Τι σημαίνει το persona στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης persona στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του persona στο ισπανικά.

Η λέξη persona στο ισπανικά σημαίνει άτομο, πρόσωπο, πρόσωπο, πρόσωπο, άνθρωπος, άνθρωπος, πλάσμα, ψυχή ζώσα, προσωποσύνη, τύπος, τύπισσα, ον, τύπος, τύπισσα, άνθρωπος, άτομο, πρόσωπο, δικτυωμένος, δραστήριος, διάσημος, αυτός που τρώει, ρέντνεκ, αυτός που κάνει ώτο στοπ, αυτός που χαιρετά, γκρινιάρης, γκρινιάρα, άτομο που διακόπτει ομιλία, παράσταση κλπ, συνήθως με αρνητικά σχόλια, που μοιράζεται, τυχοδιώκτης, τυχοδιώκτρια, απέχων, ικέτης, μη πολίτης, παιδί για όλες τις δουλειές, τρίτος, πληθωρικός χαρακτήρας, βολής πρώτου προσώπου, που δεν πρέπει να τον πάρεις αψήφιστα, από το Νιούκασλ, οποιοσδήποτε, όποιος, προσωπικά, πρόβατο, μεγιστάνας, άστεγος, νομάς, διάσημος, διάσημη, πολέμιος της τεχνολογίας, ολόκληρος, πονηρός, ύπουλος, κλεπταποδόχος, ισχυρός, από μόνος μου, κατά πρόσωπο, πρόσωπο με πρόσωπο, αυτοπροσώπως, κοινωνικό άτομο, αυτός που τηλεφωνεί, αυτός που καλεί, άτομο που μετακινείται από το σπίτι στη δουλειά, ξένος, διακανονιστής, μεσάζων, αυτός που πυροβόλησε, αυτός που διακόπτει τη φοίτηση, εσωτερικός ασθενής, κομψός, στιλάτος, που λύνει κτ, που επιλύει κτ, ταραχοποιός, ταραξίας, επιτυχής, επιτυχημένος, κπ που έχει αποκλίνουσα συμπεριφορά, γόης, υποστηρικτής της ισότητας και της ισονομίας, σαδιστής, σαδίστρια, που στέλνει ανεπιθύμητα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ορθογράφος, ψηφοθήρας, κρατούμενος, ασήμαντος, που αποδίδει κάτω των δυνατοτήτων του, εντεταλμένος, διορισμένος, πολύγλωσσος, άτομο που τρέχει γυμνό σε κοινή θέα, που κάνει ηλιοθεραπεία, αυτός που εμπιστεύομαι, το άτομο που εμπιστεύομαι, πασέ, αυτός που κάνει δίαιτα, που αποφεύγει, αυτός που μουρμουρίζει ένα τραγούδι, ερωτών, ακρωτηριασμένος, αυτός που βγαίνει ραντεβού, κρατάει ημερολόγιο, γράφει ημερολόγιο, αυστηρός, που κάνει γυμναστική, που γυμνάζεται, τροφοσυλλέκτης, βόρειος, αντίθετος, ελεύθερος με αναστολή, λογικός, αυτός που εξαργυρώνει κουπόνι κλπ, άτομο που επιστρέφει στο εκπαιδευτικό σύστημα, άτομο που ανακατεύει και μοιράζει χαρτιά, άτομο που επικοινωνεί στη νοηματική γλώσσα, που ξοδεύει, στην πρίζα, όρθιος, που περπατάει με ψηλό βηματισμό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης persona

άτομο, πρόσωπο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿De qué persona hablas? ¿De la madre o la hija?
Για ποιο άτομο (or: πρόσωπο) μιλάς; Τη μητέρα ή την κόρη;

πρόσωπο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Todas las personas involucradas en este caso deberán permanecer en el tribunal.
Όλα τα άτομα που σχετίζονται με την υπόθεση πρέπει να παραμείνουν στο δικαστήριο.

πρόσωπο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La tercera persona singular del presente de "ser" es "es".
Το τρίτο πρόσωπο ενικού του ενεστώτα του ρήματος «είμαι» είναι «είναι».

άνθρωπος

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Una persona difiere de un animal o un objeto por su habilidad de razonar.

άνθρωπος, πλάσμα, ψυχή ζώσα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Si te cuento este secreto, tienes que jurar no contárselo a una sola persona!

προσωποσύνη

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τύπος, τύπισσα

(αργκό: άτομο)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

ον

(επίσημο: λόγιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τύπος, τύπισσα

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Es una persona vieja y gruñona, ¿no te parece?

άνθρωπος

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Leslie se sentía la persona más feliz del mundo.

άτομο

(figurado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El pequeño pueblo tenía unas pocas treinta almas.

πρόσωπο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Todas las compañías y las personas físicas están sujetas a la regulación.

δικτυωμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Los infiltrados creen ya está decidido quién ganará el concurso.
Οι γνώστες πιστεύουν ότι ο διαγωνισμός έχει ήδη κριθεί.

δραστήριος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Prefiero un jefe emprendedor en vez de uno que sólo hable.

διάσημος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
La inauguración de la galería atrajo a muchas celebridades.
Τα εγκαίνια της γκαλερύ προσέλκυσαν πλήθος διασήμων.

αυτός που τρώει

(persona que come, especialmente en un restaurante)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando se trata de vegetales, Harry siempre ha sido un buen comensal.

ρέντνεκ

(voz inglesa)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
No los escuches, son unos redneck.

αυτός που κάνει ώτο στοπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sebastian se compadece de los autoestopistas, pero siente que es peligroso pararse a recogerlos.

αυτός που χαιρετά

(da la bienvenida)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El saludador nos entregó una canasta cuando entramos a la tienda.

γκρινιάρης, γκρινιάρα

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
El supervisor no es popular en la oficina porque es un gruñón.

άτομο που διακόπτει ομιλία, παράσταση κλπ, συνήθως με αρνητικά σχόλια

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
A los objetantes se les pedirá que salgan del auditorio.

που μοιράζεται

(για άνθρωπο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τυχοδιώκτης, τυχοδιώκτρια

(AmL)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

απέχων

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Los abstinentes miraban con calma mientras los otros comían pastel.

ικέτης

(ES, vulgar)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μη πολίτης

(χωρίς δικαιώματα)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

παιδί για όλες τις δουλειές

(ES)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Mi padre era un verdadero manitas: era capaz de arreglar cualquier cosa.

τρίτος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Estamos diseñando el edificio nosotros mismos, pero lo construirá un tercero.
Σχεδιάζουμε το κτίριο μόνοι μας, αλλά θα το κατασκευάσει κάποιος τρίτος.

πληθωρικός χαρακτήρας

(coloquial)

βολής πρώτου προσώπου

(voz inglesa) (βιντεοπαιχνίδι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που δεν πρέπει να τον πάρεις αψήφιστα

(figurado, coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando Ángela se enoja, se convierte en un demonio.

από το Νιούκασλ

(voz inglesa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οποιοσδήποτε, όποιος

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Cualquiera que tenga un carnet de la biblioteca puede sacar un libro.
Οποιοσδήποτε έχει κάρτα βιβλιοθήκης μπορεί να δανειστεί βιβλία.

προσωπικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Helen entregó la carta personalmente para asegurarse de que llegara.
Η Έλεν παρέδωσε προσωπικά την επιστολή για να εξασφαλίσει ότι θα φτάσει.

πρόβατο

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Parece amenazante, pero en el fondo es un gatito.
Φαίνεται απειλητικός, αλλά στην πραγματικότητα είναι πρόβατο.

μεγιστάνας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άστεγος, νομάς

(AmL)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El deambulante duerme bajo ese puente.

διάσημος, διάσημη

πολέμιος της τεχνολογίας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ολόκληρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las aguas de la inundación barrieron las casas físicamente.
Τα νερά της πλημμύρας παρέσυραν ολόκληρα σπίτια.

πονηρός, ύπουλος

(coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El político era un zorro astuto.
Ο πολιτικός ήταν μια έξυπνη αλεπού.

κλεπταποδόχος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
La policía acepto que el joyero no había participado en el robo, pero aún sospechaba de él como perista.

ισχυρός

από μόνος μου

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατά πρόσωπο

locución adverbial (formal)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No me importa decirte en persona que creo que eres un tonto.

πρόσωπο με πρόσωπο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nos escribimos correos electrónicos durante un año antes de conocernos cara a cara.
Ανταλλάζαμε email για ένα χρόνο πριν τελικά βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο. Είχαμε δει φωτογραφίες ο ένας του άλλου, αλλά την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο σοκαριστήκαμε.

αυτοπροσώπως

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κοινωνικό άτομο

Ήταν πολύ κοινωνικό άτομο και μιλούσε με όλους στο πάρτυ.

αυτός που τηλεφωνεί, αυτός που καλεί

(por teléfono) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El programa de debate por TV recibe a personas que llaman y que tienen preguntas.

άτομο που μετακινείται από το σπίτι στη δουλειά

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La autopista está congestionada todas las mañanas de los días de labor a causa de los trabajadores pendulares.
Η εθνική οδός έχει κίνηση εξαιτίας των εργαζομένων που πηγαίνουν στη δουλειά τους τις καθημερινές το πρωί.

ξένος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Alan se mudó al pueblo hace solo dos años y todavía lo consideran un forastero.
Ο Άλαν μετακόμισε στο χωριό μόλις πριν από δυο χρόνια μόνο και ακόμη θεωρείται ένος.

διακανονιστής, μεσάζων

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αυτός που πυροβόλησε

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Una persona armada huyo de la escena a pie.

αυτός που διακόπτει τη φοίτηση

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
El Ministerio de Educación ve con preocupación el aumento en el número de desertores escolares.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι δύσκολο να βρουν δουλειά όσοι παρατήσουν το λύκειο.

εσωτερικός ασθενής

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
La persona hospitalizada pasó tres días en el hospital.

κομψός, στιλάτος

(άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που λύνει κτ, που επιλύει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¿Quién es la persona que solucionó este rompecabezas? ¡Bien hecho!

ταραχοποιός, ταραξίας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Aunque Tommy es un poco alborotador, es bastante listo.

επιτυχής, επιτυχημένος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
George es una persona exitosa; trabaja arduamente para lograr sus objetivos.

κπ που έχει αποκλίνουσα συμπεριφορά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las personas desviadas suelen tener problemas para encajar en la sociedad.

γόης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υποστηρικτής της ισότητας και της ισονομίας

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Dan es conocido como una persona igualitaria y da pláticas sobre derechos igualitarios.

σαδιστής, σαδίστρια

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
No vayas de excursión con Mike; es un sádico que te hará ir por caminos muy difíciles.

που στέλνει ανεπιθύμητα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No abras ningún mensaje de una persona que envía correo basura.

ορθογράφος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lucas es la persona que mejor escribe del octavo grado.

ψηφοθήρας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κρατούμενος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hay un edificio separado en la frontera nacional para los detenidos.

ασήμαντος

που αποδίδει κάτω των δυνατοτήτων του

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εντεταλμένος, διορισμένος

(para un cargo)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πολύγλωσσος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El polígloto puede hablar diez idiomas europeos.

άτομο που τρέχει γυμνό σε κοινή θέα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

που κάνει ηλιοθεραπεία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυτός που εμπιστεύομαι, το άτομο που εμπιστεύομαι

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Jenny llamó a Maria, su persona de confianza, para que la acompañase en su peligrosa misión.
Η Τζένη τηλεφώνησε στην Μαρία, το άτομο που εμπιστευόταν, για να τη συνοδεύσει στην επικίνδυνη αποστολή της.

πασέ

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αυτός που κάνει δίαιτα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

που αποφεύγει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτός που μουρμουρίζει ένα τραγούδι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ερωτών

(επίσημο)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

ακρωτηριασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

αυτός που βγαίνει ραντεβού

(ES)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρατάει ημερολόγιο, γράφει ημερολόγιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυστηρός

(σκληρός, όχι επιεικής)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που κάνει γυμναστική, που γυμνάζεται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τροφοσυλλέκτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βόρειος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αντίθετος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

ελεύθερος με αναστολή

(για φυλακισμένους)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

λογικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυτός που εξαργυρώνει κουπόνι κλπ

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

άτομο που επιστρέφει στο εκπαιδευτικό σύστημα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

άτομο που ανακατεύει και μοιράζει χαρτιά

(π.χ. σε καζίνο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

άτομο που επικοινωνεί στη νοηματική γλώσσα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

που ξοδεύει

(χρήματα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στην πρίζα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Είναι στην πρίζα. Μην τολμήσεις να της μιλήσεις τώρα.

όρθιος

(όχι καθιστός)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

που περπατάει με ψηλό βηματισμό

(για άνθρωπο, ζώο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του persona στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του persona

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.