληρωμής) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ευθύς λόγοςnoun (actual words spoken) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
έχω άμεση πρόσβαση σε κπverbal expression (immediate access) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε ευθεία γραμμήadverb (straight) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απευθείας πτήσηnoun (direct to destination) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του direct στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του direct
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.