Τι σημαίνει το right στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης right στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του right στο Αγγλικά.

Η λέξη right στο Αγγλικά σημαίνει σωστός, σωστός, σωστός, δίκαιος, έχω δίκιο, δεξιός, δικαίωμα, δεξιά, σωστό, δεξιά, τα δεξιά, δεξιά, δεξιός, δεξής, κατάλληλος, σωστός, σωστός, υγιής, λογικός, σωστός, εντελώς, τελείως, δεξιά, ορθός, είμαι κατάλληλος για κπ, καλά, ευθεία, σωστά, καλά, ακριβώς, αμέσως, δίκαια, ακριβώς, πολύ, εντελώς, τελείως, σωστά, σωστά;, έτσι;, Ωραία, δίκαιο, δίκιο, δεξί, δικαίωμα αγοράς, δεξιά στροφή, δεξιός, δεξί, δεξιά, δεξιά, δεξιά, η Δεξιά, έρχομαι σε όρθια θέση, σηκώνω, ξεκαθαρίζω, διορθώνω, σωστός, απολύτως σωστός, εντάξει, καλά, εντάξει, μέτριος, καλούτσικος, μια χαρά, σίγουρα, η ακροδεξιά, ακροδεξιός, σε ορθή γωνία, επιστρέφω αμέσως, ταιριάζω, μπροστά στα μάτια μου, κάτω δεξιά, κάτω δεξιά, Έφτασε!, απόλυτα σωστός, ελέω Θεού δικαίωμα, κάνω κάτι σωστά, φέρομαι σωστά, κάνω το σωστό, αποκλειστικό δικαίωμα πώλησης, είμαι σαν στο σπίτι μου, αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου, αισθάνομαι καλά, είμαι καλά, είναι σωστό, κάνω κτ σωστά, καταλαβαίνω καλά, καταλαβαίνω σωστά, κάνω κτ σωστά, γίνομαι γρήγορα καλά, μαντεύω σωστά, έχω δικαίωμα σε κτ, δεν έχω δικαίωμα, δεν έχω δικαίωμα, δεν έχω το δικαίωμα, έχω το δικαίωμα, έχω δικαίωμα, έχω το δικαίωμα να κάνω κτ, έχω δικαίωμα να κάνω κτ, που έχει το δίκιο με το μέρος του, μόνος μου, που είναι στα συγκαλά σου, που έχει τα μυαλά στο κεφάλι του, απαράγραπτο δικαίωμα, ό,τι πρέπει, όπως πρέπει, ακριβώς όπως πρέπει, μένω δεξιά, μένω αριστερά, διορθώνω, όχι εντελώς σωστός, όχι απόλυτα σωστός, κατευθείαν, μονομιάς, μέσα, στα δεξιά, στα δεξιά, στα δεξιά, υπέρ, με το μέρος, που έχει δίκιο, νόμιμος, στο σωστό δρόμο, στο σωστό δρόμο, διορθώνω, Και πολύ καλά κάνεις!, ακροδεξιά, κατά προσέγγιση, περίπου, από την άλλη, κάπου εδώ κοντά, όπου να' ναι, αμέσως μετά, αμέσως μετά, αμέσως, χωρίς δισταγμό, σωστό ποσό, ακριβές ποσό, σωστό ποσό, ακριβές ποσό, σωστός, ακριβής, κατάλληλος, σωστό και λάθος, ορθή γωνία, ορθογώνιος, περδίκι, αμέσως, επιστρέφω αμέσως, ακριβώς πριν, δεξί κλικ, κάνω δεξί κλικ, κάνω δεξί κλικ σε κτ, Κλίνατε επί δεξιά!, δεξιά, δεξιά, δεξιός παίκτης, δεξί χέρι, δεξιά πλευρά, δεξιός, που είναι το δεξί χέρι κάποιου, δεξιόστροφος, καλά στα μυαλά μου, ακριβώς δίπλα σε, τώρα, ακριβώς τώρα, δικαίωμα πρόσβασης, δικαίωμα χρήσης, προτεραιότητα, δικαίωμα διέλευσης, αμέσως, μπράβο, αξιέπαινος, την κατάλληλη στιγμή, ακριβής, σωστός δρόμος, σωστοί άνθρωποι, κατάλληλοι άνθρωποι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης right

σωστός

adjective (correct, true)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
What's the right answer to this question?
Ποια είναι η σωστή απάντηση σε αυτή την ερώτηση;

σωστός

adjective (appropriate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That's not the right way to lay the table. You've put the glasses on the wrong side of the place settings.
Δεν είναι αυτός ο σωστός τρόπος για το στρώσιμο του τραπεζιού. Έβαλες τα ποτήρια στη λάθος πλευρά του σερβίτσιου.

σωστός, δίκαιος

adjective (just)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's only right that you have a fair trial.
Το σωστό (or: δίκαιο) είναι να έχεις μία αμερόληπτη δίκη.

έχω δίκιο

(person: be correct about [sth])

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
You're right; that is a beautiful painting.

δεξιός

adjective (side: not left)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Put your names in the right column and your ages in the left.
Γράψτε το όνομα σας στη δεξιά στήλη και την ηλικία σας στην αριστερή.

δικαίωμα

noun (entitlement)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Women had to fight for the right to vote.
Οι γυναίκες έπρεπε να αγωνιστούν για το δικαίωμα να ψηφίζουν.

δεξιά

adverb (to the right-hand side)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Look right and left before pulling out of an intersection.
Κοίτα δεξιά και αριστερά πριν βγεις από τη διασταύρωση.

σωστό

noun (good)

We have to learn right from wrong.
Πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε το σωστό από το λάθος.

δεξιά

noun (right-hand side)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
My back really hurts on the right.
Με πονάει η δεξιά πλευρά της πλάτης μου.

τα δεξιά

noun (direction)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Turn to the right at the corner.
Στρίψε προς τα δεξιά στη γωνία.

δεξιά

noun ([sb]'s right-hand side) (κατεύθυνση)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The headlight controls are on your right.
Ο διακόπτης για τα φώτα είναι στο δεξί σου χέρι.

δεξιός, δεξής

adjective (boxing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He dealt him a quick right cut.

κατάλληλος, σωστός

adjective (opportune)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is the right time to start a new job.

σωστός

adjective (exact)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Is this measurement right?

υγιής

adjective (healthy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm feeling right as rain today.

λογικός

adjective (sane, normal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No one in their right mind would say such a thing.
Κανένας που έχει τα λογικά του δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα.

σωστός

adjective (most convenient)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She's always in the right place at the right time.

εντελώς, τελείως

adjective (UK (authentic) (εμφατικό)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Your brother's a right idiot!
Ο αδερφός σου είναι ντιπ για ντιπ ηλίθιος!

δεξιά

adjective (political wing: conservative) (πολιτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The right wing will win the elections.
Η δεξιά παράταξη θα κερδίσει τις εκλογές.

ορθός

adjective (angle) (γωνία: 90 μοίρες)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They're at right angles to each other.

είμαι κατάλληλος για κπ

adjective (compatible with [sb])

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Everyone knew Marshall and Elaine were right for each other.

καλά

adverb (conditions)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Don't worry, my dad will set everything right.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αν προσπαθήσεις περισσότερο, είμαι σίγουρη ότι θα το κάνεις σωστά την επόμενη φορά.

ευθεία

adverb (straight, directly) (ακριβώς, κατεύθυνση)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She walked right to the front and started speaking.
Προχώρησε ευθεία μπροστά και άρχισε να μιλάει.

σωστά, καλά

adverb (informal (well)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
This pen doesn't work right.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτό το πλυντήριο δεν λειτουργεί σωστά (or: καλά).

ακριβώς

adverb (exactly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The tree fell over right where we had been standing.

αμέσως

adverb (immediately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It broke down right after the warranty expired.

δίκαια

adverb (justly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Act right and you will be rewarded.

ακριβώς

adverb (squarely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The plant was placed right in the middle of the table.

πολύ

adverb (UK, informal (very)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He's right clever, he is.

εντελώς, τελείως

adverb (completely)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We're right out of eggs at the moment, I'm afraid.

σωστά

adverb (informal (correctly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Stop! You're not doing it right.

σωστά;, έτσι;

interjection (seeking confirmation)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You're a French teacher, right?

Ωραία

interjection (OK, so)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Right - who's going to make the coffee?

δίκαιο, δίκιο

noun (justice)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He'll do right by you.
Θα είναι δίκαιος απέναντί σου.

δεξί

noun (boxing: punch) (μποξ: γροθιά)

He threw him a sharp right on the chin.

δικαίωμα αγοράς

noun (often plural (business: ownership)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The author sold the rights to her novel to a film production company.

δεξιά στροφή

noun (informal (right-hand turn)

Can you remember the directions? A right, then a left, then another right and it's just at the end of the street.
Θυμάσαι τις οδηγίες; Μια δεξιά στροφή, μια αριστερή, μετά ξανά μια δεξιά και είναι στο τέλος του δρόμου.

δεξιός

noun (military: position, formation)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Our right came round and encircled the enemy.

δεξί

noun (shoes, gloves)

This shoebox has got two rights in it. There must be a mistake!
Το κουτί των παπουτσιών είχε μέσα δύο δεξιά. Πρέπει να έγινε λάθος.

δεξιά

noun (political persuasion)

The country has moved to the right in recent years.

δεξιά

noun (legislative group) (πολιτική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The right will never vote for these reforms.
Η δεξιά δεν θα ψηφίσει ποτέ υπέρ αυτών των αλλαγών.

δεξιά

noun (baseball: right field)

He hit the ball out to right.

η Δεξιά

noun (conservative political wing)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The Right argues that those measures will encourage dependency on the government.

έρχομαι σε όρθια θέση

intransitive verb (resume upright position)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The boat turned, righted and sailed away.

σηκώνω

transitive verb (make upright) (από πεσμένη θέση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They righted the fence and reinforced it.

ξεκαθαρίζω

transitive verb (put in good order)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She righted her affairs.
Ξεκαθάρισε τις υποθέσεις της.

διορθώνω

transitive verb (redress)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He tried to right the wrongs of his youth.

σωστός, απολύτως σωστός

adjective (emphatic (completely correct)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
You told me I would love this movie, and you were absolutely right.

εντάξει

interjection (informal (OK)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
All right, let's go to the pub.
Εντάξει, ας πάμε στην παμπ.

καλά, εντάξει

adjective (informal (fine, well)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I was a bit nauseous yesterday but I'm feeling all right again today.
Είχα λίγο ναυτία χθες, αλλά νιώθω καλά πάλι σήμερα.

μέτριος, καλούτσικος

adjective (informal (average, mediocre)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The food was all right, I suppose - nothing special.
Το φαγητό ήταν καλούτσικο, υποθέτω - τίποτε το ιδιαίτερο.

μια χαρά

adverb (informal (satisfactorily) (καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The car always works all right for me.
Το αυτοκίνητο δουλεύει πάντα μια χαρά για μένα.

σίγουρα

adverb (slang (certainly, without a doubt)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You didn't see me, but I was there, all right.
Δεν με είδες, αλλά εγώ ήμουν εκεί, εντάξει;

η ακροδεξιά

noun (right-wing movement)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ακροδεξιός

adjective (relating to right-wing movement)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε ορθή γωνία

adverb (geometry: at 90 degrees) (γεωμετρία)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The two roads meet at right angles.

επιστρέφω αμέσως

verbal expression (informal (return soon)

I'll be right back; I have to run over to the grocery store for some eggs.

ταιριάζω

verbal expression (be compatible with [sb]) (με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Everyone knew Marshall and Elaine were right for each other.
Όλοι ήξεραν πως ο Μάρσαλ και η Ιλέιν ταίριαζαν μεταξύ τους.

μπροστά στα μάτια μου

adverb (right in front of you)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His father was murdered right before his eyes.

κάτω δεξιά

adverb (at the lower right-hand side)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κάτω δεξιά

adjective (at lower right-hand area)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

Έφτασε!

interjection (agreeing to bring [sb] [sth])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"I'll have the salad." "Coming right up!"

απόλυτα σωστός

adjective (slang (totally correct) (απάντηση)

How did you know that answer? You are dead right! You were dead right about that guy; he is a total creep!

ελέω Θεού δικαίωμα

noun (doctrine: power is God-given)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
He acted as if the Presidency was his by divine right.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στο Βυζάντιο επικρατούσε η ελέω Θεού μοναρχία.

κάνω κάτι σωστά

(informal (do correctly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After 20 years he finally learned to do it right.
Μετά από 20 χρόνια έμαθε επιτέλους να το κάνει σωστά.

φέρομαι σωστά

verbal expression (treat fairly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You are going to have to do right by her and marry her.
Πρέπει να φερθείς σωστά και να την παντρευτείς.

κάνω το σωστό

verbal expression (act correctly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It's not too late for you to start doing the right thing.
Δεν είναι αργά να αρχίσεις να κάνεις το σωστό.

αποκλειστικό δικαίωμα πώλησης

noun (business: sole agent)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

είμαι σαν στο σπίτι μου, αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου

verbal expression (informal, figurative (be comfortable)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
This is such a welcoming village - I feel right at home here.
Αυτό το χωριό είναι τόσο φιλόξενο, που αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου.

αισθάνομαι καλά, είμαι καλά

(informal (person: be well)

I don't feel right.

είναι σωστό

(often negative (situation: seem acceptable)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Borrowing his car without asking doesn't feel right.

κάνω κτ σωστά

verbal expression (informal (do [sth] correctly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you can't get it right, don't bother trying!

καταλαβαίνω καλά, καταλαβαίνω σωστά

transitive verb (informal (be correct about)

Let me repeat it back to you to make it sure I got it right.

κάνω κτ σωστά

transitive verb (informal (do correctly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I practised the music over and over to be sure to get it right in the performance.

γίνομαι γρήγορα καλά

verbal expression (informal, figurative (recover quickly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαντεύω σωστά

intransitive verb (answer correctly by chance)

ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το ήξερες ή το βρήκες στην τύχη;

έχω δικαίωμα σε κτ

verbal expression (be entitled to [sth])

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
You have a right to representation by a lawyer. // I'm going to say whatever I want to; I have a right to free speech.

δεν έχω δικαίωμα

verbal expression (not be entitled)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My son was complaining that everyone was controlling his life and we had no right because he was an adult.

δεν έχω δικαίωμα, δεν έχω το δικαίωμα

verbal expression (not be entitled)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You have no right to complain about the situation.

έχω το δικαίωμα, έχω δικαίωμα

verbal expression (be entitled)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You can't talk to me like that! You don't have the right!

έχω το δικαίωμα να κάνω κτ, έχω δικαίωμα να κάνω κτ

verbal expression (be entitled to do [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We have the right to be here. You can't make us leave.

που έχει το δίκιο με το μέρος του

expression (justified)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μόνος μου

expression (independently)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που είναι στα συγκαλά σου, που έχει τα μυαλά στο κεφάλι του

adjective (sane) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nobody in their right mind would drive a motorcycle without wearing a helmet.

απαράγραπτο δικαίωμα

noun (right that cannot be taken away)

Freedom of speech should be an inalienable right these days, but unfortunately, it s not so everywhere.

ό,τι πρέπει

adjective (informal (perfect)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Those curtains would be just right for the living room.

όπως πρέπει, ακριβώς όπως πρέπει

adverb (informal (perfectly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Joan has a talent for roasting the potatoes just right.

μένω δεξιά, μένω αριστερά

(sign: stay on left, right)

The road sign said "keep left."

διορθώνω

transitive verb (correct, make amends for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You're going to have to find a way to make right your past behaviour.

όχι εντελώς σωστός, όχι απόλυτα σωστός

adjective (slightly wrong)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is a good translation, but that word choice is not quite right.

κατευθείαν, μονομιάς

adverb (figurative, informal (straight away, from the very start)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mr. Davis walked into the room, and right off the bat, students began asking questions.

μέσα

adjective (informal, figurative (exact, precise) (μεταφορικά: πέφτω)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Your guess was right on the nose.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι εκλογολόγοι προέβλεψαν το αποτέλεσμα των εκλογών με ακρίβεια.

στα δεξιά

adverb (to the right-hand side)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The post office is further down this street, on the right.

στα δεξιά

preposition (to the right-hand side of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The post office is on the right of the bakery.

στα δεξιά

expression (to the right of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
British and Japanese automobiles have the steering wheel on the right side of the car.
Τα βρετανικά και τα ιαπωνικά αυτοκίνητα έχουν το τιμόνι στα δεξιά.

υπέρ, με το μέρος

expression (figurative (in favour with)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You'll need to stay on the right side of your boss if you want to get that promotion.

που έχει δίκιο

expression (figurative (on moral side of)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When future generations look back on this moment, they will be able to see who was on the right side of this issue.
Σκεπτόμενοι αυτή τη στιγμή οι μελλοντικές γενιές θα είναι σε θέσει να διακρίνουν ποιος είχε δίκιο σε αυτό το θέμα.

νόμιμος

expression (legal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The protesters felt that they were on the right side of the law.

στο σωστό δρόμο

expression (following the correct path) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στο σωστό δρόμο

expression (figurative (not mistaken or misled) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
After failing her class last semester, she got back on the right track and passed this semester.

διορθώνω

(rectify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Και πολύ καλά κάνεις!

interjection (expressing emphatic agreement)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"I'm not going to lend Pete any more money because he never pays me back." "Quite right too!"

ακροδεξιά

noun (politics: extreme right wing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κατά προσέγγιση, περίπου

adverb (more or less, approximately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
There was a farm right about here a long time ago.

από την άλλη

adverb (US (the opposite way round)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάπου εδώ κοντά

adverb (in this vicinity)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We should find the treasure right about here.

όπου να' ναι

adverb (US, informal (at almost exactly this moment)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
She phones every day at the same time; in fact, she should be phoning right about now.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μην κλαις, όπου να' ναι θα έρθει η μαμά.

αμέσως μετά

conjunction (at once when)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The ambulance came right after the police arrived. We saw it right after he did.
Το ασθενοφόρο ήρθε αμέσως μετά την αστυνομία.

αμέσως μετά

preposition (immediately following)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We set off right after breakfast. Right after the wedding, the couple flew off to Jamaica for their honeymoon.
Ξεκινήσαμε για το ταξίδι αμέσως μετά το πρωινό.

αμέσως

adverb (without delay)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You might have missed that bus, but another one will be right along.
Μπορεί να έχασες το λεωφορείο αλλά θα έρθει αμέσως και άλλο.

χωρίς δισταγμό

adverb (without questioning, hesitation)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The man walked away and the dog went right along with him.

σωστό ποσό, ακριβές ποσό

noun (appropriate sum of money)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Were you paid the right amount of money?
Πληρώθηκες το ακριβές ποσό;

σωστό ποσό, ακριβές ποσό

noun (correct quantity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He has to have just the right amount of milk in his tea.

σωστός, ακριβής, κατάλληλος

adjective (correct, appropriate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's only right and proper that you apologize to her.

σωστό και λάθος

plural noun (sense of morality)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We have to know the difference between right and wrong.

ορθή γωνία

noun (angle of 90 degrees)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The floor slopes – it doesn't form a right angle with the wall!

ορθογώνιος

adjective (at 90 degrees)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

περδίκι

adjective (informal (perfectly healthy) (καθομ, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
After a good night's sleep I felt as right as rain.

αμέσως

adverb (informal (immediately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I'm leaving right away.
Φεύγω τώρα αμέσως.

επιστρέφω αμέσως

adverb (returning straight away)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακριβώς πριν

preposition (just prior to)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
I'll see you right before the big meeting.
Θα σε δω ακριβώς πριν τη μεγάλη συνάντηση.

δεξί κλικ

noun (pressing right mouse button)

κάνω δεξί κλικ

(press right mouse button)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω δεξί κλικ σε κτ

transitive verb (press right mouse button)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Κλίνατε επί δεξιά!

interjection (military: turn to the right) (εντολή, στρατός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The sergeant yelled “Right face!” in my ear.

δεξιά

noun (baseball: location) (στο γήπεδο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I usually stand in right field when my class plays baseball.

δεξιά

noun (baseball: player's position) (στο γήπεδο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Can I play right field today?

δεξιός παίκτης

noun (baseball: player in right field)

δεξί χέρι

noun (hand on the right side of the body)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I write with my right hand, I'm right handed.

δεξιά πλευρά

noun (side opposite [sb]'s left)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δεξιός

noun as adjective (relating to the right-hand side)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που είναι το δεξί χέρι κάποιου

adjective (assistant: very important) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεξιόστροφος

adjective (rope: with strands twisted left to right) (σκοινί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλά στα μυαλά μου

adjective (slang (sane) (ανεπίσημο: είμαι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He's a nice enough guy but I don't think he's quite right in the head.

ακριβώς δίπλα σε

expression (immediately beside)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I have a clock and a lamp right next to my bed.

τώρα, ακριβώς τώρα

adverb (at this precise moment)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
You will do your homework right now!
Θα κάνεις τα μαθήματά σου τώρα!

δικαίωμα πρόσβασης

noun (legal freedom to enter a property)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
As I'm the owner, I have the right of entry on the property.

δικαίωμα χρήσης

noun (authorization)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Membership grants one the right of use of all the club's facilities.

προτεραιότητα

noun (priority over other traffic)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Traffic on a main road has right of way over that trying to enter from a side road.

δικαίωμα διέλευσης

noun (law: freedom to use road or path)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The right of way over the farmer's land has existed for hundreds of years.

αμέσως

adverb (informal (immediately)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I could tell right off that he was lying.
Το κατάλαβα με τη μία ότι λέει ψέματα.

μπράβο

interjection (slang, dated (expressing approval or appreciation)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
You're learning Spanish? Right on, man!

αξιέπαινος

adjective (slang, dated (commendable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

την κατάλληλη στιγμή

adverb (at just the right moment)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ακριβής

adjective (figurative, informal (exact, precise)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σωστός δρόμος

noun (figurative (appropriate course or direction) (μεταφορικά)

σωστοί άνθρωποι, κατάλληλοι άνθρωποι

plural noun (informal (useful or powerful contacts) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
To get ahead in this business you need to know the right people.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του right στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του right

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.