Τι σημαίνει το entender στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης entender στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του entender στο ισπανικά.
Η λέξη entender στο ισπανικά σημαίνει καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοώ, ξέρω, γνωρίζω, καταλαβαίνω, κατανοώ, πιάνω κπ, καταλαβαίνω, κατανοώ, καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω καλά, καταλαβαίνω σωστά, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, ξέρω, αρχίζω να καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, κουμπώνω, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, ακούω, αντιλαμβάνομαι, αντιλαμβάνομαι, εκλαμβάνω, καταλαβαίνω, κατανοώ, μπαίνω στο νόημα, κατανοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, εμβαθύνω σε κτ, αντιλαμβάνομαι, βλέπω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, πιάνω, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, συμπεραίνω, κατανοώ, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω, γίνομαι κατανοητός, παρεξηγώ, χάνω, ακατανόητος, που δεν διαφωτίστηκε, δεν πιάνω το νόημα, παρακούω, παρεξηγώ, εκφράζω, μεταδίδω, μεταβιβάζω, διαβάζω με ευκολία, θεωρώ, υποθέτω, υπαινίσσομαι, συμμερίζομαι, συναισθάνομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ, γίνομαι κατανοητός, καταλαβαίνω, κατανοώ, κάνω κπ να συνειδητοποιήσει κτ, καταλαβαίνω, κατανοώ, καταλαβαίνω, υπαινίσσομαι, υπονοώ, χάνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης entender
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Entiendes lo que estoy diciendo? Αντιλαμβάνεσαι τι λέω; |
καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella no entiende álgebra. Δεν καταλαβαίνει την Άλγεβρα. |
καταλαβαίνω, κατανοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella no puede entender las instrucciones. Δεν μπορεί να καταλάβει τις οδηγίες. |
κατανοώ, ξέρω, γνωρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No entiendo bien el código de circulación, así que no puede aconsejarte al respecto. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν σκαμπάζω τίποτα από μαγειρική, μη ρωτάς τη γνώμη μου! |
καταλαβαίνω, κατανοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pese a que no estoy de acuerdo con él, entiendo su punto de vista. |
πιάνω κπ(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταλαβαίνω, κατανοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mary no podía entender los motivos de su hermana para dejar los estudios. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν το χωράει το μυαλό μου ότι ο αδερφός μου χώρισε τη γυναίκα του. Έδειχνε τόσο ευτυχισμένος! |
καταλαβαίνω καλά, καταλαβαίνω σωστά
Déjame que te lo repita para asegurarme de que lo he entendido bien. |
κατανοώ, αντιλαμβάνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hay tanto sobre el espacio que aún no podemos entender. |
ξέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αρχίζω να καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me encantaría entender algo de física. Πολύ θα ήθελα να αρχίσω να καταλαβαίνω τις βασικές έννοιες της φυσικής. |
καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαιverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Espero que puedan entender mi punto de vista. Ελπίζω να μπορείς να καταλάβεις την άποψή μου. |
καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wendy no entendió su forma de actuar y le costó adaptarse. Η Γουέντι δεν μπορούσε να καταλάβει τις απόψεις τους και δυσκολευόταν να ταιριάξει μαζί τους. |
κουμπώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καταλαβαίνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Te entiendo pero no estoy de acuerdo. |
καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mary rápidamente entendió de lo que estaba hablando David. Η Μαίρη αντιλήφθηκε (or: κατάλαβε) γρήγορα αυτό που έλεγε ο Ντέιβιντ. |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No he entendido lo que has dicho. Δεν έπιασα τι είπες. |
αντιλαμβάνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le comenté que él había envenenado a su esposa con arsénico, pero ella no lo captó. Της είπα ότι δηλητηρίασε τη γυναίκα του με αρσενικό, αλλά αυτή δεν το αντιλήφθηκε. |
αντιλαμβάνομαι, εκλαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Joe interpretó la petición de su madre como una orden para que limpiase su habitación. Ο Τζο ερμήνευσε την παράκληση της μητέρας του ως διαταγή και καθάρισε το δωμάτιό του. |
καταλαβαίνω, κατανοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los estudiantes no podían comprender el párrafo largo y complicado. Οι μαθητές δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τη μεγάλη, πολύπλοκη παράγραφο. |
μπαίνω στο νόημα(informal) (καθομιλουμένη) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Al principio la película no tenía sentido para mí, pero después de un rato la fui pillando. Στην αρχή η ταινία μου φαινόταν παράλογη, μα μετά από λίγο μπήκα στο νόημα. |
κατανοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gerald no podía captar el concepto complicado que su maestro trataba de explicar. Ο Τζέραλντ δεν μπορούσε να κατανοήσει την πολύπλοκη έννοια που προσπαθούσε να εξηγήσει ο δάσκαλός του. |
εμβαθύνω σε κτ(επίσημο) Los estudiantes empezaron a captar los misterios de las teorías de Einstein. |
αντιλαμβάνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deduzco que no estás interesado en salir esta noche. Καταλαβαίνω ότι δεν θέλεις να βγεις απόψε. |
βλέπω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ya veo lo que quieres decir, pero todavía no estoy de acuerdo. Καταλαβαίνω τι λες, ωστόσο δεν συμφωνώ. |
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ya veo. Así que por eso no estabas en casa. Κατάλαβα. Για αυτό λοιπόν δεν ήσουν σπίτι. |
καταλαβαίνω(coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No consigo encontrarle el truco a esto. ¿Me lo puedes explicar de nuevo? |
καταλαβαίνω(informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Problemas con tus hijos adolescentes? Me veo reflejado. Έχεις προβλήματα με τα έφηβα παιδιά σου; Σε νιώθω. |
πιάνω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταλαβαίνω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Finalmente comprendió por qué su auto no arrancaba. Στο τέλος, κατάλαβε γιατί δεν έπαιρνε μπρος το αμάξι του. |
συμπεραίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mark finalmente se dio cuenta de lo que estaba pasando. |
κατανοώ, καταλαβαίνω(algo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puedo empatizar con tu tristeza por haber perdido a tu padre. |
καταλαβαίνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Comprendes (or: entiendes) lo que te digo? Πιάνεις τι λέω; |
αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Entiendo que la situación es grave. Αντιλαμβάνομαι ότι η κατάσταση είναι σοβαρή. |
γίνομαι κατανοητός
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi nivel de francés es realmente malo así que me sentí contento al ver que podía arreglármelas en inglés en París. Τα γαλλικά μου είναι πραγματικά απελπιστικά κι έτσι χάρηκα όταν κατάλαβα πως μπορούσα να γίνω κατανοητός με απλά αγγλικά στο Παρίσι. Μιλάω αγγλικά και ισπανικά και μπορώ να γίνω κατανοητός και στα ιταλικά. |
παρεξηγώ(κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Siempre que los padres de John intentaban ayudarle, él lo malinterpretaba y creía que estaban intentando hacer su vida más difícil. Κάθε φορά που οι γονείς του Τζον προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν, το παρεξηγούσε και νόμιζε πως προσπαθούσαν να του κάνουν τη ζωή του πιο δύσκολη. |
χάνω(figurado, objeto) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A Tom se le escapó el argumento. |
ακατανόητοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sus motivos son difíciles de entender. |
που δεν διαφωτίστηκε(coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν πιάνω το νόημαlocución verbal No estás entendiendo, no es sobre pagos sino sobre condiciones. |
παρακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Creo que oí mal ese comentario. ¿Puedes repetirlo? |
παρεξηγώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκφράζω, μεταδίδω, μεταβιβάζωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Trató de hacer entender su punto de vista, pero tan enrevesadamente que nadie le entendió. Προσπάθησε να εκφράσει την άποψή του, ήταν όμως τόσο μπερδεμένη που κανένας δεν μπόρεσε να καταλάβει. |
διαβάζω με ευκολία
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es un libro simple, hecho para que los chicos lo entiendan con facilidad. |
θεωρώ, υποθέτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Supongo que el ministro va a renunciar después del vergonzoso incidente. |
υπαινίσσομαιlocución verbal (επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tu regalo será de color azul, le dio a entender él. Έκανε νύξη ότι το δώρο του θα ήταν μπλε. |
συμμερίζομαι, συναισθάνομαι(alguien) (κάτι όχι κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es una gran docente que sabe cómo empatizar con sus alumnos. |
καταλαβαίνω, κατανοώ(τι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No puedo comprender qué te llevó a hacerlo. Απλά δεν μπορώ να καταλάβω τι σε έκανε να το κάνεις. |
γίνομαι κατανοητός(coloquial) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Necesito abrirle los ojos a mi hijo respecto a que las drogas no son la respuesta. Πρέπει να κάνω τον γιο μου να καταλάβει πως τα ναρκωτικά δεν είναι η λύση! |
καταλαβαίνω, κατανοώ(πώς) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es imposible comprender cómo funciona una máquina tan complicada. Είναι αδύνατον να αντιληφθείς πώς λειτουργεί μια τόσο πολύπλοκη μηχανή. |
κάνω κπ να συνειδητοποιήσει κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El funeral de mi papá nos hizo entender que se había ido para siempre. |
καταλαβαίνω, κατανοώ(γιατί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Su familia no podía comprender por qué dejó los estudios de repente. Η οικογένειά του δεν καταλάβαινε γιατί σταμάτησε ξαφνικά το σχολείο. |
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No entiendo a Marc, es un tipo de carácter cambiante. |
υπαινίσσομαι, υπονοώ(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los comentarios de Sarah daban a entender que había la posibilidad de un ascenso. Τα σχόλια της Σάρας άφηναν ως υπονοούμενο μια πιθανή ευκαιρία για προαγωγή. |
χάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo siento, no entendí lo que dijiste. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Συγνώμη, μπορείς να επαναλάβεις αυτό που είπες πριν; Το έχασα. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του entender στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του entender
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.