Τι σημαίνει το nail στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nail στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nail στο Αγγλικά.

Η λέξη nail στο Αγγλικά σημαίνει καρφί, νύχι, καρφώνω κτ σε κτ, καρφώνω, καταφέρνω πολύ καλά, μπουζουριάζω, νύχι, καρφώνω, εστιάζω, επικεντρώνω, καθαρίζω, τρώω, ανακαλύπτω, καρφώνω, προσδιορίζω, αγωνίζομαι με νύχια και με δόντια, νύχι, το πετυχαίνω, στούντιο νυχιών, κοίτη του νυχιού, βουρτσάκι νυχιών, διακοσμητικό νυχιών, νυχοκόπτης, βερνίκι νυχιών, λίμα νυχιών, καρφωτικό, βερνίκι νυχιών, ξεβαφτικό νυχιών, ψαλιδάκι, ειδικός περιποίησης νυχιών, βερνίκι νυχιών, αγχωτικός, συναρπαστικός, νύχι, με νύχια και με δόντια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nail

καρφί

noun (pin for hanging, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Paul hammered a nail into the wall and hung a picture on it.
Ο Παύλος κάρφωσε ένα καρφί στον τοίχο και κρέμασε έναν πίνακα.

νύχι

noun (often plural (fingernail, toenail)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Amy clipped her nails.
Η Έιμι έκοψε τα νύχια της.

καρφώνω κτ σε κτ

(attach using a nail)

Ben nailed a flier to the wall.
Ο Μπεν κρέμασε ένα φυλλάδιο στον τοίχο.

καρφώνω

transitive verb (attach using a nail)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Miranda nailed the picture hook into the wall. Carrie nailed the sign high up on the door.
Η Μιράντα κάρφωσε ένα γαντζάκι για τον πίνακα στον τοίχο.

καταφέρνω πολύ καλά

transitive verb (figurative, slang (accomplish perfectly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The gymnast nailed the dismount.
Ο αθλητής της ενόργανης έσκισε στο κατέβασμα.

μπουζουριάζω

transitive verb (figurative, slang (criminal: catch) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The cops nailed the suspect.
Οι αστυνομικοί έπιασαν τον ύποπτο.

νύχι

noun (claw)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The cat's nails tore into the mouse.

καρφώνω

transitive verb (figurative, slang (sports: throw, kick) (μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The batter nailed the ball hard.

εστιάζω, επικεντρώνω

transitive verb (figurative (focus on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The detective nailed his attention to the case.

καθαρίζω, τρώω

transitive verb (figurative, slang (kill) (μεταφορικά, αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sniper nailed four people in one day.

ανακαλύπτω

transitive verb (figurative (detect a lie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen nailed her husband's lie when she caught him asleep in the park instead of at work.

καρφώνω

phrasal verb, transitive, separable (fasten with nails)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I need to nail down a few loose boards in the flooring.

προσδιορίζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (identify precisely) (με ακρίβεια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need to nail down exactly how much money was embezzeled by our accountant.

αγωνίζομαι με νύχια και με δόντια

verbal expression (idiom (fight fiercely) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'll fight tooth and nail to make a name for myself as an actor.

νύχι

noun (often plural (nail on a finger)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My fingernails are painted gold.

το πετυχαίνω

verbal expression (figurative (be exactly right)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Russell's comment really hit the nail on the head.

στούντιο νυχιών

noun (shop that does manicures)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Julie goes to a nail bar to have her manicure done professionally.

κοίτη του νυχιού

noun (fingernail, toenail part)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βουρτσάκι νυχιών

noun (small brush for cleaning finger- and toe-nails)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I used a nail brush to scrub the dirt from under my nails after working in the garden.

διακοσμητικό νυχιών

noun (jewellery worn on fingernails)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νυχοκόπτης

plural noun (tool for cutting finger- and toenails)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
What happens to all the nail clippers that get confiscated at airports?

βερνίκι νυχιών

noun (cosmetics: lacquer for nails)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λίμα νυχιών

noun (tool for shaping fingernails)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tracy smoothed the ragged tip of her broken fingernail with a nail file.

καρφωτικό

noun (power tool for inserting nails)

βερνίκι νυχιών

noun (cosmetics: lacquer for nails)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
My sister has at least ten different colors of nail polish.
Η αδερφή μου έχει βερνίκια νυχιών σε τουλάχιστον δέκα διαφορετικά χρώματα.

ξεβαφτικό νυχιών

noun (solvent for removing nail polish)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ψαλιδάκι

(small scissors)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ειδικός περιποίησης νυχιών

noun (beautician who treats nails)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βερνίκι νυχιών

noun (cosmetics: lacquer for nails)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That pink nail varnish matches the colour of my new dress.

αγχωτικός

noun (figurative, informal (tense situation)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συναρπαστικός

adjective (figurative, informal (tense, exciting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No one spoke during the nail-biting final episode of our favourite TV show.

νύχι

noun (often plural (nail on a toe)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Henry sat on the porch, cutting his toenails.

με νύχια και με δόντια

expression (figurative (fight: fiercely) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sally fought tooth and nail to get the promotion.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nail στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του nail

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.